Η διακαώς ποθούμενη και απολύτως απαραίτητη λαϊκή στήριξη έχει παύσει προ πολλού να είναι δεδομένη για τον ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως, δεν είναι απίθανο να ανακάμψει -στην Ελλάδα ζούμε- αλλά είναι πια εξαιρετικά αμφίβολο.
Το σίγουρο είναι ότι η εποχή που για τον κ. Τσίπρα «γεννούσαν και τα κοκόρια» έχει περάσει. Την πορεία ο καθείς τη θυμάται -και όχι με νοσταλγία: Τον Ιανουάριο του 2015 το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ ήταν 35%. Τον Ιούλιο, καταφεύγοντας στο δημοψήφισμα επί ενός πλαστού διλήμματος, συσπείρωσε το 62% με αλλότριες και αντιθετικές δυνάμεις: από την άκρα αριστερά ως τη Χρυσή Αυγή.
Aραγε ο κ. Τσίπρας μπορεί να επαναλάβει τον εαυτό του για να κερδίσει αυτό που του λείπει (τη λαϊκή στήριξη) ενόψει των επόμενων εκλογών; Μπορεί να διχάσει ξανά, να απευθυνθεί στο θυμικό των Ελλήνων, να συσπειρώσει το «υπερ-κόμμα των Ελληναράδων» το οποίο τέμνει οριζόντια όλα (σχεδόν) τα πολιτικά κόμματα; Μπορεί να παίξει ξανά το χαρτί της πόλωσης;
Η απάντηση είναι ότι η πόλωση, όπως και το ταγκό, θέλει δύο. Και η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση δεν φαίνεται καθόλου πρόθυμη να παίξει το παιχνίδι. «Η τάση αυτή έχει αρχίσει να φαίνεται» επισημαίνει στο Protagon πολιτικός αναλυτής που θυμίζει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ανέφερε παρά μόνον μια φορά το όνομα «Τσίπρας» στην ομιλία του στην ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο.
Ο ίδιος άνθρωπος επισημαίνει ότι το σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα που έχει εξασφαλίσει επί δύο σχεδόν χρόνια ο αρχηγός της ΝΔ, δεν έχει ανατραπεί ποτέ στην κάλπη στην ιστορία της Μεταπολίτευσης. «Αν το παιχνίδι παιχτεί και με όρους υπέρβασης της κρίσης και επιστροφής στην κανονικότητα, μακριά από εντάσεις και υπερβολές, ο Τσίπρας θα δυσκολευτεί πάρα πολύ» επιμένει.
Το οξύμωρο σχήμα της υπόθεσης είναι ότι όσο καλλιεργείται η εντύπωση ότι στηρίζουν τον κ. Τσίπρα οι ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι και το εγχώριο «σύστημα», αποδυναμώνεται το βασικό ατού που διαθέτει -ίσως και ο ίδιος ο λόγος για τον οποίο τον στηρίζουν.
Ποιος είναι αυτός; Πέρα από το χιλιοειπωμένο ότι μόνο ο κ. Τσίπρας μπορεί να περνάει τα μέτρα χωρίς να ανοίγει μύτη, είναι κυρίως ότι διαθέτει ακόμη το λεγόμενο «nuissance value», δηλαδή ότι μπορεί να «παρενοχλήσει» με όπλα τη δημαγωγία και τον λαϊκισμό κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, αν βρεθεί στην αντιπολίτευση.
Μέχρι τώρα αυτό ήταν το βασικό όπλο του κ. Τσίπρα, η τοξική, ακραία διχαστική ρητορική του. Όμως μετά από τόσες υποχωρήσεις και τόσους επαίνους από πρόσωπα όπως ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, για να έχει αποτέλεσμα αυτή η στρατηγική και να θυμηθεί τον παλιό του εαυτό, ο κ. Τσίπρας θα πρέπει πρώτα να περάσει ξανά μέσα από την πόλωση. Πολλοί αναμένουν ότι θα υποστηρίζει πως ο ίδιος αντιστάθηκε και ότι ο αντίπαλός του θα εφαρμόσει ακόμη σκληρότερα μέτρα. Αυτή φαίνεται να είναι η βασική του γραμμή. Θα γίνει πιστευτός;
Και κυρίως τι θα γίνει αν κατέβει στο γήπεδο μόνος του, εάν ο αντίπαλός του δεν μπει σε αυτό το παιχνίδι; Τι θα συμβεί εάν ο κ. Μητσοτάκης επιμείνει στη λογική της θετικής πρότασης και της υπέρβασης του τοξικού κλίματος της δεκαετίας που τελειώνει; Μέσα σε αυτή τη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα ανέτειλε το άστρο του κ. Τσίπρα. Όσο πειστικές κι αν είναι οι μεταμορφώσεις του, χωρίς την πυρίκαυστη ύλη, το καταλυτικό συστατικό του μνημονιακού διχασμού που τον εκτόξευσε από το 4% στο Μαξίμου, ο κ. Τσίπρας κινδυνεύει να μείνει μόνο με το καμάρι του «ανίκητου ηττημένου», σε ένα γήπεδο όπου κανείς δεν θέλει πια να παίξει.