Η νίκη του Μακρόν στη Γαλλία είναι πραγματικά ανακουφιστική. Διότι κάθε άλλη εξέλιξη μπορεί να σήμαινε την αρχή της διάλυσης της Ευρώπης και αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα (και) για την αιωρούμενη Ελλάδα. Αυτή είναι η μεγάλη σημασία του αποτελέσματος.
Τη σημασία αυτή φαίνεται να κατάλαβε ακόμα και ο Αλέξης Τσίπρας (εδώ), απομακρυνόμενος έτσι από την αισχρή στάση του (άλλοτε συμμάχου του) Ζαν Λικ Μελανσόν, η οποία έστειλε πολλούς Γάλλους αριστερούς στην αποχή και όχι στην κάλπη του Μακρόν.
Φυσικά, οι (απαραίτητοι) Ελληναράδες άρχισαν ήδη το πιπίλισμα της ίδιας καραμέλας: «Και τι έγινε που νίκησε ο Μακρόν; Και ο Ολάντ είχε νικήσει και είδαμε πού κατέληξε». Οσοι τα λένε αυτά είναι απλώς ανόητοι. Δεν ξέρουμε τι έκανε ο Ολάντ για τη χώρα του, θα το κρίνουν οι Γάλλοι, αλλά για την Ελλάδα έκανε πολλά. Το ξέρουν όσοι Ελληνες αξιωματούχοι είχαν επαφή μαζί του και περισσότερο απ’ όλους ο Τσίπρας. Χωρίς καμιά διάθεση υπερβολής, αν δεν υπήρχε ο Ολάντ το κρίσιμο καλοκαίρι του 2015, η Ελλάδα σήμερα μπορεί να συναγωνιζόταν σε επιδόσεις την Βενεζουέλα ή την Ουκρανία, ο Τσίπρας μπορεί να έτρεχε σε αίθουσες Ειδικών Δικαστηρίων και όλοι εμείς να είχαμε πάει για βρούβες με δραχμές στην τσέπη.
Αυτή είναι η σημασία της νίκης του Μακρόν. Με νίκη της Λεπέν και πιθανή τη διάλυση της Ευρώπης, δεν ξέρουμε τι θα έκαναν Γάλλοι και Γερμανοί, αλλά εμείς ας κοιτάξουμε την καμπούρα μας. Η οποία δεν είναι για τέτοια στην κατάσταση που βρισκόμαστε. Γι’ αυτό και οι βασικές πολιτικές δυνάμεις χαιρέτισαν τη νίκη του, η οποία σημαίνει μια περίοδο σταθερότητας στα ευρωπαϊκά πράγματα, κάτι που ευνοεί και τις δικές μας επιδιώξεις.
Oμως, παρά τη συντριπτική νίκη του Μακρόν, το ποσοστό της Μαρίν Λεπέν δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο. Πριν από 15 χρόνια ο πατέρας της κατάφερε να φτάσει μόλις στο 18%, σήμερα η ίδια σχεδόν το διπλασίασε (εδώ μια πρώτη ακτινογραφία του αποτελέσματος).
Τώρα, λοιπόν, που απετράπη ο κίνδυνος η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης να πέσει σε χέρια ακροδεξιών και ρατσιστών, είναι καιρός να αρχίσει ένας γόνιμος προβληματισμός γιατί συμβαίνουν αυτά στην Ευρώπη και, κυρίως, να δούμε τη συνέχεια.
