Το συγκεκριμένο hashtag (χωρίς το ερωτηματικό!) πλημμύρισε πρόσφατα τα σόσιαλ μίντια με αφορμή τις πολυάριθμες καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση κατά πολλών παραγόντων του χόλιγουντ, με πιο ηχηρές αυτές του Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν και Κέβιν Σπέισι. Η συζήτηση είναι ζωηρή και με παθιασμένα επιχειρήματα από αμφότερες τις πλευρές, όπως αρμόζει σε κάθε εξέλιξη που λαμβάνει χώρα σε κάθε κοινωνική αλλαγή.
Θα μπορούσαν να γραφτούν τόμοι για το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Είναι ζήτημα νομικά, κοινωνικά, ηθικά τεράστιο και σχετικά καινοφανές – στο δημόσιο λόγο. Ηδη γράφονται και θα γραφτούν ακόμα – ευτυχώς! – πολλά για το συγκεκριμένο θέμα. Η συζήτηση για τη σεξουαλικώς απρεπή συμπεριφορά πρέπει να ανοίξει και να αναπτυχθεί, στο πλαίσιο της συνεχούς διαμόρφωσης των κοινωνικών ηθών, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ισότητας των ανθρώπων.
Δύο ζητήματα που οφείλουν να προβληματίσουν κάθε σκεπτόμενο πολίτη, κόντρα στο κυνήγι μαγισσών των ημερών, είναι τα ακόλουθα:
1. Καταρχάς, τι σημαίνει σεξουαλική παρενόχληση; Πρόκειται για την απρεπή σεξουαλική συμπεριφορά που φέρει το βαρύ της στίγμα επειδή εμπεριέχει το στοιχείο της σχέσης (συνήθως εργασιακής) εξάρτησης. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου Ν. 3896/2010, ο οποίος αφορά στην ισότητα στο χώρο εργασίας, υπάρχει σεξουαλική παρενόχληση όταν εκδηλώνεται οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος. Παρότι στο νόμο ή τη νομολογία δεν είναι ρητό, είναι εμφανές ότι ο όρος σεξουαλική παρενόχληση αφορά κυρίως στην εργασία. Εξάλλου, από μόνος του ο όρος παρενόχληση ενέχει το στοιχείο της διάρκειας και της επανάληψης. Και στη διεθνή πρόσληψή της όμως η συγκεκριμένη έννοια (sexual harassment) νοείται ως η σεξουαλική συμπεριφορά που ζητείται ως αντάλλαγμα, συνήθως στα πλαίσια του εργασιακού περιβάλλοντος, και γενικά όταν ο δράστης βρίσκεται σε σχέση ισχύος απέναντι στο θύμα.
Εν ολίγοις, η σεξουαλική παρενόχληση διακρίνεται από τη γενικά απρεπή σεξουαλική συμπεριφορά, και αυτό αποτυπώνεται και στο ποινικό Δίκαιο που την τιμωρεί βαρύτερα από ένα π.χ. τυχαίο άγγιγμα ή κάποιο προσβλητικό φλερτ – δηλαδή, όταν η σεξουαλικώς απρεπής συμπεριφορά γίνεται στα πλαίσια σχέσης εργασιακής εξάρτησης ή διαπραγμάτευσης μιας πρόσληψης· τότε τιμωρείται αυστηρότερα, επειδή α) ο παθών εκμεταλλεύεται την ανισορροπία δυνάμεων και τη θέση εξουσίας του για να επωφεληθεί από το θύμα, το οποίο αντίστοιχα β) επειδή θέλει να βρει ή να κρατήσει την εργασία του είναι για το λόγο αυτό σε ευάλωτη θέση – και διστάζει τόσο να την αποκρούσει, όσο και να την καταγγείλει.
Η απαξία της τυχαίας προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας εκτός πλαισίου εργασίας είναι σαφώς μειωμένη επειδή το θύμα δεν οφείλει να την ανεχθεί και μπορεί πάντα να αντιδράσει και να την καταγγείλει, ενώ συνήθως δεν έχει το στοιχείο της επαναληπτικότητας. (Οταν βέβαια δεν μπορεί λόγω βίας ή ενδοοικογενειακής σχέσης ή επειδή π.χ. είναι κρατούμενο συνιστά σαφώς βαρύτερη μορφή που ποινικοποιείται αρκούντως σε άλλα άρθρα του ποινικού κώδικα). Με απλά λόγια: συνιστά σεξουαλική παρενόχληση η πράξη ενός εργοδότη απέναντι στον υφιστάμενό του ή το πρόσωπο που περνά οντισιόν ή συνέντευξη, όχι όμως και η συμπεριφορά δύο ατόμων που συνέπεσαν σε ένα πάρτι ή μια οποιαδήποτε δημόσια εκδήλωση.
