Η ιστορική μνήμη μπορεί να έχει δύο σκοπούς: να διδάξει ή να ενώσει. Να δείξει τι έγινε για να μην ξαναγίνει και να δημιουργήσει κοινές συνειδήσεις.
Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου είναι ένα από τα πολλά γεγονότα της ιστορίας των λαών που έζησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και εκτοπίστηκαν από τους Τούρκους.
Ως προς το λειτουργικό κομμάτι όμως, της ανάκλησης της μνήμης, προκύπτουν διάφορα ερωτήματα. Το πρώτο έχει να κάνει μ΄αυτό που καταλήγει στην συνείδησή του μέσου Έλληνα: Άλλη μια ήττα από τους κακούς Τούρκους. Ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται για να δραματοποιήσει την ήττα και να την ενσωματώσει πιο βαθιά στο DNA του.
Και το άλλο είναι η αντιδιδακτική προσέγγιση που τον απομακρύνει από το γεγονός: το θύμα, εκ του τραγικού αποτελέσματος, απαλλάσσεται από την ευθύνη και ως εκ τούτου δεν έχει νόημα να δούμε που έφταιξε. Δεν μου φαίνεται όμως και τόσο χρήσιμο, προκειμένου εμείς, ως κληρονόμοι της τραγωδίας να την αποφύγουμε στο μέλλον ή τουλάχιστον, να διδαχθούμε διάφορα. Περί πολιτικής, περί ενστίκτων, στρατηγικών αποφάσεων, εθνικιστικών εξάρσεων και άλλων τινών για τη μοίρα του ανθρώπου μέσα στο χρόνο.
Σε κάθε περίπτωση, δεν βοηθάει μια επέτειος για να μάθουμε Ιστορία. Η Ιστορία μαθαίνεται στα σχολεία. Τα οποία όμως, για τους Πόντιους, δεν αφιερώνουν ούτε ένα κεφάλαιο στην διδακτέα ύλη τους.
Σε μία πιο συνειδητοποιημένη κοινωνία, ο δημόσιος διάλογος, για τη μνήμη, δεν περιορίζεται σε συνθήματα και διαγωνισμό συγκίνησης- το διαδίκτυο γέμισε από μηνύματα «πατριωτισμού». Γίνονται και συζητήσεις, με απόψεις, γνώμες και τοποθετήσεις. Ας πούμε, ποιος ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας στον Πόντο ή στον μικρασιατικό ελληνισμό; Γιατί οι χριστιανικές κοινότητες των Ρωμιών επέμεναν να ταυτίζουν την θρησκευτική με την πολιτική ηγεσία τους, δίνοντας συνεχώς, άλλοθι στον εθνικισμό των Τούρκων;
Eνα χρήσιμο παράδειγμα, σχετικό με τη γενοκτονία των Ποντίων, είναι ο διορισμός από τους Ρώσους – κατέκτησαν την Τραπεζούντα το 1916- του Μητροπολίτη Χρύσανθου στη θέση του τούρκου Βαλή (πολιτικό αξίωμα). Σκέφτομαι λοιπόν, ότι αν ήμουν Τούρκος της Τραπεζούντας, δεν θα μου άρεσε και πολύ να με διοικεί ένας χριστιανός Ρωμιός… Όταν λοιπόν, έφυγαν οι Ρώσοι, το 1918, οι Τούρκοι έσφαξαν τους Έλληνες. Τα ίδια και στη Σμύρνη. Ο Χρυσόστομος ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων εναντίον του ύπατου αρμοστή Στεργιάδη. Αλλά και στην Κύπρο, δεκαετίες μετά, ο Μακάριος δεν ήταν κόκκινο πανί για τους Τουρκοκύπριους;
H ανάμιξη της Eκκλησίας είναι, ίσως, ένα από τα πολλά λάθη που επέτρεψε η ελληνική πολιτική να εξελιχθούν στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. Δεν πρέπει να το συζητήσουμε ποτέ; Εμείς θα θέλαμε για τους ελληνικούς πληθυσμούς διοικητή κάποιον Ιμάμη; Οι Τούρκοι γιατί να θέλουν Μητροπολίτη;
Η «καθαρή» μνήμη λοιπόν, δεν είναι καλό πράγμα. Δεν βοηθάει. Και οι εθνικές ήττες από «αιώνια» αδικία δεν είναι καλές. Έχουμε κι εμείς νίκες επί των Τούρκων. Τους νικήσαμε στο Ναυαρίνο – όχι εμείς, οι φίλοι μας- στους Βαλκανικούς, τους διώξαμε από τη Μακεδόνία, από την Κρήτη (έζησαν κι αυτοί τους δικούς τους ξεριζωμούς), πόνεσαν κι αυτοί από μας!
Τέλος πάντων, οι Τούρκοι, ειδικά με εθνικό κράχτη τον Ερντογάν, είναι μάλλον πιο βάρβαροι ως έθνος. Και λοιπόν; Αν αύριο, κληθούμε να αντιμετωπίσουμε κάποια σύρραξη, θα βάλουμε μπροστά το λείψανο της Αγίας Ελένης να πολεμήσει ή το στρατό; Αν ως κοινωνία, επιτρέψουμε στον Άνθιμο να χαράξει εθνική πολιτική, να πάρει αγκαζέ τον Καμμένο και τα εξαπτέρυγα, για να πολεμήσουν τους Τούρκους, θα φταίει μετά η βαρβαρότητά τους;
Tίποτα «καθαρό» δεν είναι χρήσιμο στη ζωή των ανθρώπων. Ούτε η «καθαρή» επιστήμη ούτε η «καθαρή» τέχνη ούτε η «καθαρή» μνήμη. Δεν έχει νόημα να δημιουργούμε μνήμη για τη μνήμη. Ένα μέσο είναι για να διορθώνουμε λάθη και να σχεδιάζουμε καλύτερα τη ζωή μας…