Το χειµώνα του 1918 o Βέμπερ έδωσε στους φοιτητές του Πανεπιστηµίου του Μονάχου δύο διαλέξεις µε τίτλους, «Η επιστήµη ως επάγγελµα» και «Η πολιτική ως επάγγελµα», επιχειρώντας να αναδείξει την κεφαλαιώδη σηµασία της επιστήµης και της πολιτικής στη ζωή του ανθρώπου. Αφορμή ήταν η νέα εποχή που µόλις είχε ανατείλει -τη χαρακτήριζε η «αποµάγευση του κόσµου» (Entzauberung der Welt)- από την υποχώρηση της θρησκείας ως κύριας νοηµατοδότριας του ανθρωπίνου βίου.
Ο Βέμπερ μεταξύ άλλων, επισημαίνει τα εξής: ο επιστήµονας δεν είναι -ούτε πρέπει να µεταβάλλεται- σε δηµαγωγό ή σε προφήτη. Κατά συνέπεια, η επιστήµη δεν µπορεί να αντικαταστήσει τη θρησκεία και να νοηµατοδοτήσει τη ζωή µας. Αντιθέτως, η αξία της επιστήµης συνίσταται στο ότι «πρώτα-πρώτα παρέχει τεχνικές γνώσεις για το πώς να ελέγχουµε τη ζωή, υπολογίζοντας τόσο τα εξωτερικά πράγµατα όσο και την συµπεριφορά των ανθρώπων». ∆εύτερον, «η επιστήµη προσφέρει τις µεθόδους σκέψης, τα εργαλεία και την άσκηση στην σκέψη». Το τρίτο, κι ενδεχοµένως πιο σηµαντικό, που αυτή προσφέρει είναι η σαφήνεια ως προς τους σκοπούς και τα αποτελέσµατά της, γεγονός που γεννά ανάλογο αίσθηµα ευθύνης στον επιστήµονα, το οποίο, εντέλει, τον οδηγεί «να λογοδοτεί στον εαυτό του για το τελικό νόηµα των πράξεών του». Με δυό λόγια, ο συνδυασµός αξιολογικής ουδετερότητας και ηθικής της ευθύνης συνιστά τον πυρήνα των υποχρεώσεων ενός επιστήµονα.
Aπό τότε, μέχρι σήμερα, η επιστήμη κατάφερε πάρα πολλά. Από τα κρεματόρια του Αουσβιτς και την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα, μέχρι τα θαύματα της Ιατρικής και την αύξηση του προσδόκιμου ζωής των ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες.
Σήμερα πλέον που ο άνθρωπος ετοιμάζεται να εμπεδώσει νέα άλματα στο χώρο της επιστήμης, σήμερα που η τεχνητή νοημοσύνη είναι προ των πυλών, προκύπτει όμως, ένα τεράστιο ερώτημα: πόσο υπεύθυνος είναι ο επιστήμονας για τα επιτεύγματά του; Kαι ποια είναι η ηθική του ευθύνη, όταν ο πολιτικός δεν παίρνει τις σωστές αποφάσεις για να τα χρησιμοποιήσει προς το συμφέρον της ανθρωπότητας;
Σε κάθε περίπτωση, η επιστημονική κοινότητα έχει τεράστιο χρέος, απέναντι στην κοινωνία. Δεν αρκεί ο διαχωρισμός και το άλλοθι της εξειδίκευσης που μετατρέπει τον ερευνητή σε εργαλείο των πολιτικών αποφάσεων ή των οικονομικών συμφερόντων.
Ο επιστήμονας είναι πνευματικός άνθρωπος. Και με αυτή του την ιδιότητα δεν μπορεί παρά να έχει πλήρη συναίσθηση των υποχρεώσεών του μπροστά στις προκλήσεις του νέου κόσμου. Και γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, οφείλει να προστατεύει με κάθε τρόπο τα έργα και τις «αποδείξεις» του.
Βεβαίως, πολλές φορές οι δυνάμεις του είναι περιορισμένες και αδύναμες μπροστά στην κακή πολιτική διαχείριση από τις κυβερνήσεις. Έτσι όπως είναι κλεισμένος στο εργαστήριό του,αποκομμένος από τον κόσμο και ανεπαρκής στην ανθρωπιστική του μόρφωση, μπορεί να μην αισθάνεται το βάρος της ηθικής ευθύνης.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η νέα γνώση, η νέα επιστημονική κατάκτηση έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη τώρα, παρά ποτέ, από την συμπόρευση της κλασικής παιδείας. Αυτή που δίνει στον άνθρωπο- επιστήμονα τα εφόδια της ηθικής και της ωριμότητας απέναντι στο περιβάλλον του.
Ο επιστήμονας, όπως και κάθε δημιουργός, έχει ανάγκη από την «ηδονή της ηθικής» του Αριστοτέλη. Την εσωτερική ικανοποίηση δηλαδή της προσφοράς στον άνθρωπο. Τη χαρά της συμμετοχής στο μεγάλο παιxνίδι της ζωής με σωστούς και λειτουργικούς όρους. Έχει ανάγκη από την πλήρη αίσθηση του μέτρου και της πολιτισμικής νόρμας του ανθρωπισμού.
Οσες εποχές κι αν περάσουν, όσα και να πετύχει ο επιστήμονας στην «πορεία του προς τον Θεό», πάντα θα χρειάζεται την ηθική και την ανθρωπιστική παιδεία να τον στηρίζει. Χωρίς αυτή, ούτε η επιστήμη ούτε η πολιτική θα μπορέσουν να κρατήσουν όρθιο τον άνθρωπο…