Βέβαια η απρεπής σεξουαλική συμπεριφορά που λαμβάνει χώρα σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής είναι σαφώς κατακριτέα, επειδή φέρει κοινωνικά ειδικό βάρος, μιας και είναι μια πράξη η οποία στρέφεται κατά κανόνα από άνδρες κατά γυναικών και σηματοδοτεί πατριαρχικές αντιλήψεις που εργαλειοποιούν ή υποτιμούν ή επιχειρούν να υποτάξουν το γυναικείο φύλο. Ως τέτοια καταγγέλθηκε εμμέσως από τους περισσότερους χρήστες του #metoo, και ορθώς πρέπει να στηλιτεύεται και να κατακρίνεται – στα πλαίσια του αναλογικώς ανεκτού μέτρου όμως, και πάντα έχοντας στο νου ότι η σεξουαλική παρενόχληση στο πλαίσιο εργασίας έχει βαρύτερη απαξία.
2. Η σεξουαλική παρενόχληση συνήθως λαμβάνει χώρα σε συνθήκες όπου δεν υπάρχουν μάρτυρες. Αυτό την καθιστά δυσαπόδεικτη, μιας και πρόκειται και για συμπεριφορά που δεν αφήνει σημάδια που θα καθιστούσαν ευχερή την απόδειξή της όπως συμβαίνει π.χ. στο βιασμό ή στη σωματική βλάβη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην καταγγέλλεται εύκολα από το θύμα, εφόσον χωρίς αποδείξεις η κατηγορία εύκολα θα καταπέσει, αλλά και να μην μπορεί ο φερόμενος ως δράστης να αποσείσει εύκολα τις κατηγορίες από πάνω του, ανταποδεικνεύοντας το ψευδές της κατηγορίας. Η αριστουγηματική ταινία The hunt του Thomas Vinterberg καταδεικνύει ακριβώς αυτό: πως η ζωή ενός καθηγητή σε μια επαρχιακή πόλη καταστρέφεται, όταν μία μαθήτριά του ψευδώς ισχυρίζεται ότι την παρενόχλησε.
Και σ’ αυτό το σημείο έρχονται να προστεθούν περαιτέρω οι εγγυήσεις του ποινικού δικαίου που αφενός απαιτούν την ύπαρξη ποινικής καταδίκης από αρμόδιο δικαστήριο για μια πράξη – και όχι από τα μίντια – και αφετέρου του βάρους απόδειξης, που εν προκειμένω όπως προαναφέρθηκε φέρνει το θύμα σε αδύναμη θέση.
Λύση επαρκής και άμεση δε φαντάζει στον ορίζοντα. Η νομική επιστήμη (όπως και όλες) δεν έχει τη λύση για κάθε πρόβλημα.
Στα θετικά όλης αυτής της ιστορίας είναι το γεγονός ότι η απρεπής σεξουαλική συμπεριφορά και η σεξουαλική παρενόχληση θα αρχίσουν να συζητιούνται, να γίνονται αντιληπτές ως τέτοιες από τα θύματα, να προσέχουν πλέον λίγο περισσότερο και οι εν δυνάμει θύτες τις πράξεις τους. Είμαι βέβαιη πως ύστερα από όλη αυτή την κατακραυγή κάθε προϊστάμενος/καθηγητής θα το σκεφτεί διπλά πριν παρενοχλήσει κάποιον εργαζόμενο/μαθητή του.
Ομως με τίποτα δε δικαιολογείται η κατασκευή ψευδών ειδήσεων ή η μεγαλοποίηση ήσσονος σημασίας συμπεριφορών που δημιουργεί υστερία, ανθρωποφαγία και λαϊκά δικαστήρια. Θα πρέπει για το λόγο αυτό και τα μέσα ενημέρωσης να διακρίνουν ανάμεσα στις ως άνω περιγραφόμενες συμπεριφορές και να μην χρησιμοποιούν άκριτα πηχυαίους τίτλους που αποπροσανατολίζουν από το πραγματικό διακύβευμα της κάθε περίπτωσης.