Μέσα στο 35% που πήρε η Λεπέν υπάρχουν φασίστες και ακροδεξιοί, ξενόφοβοι και ρατσιστές. Πάντα έτσι συνέβαινε. Και στο 18% του πατέρα της(2002) υπήρχαν. Ο προβληματισμός αρχίζει από τη στιγμή που τα ποσοστά τέτοιων κομμάτων έχουν αρχίσει να εκτινάσσονται. Και δεν έγιναν όλοι αυτοί ξαφνικά φασίστες και ρατσιστές.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες πολλοί άνθρωποι βλέπουν το επίπεδο της ζωής τους να πέφτει, άλλοι αισθάνονται ότι προς τα εκεί πηγαίνουν. Για πολλούς το σημερινό ευρωπαϊκό μοντέλο σημαίνει υποβάθμιση της δικής τους ζωής. Μολονότι η Ευρώπη συνολικά εξακολουθεί να είναι μακράν ο καλύτερος τόπος για να ζεις κανείς και αποτελεί πόλο έλξης για τους φτωχότερους του άλλου κόσμου, οι συνταγές των απανταχού λαϊκιστών βρίσκουν ευήκοα ώτα. Δεν αρκεί μόνο ο φιλοευρωπαϊσμός ως αντίδοτο. Οι άνθρωποι που αισθάνονται ότι απειλείται με περαιτέρω υποβάθμιση το επίπεδο της ζωής τους-και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα της ημι-χρεοκοπίας- πρέπει να αρχίσουν να βλέπουν ότι αυτό θα αλλάξει. Τα υψηλά ποσοστά των λαϊκιστών δεν αντιμετωπίζονται μόνο με αφορισμούς. Οι άνθρωποι πρέπει να δουν να βελτιώνεται το παρόν τους και να μην αισθάνονται ότι κινδυνεύει ότι μέλλον τους. Αλλιώς σε λίγα χρόνια ένας άλλος (ή άλλη) Λεπέν κάπου μπορεί να τα καταφέρει.
Στα καθ’ ημάς:
Σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων, που είδε τη ζωή του να υποβαθμίζεται, δεν στράφηκε προς κάποιον τύπου Λεπέν (η Χρυσή Αυγή είναι μια μάλλον περιθωριακή δύναμη). Στράφηκε προς τ’ αριστερά. Ναι, το «παρέσυρε» ο λαϊκισμός του Τσίπρα και των συν αυτώ, αλλά υπήρχαν και αντικειμενικά δεδομένα που ο λαϊκισμός αυτός έπιασε τόπο.
Η διαφαινόμενη ήττα Τσίπρα δεν θα οδηγήσει σε ακραίες-προς τα δεξιά- λύσεις. Το παραδοσιακό κόμμα της Δεξιάς, η ΝΔ, παραμένει ισχυρό και θα είναι, κατά τα φαινόμενα, η εναλλακτική.
Όμως, αυτή η εναλλακτική πρέπει αυτή τη φορά να αποδειχθεί και αποτελεσματική. Η ζωή των ανθρώπων, που είναι ευεπίφοροι στις σειρήνες του λαϊκισμού, πρέπει να αρχίσει να βελτιώνεται. Για να μην έχουμε, στην επόμενη φάση, κάποιον τύπου Λεπέν ισχυρό όσο στη Γαλλία.
Γι’ αυτό, όσοι εύχονται ή προσδοκούν ολοκληρωτική αποτυχία της σημερινής κυβέρνησης δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία ούτε στην επόμενη κυβέρνηση ούτε στη χώρα. Ο Τσίπρας είχε συμφέρον το 2014 να πετύχει η κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου, για να έχει καλύτερες προϋποθέσεις η δική του διακυβέρνηση. Δυστυχώς, δεν το κατάλαβε(ή το πάθος για την εξουσία δεν τον άφησε να περιμένει λίγο περισσότερο) και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε. Αντιστοίχως, σήμερα ο Μητσοτάκης και όποιοι άλλοι φιλοδοξούν να διαδεχθούν τη σημερινή κυβέρνηση έχουν συμφέρον να πετύχει στοιχειωδώς ο Τσίπρας. Γιατί, αλλιώς, αυτό που θα τους παραδώσει μπορεί να μην είναι ανατάξιμο. Μόνον οι φανατικοί και οι αμέτρως εξουσιομανείς μπορεί να σκέφτονται αλλιώς.
Αν και η περίπτωση της Γαλλίας δεν έχει και πολλή σχέση με τα καθ’ ημάς, κάποια μαθήματα μπορούμε να πάρουμε. Αν και είναι προτιμότερο να τα πάρουμε από τα δικά μας παθήματα. Και όχι να ψάχνουμε εκ των υστέρων δικαιολογίες. Διότι, σύμφωνα με μια ρήση αποδιδόμενη στον Ιούλιο Καίσαρα, «όλα τα κακά προηγούμενα ξεκινούν σαν δικαιολογημένες ενέργειες».