Τις διεθνείς κατατάξεις αριστείας η ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα στο παρελθόν τις σνόμπαρε, με κύριο επιχείρημα ότι τα κριτήρια τους ήταν προσανατολισμένα σε ένα διεθνές επιχειρηματικό μοντέλο και -σίγουρα- στο αγγλοσαξονικό πρότυπο. Και σίγουρα κάποιες μπορεί να είναι. Ωστόσο, κριτήρια όπως οι επιστημονικές αναφορές στο έργο ενός πανεπιστημιακού παγκοσμίως (citations) ή το επίπεδο της έρευνας που κάνει, μπορεί κανείς να τα αμφισβητήσει;
Οι επιστημονικές αυτές κατατάξεις απαντούν τελικά σε ένα ερώτημα: ξέρουν το όνομά σου στην υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα της υφηλίου;
Τα σκέφτομαι αυτά, γιατί πλέον τα πανεπιστήμιά μας, τα τελευταία χρόνια που άνοιξαν κάπως τα φτερά τους και ανέβηκαν αρκετά ψηλά στις περίφημες αυτές λίστες αξιολόγησης, αποφάσισαν να τις αποδεχτούν και να τις διαφημίσουν κιόλας.
Με εξαίρεση μερικά Ιδρύματα βέβαια, που βρίσκονταν σ’ αυτή την λογική από καιρό, καθώς είχαν και αριθμούς και πρόσωπα να μετρήσουν. Τέτοια είναι το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Στην περιζήτητη επιστήμη της Ιατρικής ειδικά, η «αναγνωρισιμότητα» στο εξωτερικό είναι μια αξία εύκολα μετρήσιμη. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι ο πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μελέτιος-Αθανάσιος Δημόπουλος, είναι γνωστός και αναγνωρισμένος επιστήμονας στο εξωτερικό, ούτε ότι ο «εθνικός» μας παιδίατρος, ο πολυβραβευμένος Γιώργος Χρούσος, είναι ένα πρόσωπο που δείχνει την «κάρτα» στα διεθνή επιστημονικά τραπέζια και οι πόρτες ανοίγουν διάπλατα.
Στην λίστα του Thomson Reuters με τους επιστήμονες που άσκησαν πέρυσι την μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως, εκτός από τον κ. Δημόπουλο συναντάμε τον Γεράσιμο Φιλιππάτο, επίσης, καθηγητή Ιατρικής στη Αθήνα, τους Ευάγγελο Γιακουμή, Νικόλαο Χατζηαργυρίου, Κωνσταντίνο Ρακόπουλο και Δημήτρη Ρακόπουλο, καθηγητές στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Γιώργο Καραγιαννίδη, καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών την καθηγήτρια Δήμητρα Δαφερέρα και τον καθηγητή Μόσχο Πολυσίου. Μετρήθηκαν εννέα εκατομμύρια ερευνητές, ενώ οι επιστημονικές δημοσιεύσεις προς μελέτη ξεπέρασαν τα δύο εκατομμύρια ετησίως…
Και εδώ θέλω να μοιραστώ μια σκέψη που την συζητάμε χρόνια με φίλους πανεπιστημιακούς και που θα δημιουργούσε με βεβαιότητα ισχυρό «πονοκέφαλο» στον νυν υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου ο οποίος ακόμη αναρωτιέται «τι αξιολόγηση θέλουμε»: δεν είναι ώριμη η περίοδος για την δημιουργία μιας «δικής» μας, ελληνικής, με βάση ωστόσο ευρωπαϊκά πρότυπα αριστείας, λίστας αξιολόγησης;
Δεν θα ήταν ώριμο τα ελληνικά πανεπιστήμια, που έχουν πια την… γεύση της αριστείας αλλά και ξέρουν το αποτέλεσμα της, να την επιδιώξουν;
Σε περίοδο κατά την οποία μια φωτισμένη κυβέρνηση θα ήλεγχε την τύχη της χώρας (όνειρο απραγματοποίητο, αλλά όπως όλα τα όνειρα ας το προσμένουμε), δεν θα έπρεπε να συνδέσει την αξιολόγηση των ελληνικών ΑΕΙ με ένα ελληνικό ranking που θα αναφερόταν σε διεθνή πρότυπα και στην συνέχεια να κατευθύνει ένα νέο εξεταστικό σύστημα με βάση την ζήτηση που θα προέκυπτε, αφήνοντας τα ΑΕΙ να προσελκύσουν με τις δικές τους μεθόδους, χρήματα, φοιτητές, διεθνείς αναγνωρίσεις, συνεργασίες, επαφή με την κοινωνία;
Κακά τα ψέματα. Στο εξωτερικό οι νέοι αποφασίζουν σε ποιο πανεπιστήμιο θα πάνε με βάση τις διεθνείς κατατάξεις.
