Πριν από 20 μέρες αναρωτηθήκαμε γιατί σε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης κυριαρχεί το αίσθημα της απογοήτευσης, σε ποσοστά άνω του 80%. Η απάντηση βρίσκεται σε κάτι ενοχλητικές «λεπτομέρειες», οι οποίες απασχολούν τους πολίτες, σε αντίθεση με την ατζέντα που έχουν οι μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις.
Εν αρχή ην το success story, που επιχειρεί να οικοδομήσει η κυβέρνηση και στηρίζεται στη (στατιστική) μείωση της ανεργίας. Αυτήν έρχεται να την αποδομήσει ο ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης, αλλά και τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία, που λένε ότι η μείωση οφείλεται, κυρίως, στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οι οποίες έχουν γίνει επιδημία τα τελευταία χρόνια της κρίσης.
Και να ήταν μόνο αυτό. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι οι μισθοί των νέων στον ιδιωτικό τομέα είναι απογοητευτικοί και χειροτερεύουν χρόνο με το χρόνο. Κάποτε μιλούσαν για τη «γενιά των 700 ευρώ», αλλά σήμερα η αμοιβή αυτή είναι όνειρο απατηλό. Οι γενιές κάτω των 30 ετών στην καλύτερη περίπτωση αμείβονται με 500 ευρώ και στη χειρότερη με τα μισά. Και μιλάμε για τις νόμιμες αμοιβές. Καλύτερα να μην πούμε τι συμβαίνει με την παράνομη και αδήλωτη εργασία.
Πόσες «μονομαχίες» των πολιτικών αρχηγών, σε προ ημερησίας διατάξεως συζητήσεις στη Βουλή, έγιναν γι’ αυτό το πρόβλημα; Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο υπουργείο Εργασίας, ο Αλέξης Τσίπρας επιδόθηκε σε ένα ρεσιτάλ πανηγυρισμών για στατιστικά στοιχεία που έρχονται σε προφανή σύγκρουση με την κοινή πείρα και την αλήθεια. Αλλωστε, όπως έλεγε ο Αγγλος πολιτικός Ντισραέλι, «υπάρχουν τριών ειδών ψέματα: τα συνήθη, τα καταστρεπτικά και η στατιστική».
Τι θα συμβεί αν συνεχιστεί-και ουδεμία πρόβλεψη αναφέρει ότι δεν θα συνεχιστεί- αυτή η κατάσταση; Πόσοι νέοι θα μεταναστεύσουν ακόμα; Οσοι μείνουν πώς θα ζήσουν με εξευτελιστικές αμοιβές; Πώς θα δημιουργηθούν νέες οικογένειες; Πώς θα συνεχιστεί η αλληλεγγύη των γενεών, αφού οι σημερινές(και αυριανές) γενιές εργαζομένων δεν θα μπορούν να πληρώνουν τις συντάξεις των προηγούμενων;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, αν δοθούν με βάση τη σημερινή κατάσταση, οδηγούν σε μια Ελλάδα, φτωχή γερασμένη και μικρότερη, δηλαδή μια χώρα σε διαρκή παρακμή. Οι προβλέψεις και οι προβολές στο μέλλον παραπέμπουν σε μια χώρα σκιά ακόμα και του σημερινού(υποτίθεται κακού) εαυτού της.
Και το ερώτημα είναι: θα το αποτρέψουμε και πώς; Αν παρατηρήσουμε την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης τα τελευταία χρόνια, αυτά τα προβλήματα απουσιάζουν ή είναι περιθωριακά. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση επιλέγουν «γαργαλιστικά» θέματα, γιατί αυτά (θεωρούν ότι) «πουλάνε».
Για παράδειγμα, τα τελευταία δυόμισι χρόνια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εστιάζει στα «σκάνδαλα», στις «λίστες», στη «διαφθορά» των προκατόχων της. Δηλαδή, στο παρελθόν, στα εύκολα και στα «πιασάρικα». Πότε θα βάλει στο κέντρο της πολιτικής της τα άλλα προβλήματα, τα πραγματικά, που συνήθως τα αντιμετωπίζει σαν «λεπτομέρειες»; Αλλά και η αντιπολίτευση εστιάζει στις αποκαλύψεις του Βαρουφάκη για το 2015, στις διαδικτυακές αθλιότητες του Πολάκη και στα ντου του Ρουβίκωνα, επίσης εύκολα και «πιασάρικα» θέματα.
Πόσο ενδιαφέρουν όλα αυτά τον άνεργο, τον νέο που φεύγει στο εξωτερικό, ακόμα και τον εργαζόμενο των 300 ευρώ; Η απάντηση βρίσκεται στην απογοήτευση του 80% και πλέον όσων ερωτώνται στις δημοσκοπήσεις για το συναίσθημα που τους εκφράζει περισσότερο. Είναι η αίσθηση ότι ο πολιτικός κόσμος, ιδίως τα κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση, αποφεύγει τα δύσκολα και τα ουσιώδη, τα οποία απαιτούν σοβαρό σχεδιασμό και δύσκολες αποφάσεις.
Ισως γιατί ο δικός τους κόσμος είναι διαφορετικός από αυτόν που βιώνουν οι πολίτες. Εξ ου και η διαρκώς αυξανόμενη απόσταση μεταξύ τους.