Μεγάλος πρόλογος για να φτάσω στο ότι ενώ η κυβέρνηση κάνει ασκήσεις «πολιτικής ακαμψίας» και «παρωπιδισμού» με τους τελευταίους νόμους της για τα ΑΕΙ, ο υπόλοιπος κόσμος γυρίζει. Και μαζί του γυρίζουμε κι εμείς. Έστω και αν κάποιοι επιμένουν ότι μένουμε σταθεροί και δεν κουνιόμαστε εκατοστό. Έστω και αν κάποιοι νομίζουν ότι γυρίζουν τη φορά προς τα πίσω.
Η δέκατη τέταρτη έκδοση του διεθνούς πίνακα κατάταξης πανεπιστημίων της QS (QS World University Rankings), που συντάσσεται από παγκόσμια ομάδα αναλυτών, κατατάσσει στην κορυφή τα φημισμένα αμερικανικά πανεπιστήμια (ΜΙΤ, Στάνφορντ, Χάρβαρντ κλπ) ωστόσο δίνει στην Ελλάδα το χώρο της.
Και η φετινή έκδοση δείχνει ότι η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση συνεχίζει να παράγει σημαντική έρευνα, παρά τις δυσκολίες, την υποχρηματοδότηση, τα γραφειοκρατικά εμπόδια. Και αυτή μοιάζει μια δύναμη που θέλουμε να την ξεχνάμε, όταν δεν ευνοεί τα πολιτικά μας σχέδια.
Στα παραπάνω να πούμε ότι το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι φέτος ανάμεσα στα 250 καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο (201-250 / 500) σχετικά με την απασχολησιμότητα των αποφοίτων του σύμφωνα την QS.
Το πανεπιστήμιο Αθηνών για το έτος 2017-2018 κατατάσσεται στις θέσεις 201-250 παγκοσμίως μεταξύ περίπου 500 αξιολογούμενων Ιδρυμάτων από 65 χώρες (207 είναι από την Ευρώπη, 99 από τη Βόρεια Αμερική, 117 από την Ασία, 11 από την Αφρική, 33 από τη Λατινική Αμερική και 27 από την Ωκεανία). Στο συγκεκριμένο πίνακα κατάταξης βρίσκονται ακόμα δύο ελληνικά πανεπιστήμια, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στις θέσεις 201-250 και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στις θέσεις 301-500.
Αντίστοιχα, από τη Webometrics, μια αναλυτική κατάταξη των ερευνητών – επιστημόνων και ιδρυμάτων στην Ελλάδα βασισμένη στο συνολικό ερευνητικό τους έργο και την απήχησή του στη διεθνή επιστημονική κοινότητα (με στοιχεία αποκλειστικά από τα δημόσια προφίλ που διατηρούν ενεργά οι χρήστες της πλατφόρμας Google Scholar), το Πανεπιστήμιο Αθηνών επί του συνόλου των 7.470 ελλήνων καθηγητών και ερευνητών εμφανίζει 1.154, δηλαδή το 16% του συνόλου και καταλαμβάνει την 1η θέση μεταξύ 130 πανεπιστημίων και δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και οργανισμών που εκπονούν και υλοποιούν έρευνα και περιλαμβάνονται στην κατάταξη.
Στην περίφημη λίστα της Σανγκάης (που έχει δεχτεί και την μεγαλύτερη κριτική στη χώρα μας στο παρελθόν, αλλά βέβαια σήμερα τα πανεπιστήμιά μας τη διαφημίζουν), το ίδιο Ίδρυμα καταλαμβάνει την 215η θέση για το 2017, ανάμεσα στα 800 καλύτερα ανώτατα εκπαιδευτικά Ιδρύματα από τις τέσσερις χιλιάδες (4.000) ανώτατων Ιδρυμάτων των οποίων τα στοιχεία εξετάσθηκαν για τον κατάλογο που δημοσιεύει το National Taiwan University (Performance ranking of Scientific Papers).
Η αξιολόγηση του National Taiwan University βέβαια βασίζεται κυρίως στο ερευνητικό έργο που παράγεται και δημοσιεύεται σε κάθε Ίδρυμα, στην απήχηση που επιτυγχάνουν οι δημοσιευμένες εργασίες, καθώς και στην τελική ιδιαίτερη διάκρισή τους.
Και βέβαια να θυμηθούμε ότι το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο φέτος είδε τους Πολιτικούς Μηχανικούς του 7ους σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών βλέπει τα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών του να ανεβαίνουν με ταχύτητα (όσο τα έχει ακόμη!) τις διεθνείς κατατάξεις.
Τροφή για σκέψη…