Το φαινόμενο της διαπλοκής ούτε σημερινό είναι ούτε αποκλειστικά ελληνικό. Η ελληνική διαπλοκή, όμως, έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Τα περισσότερα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης ήταν προσκολλημένα σε κομματικές παρατάξεις και ήταν κρατικοδίαιτα. Ετσι, οι κυβερνήσεις επιδίωκαν τον έλεγχό τους και τα ίδια τα μέσα φρόντιζαν να εξαργυρώνουν ποικιλοτρόπως την υποστήριξη που παρείχαν.
Αυτός είναι ο ορισμός της διαπλοκής, η οποία εντάθηκε και έγινε πιο ευκρινής στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, όταν στο παιχνίδι μπήκαν τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια.
Οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης διαπλέκονταν, άλλοτε ανοιχτά και άλλοτε συγκεκαλυμμένα, με τους επιχειρηματίες των ΜΜΕ, με αμοιβαίο όφελος. Φυσικά, σε όλα αυτά υπήρχε διαβάθμιση. Aλλη ήταν η διαπλοκή του εργολάβου που έπαιρνε δημόσια έργα και ήταν ιδιοκτήτης τηλεοπτικού σταθμού και εφημερίδας και άλλη ενός απλού εκδότη, που επιδίωκε μόνο την κρατική διαφήμιση. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, που κυβέρνησαν 40 χρόνια, απέκτησαν δεσμούς αίματος με τη διαπλοκή. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Απόπειρες ελέγχου μέσων ενημέρωσης έγιναν αρκετές, όχι πάντα με επιτυχία.
Δυο παραδείγματα:
1. Στη δεκαετία του ’80 ο Ανδρέας Παπανδρέου, επειδή δεν εμπιστευόταν τους παραδοσιακούς εκδότες, επιχείρησε δυο φορές να αποκτήσει δικό του Τύπο. Τη μια με τον επαρχιακό εκδότη Πώποτα και την άλλη με τον Κοσκωτά. Απέτυχε και τις δύο φορές.
2. Αμέσως μετά, στις αρχές τη δεκαετίας του ’90, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συγκρούστηκε σφοδρά με τους ιδιοκτήτες της «Καθημερινής» και του ΣΚΑΙ (οικογένεια Αλαφούζου) και αργότερα κατάγγειλε ότι στην πτώση της κυβέρνησής του συμμετείχε ο προμηθευτής του Δημοσίου και μιντιάρχης (τότε) Σωκράτης Κόκκαλης.
Ο Αλέξης Τσίπρας είχε, ιδιαίτερα από τότε που έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης (2012), για ψωμοτύρι τις καταγγελίες εναντίον της διαπλοκής και της μιντιοκρατίας. Όμως, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, είχε ήδη αρχίσει τα νταραβέρια μαζί της (εδώ).
Οταν έγινε Πρωθυπουργός συνέχισε τις καταγγελίες, αλλά παράλληλα συνέχισε και τα νταραβέρια, όπως κατάγγειλε δημόσια η άλλη πλευρά, αφού εν τω μεταξύ η συμφωνία χάλασε (εδώ).
Η πιο τρανταχτή απόπειρα ελέγχου των ισχυρότερων μέσων ενημέρωσης έγινε με την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών. Θύμισε κάπως την περίπτωση Κοσκωτά, αφού η σημερινή κυβέρνηση χρησιμοποίησε έναν φιλικό του επιχειρηματία (Καλογρίτσας), αλλά το προ μηνών εγχείρημα ήταν σαφώς μεγαλύτερου βεληνεκούς. Απέτυχε, επί του παρόντος.
Εκεί που φαίνεται ότι μπορεί να πετύχει είναι ο έλεγχος του ΔΟΛ. Οσα είχε τότε απαιτήσει ο Τσίπρας και αρνήθηκε ο Ψυχάρης (αποκλεισμό δημοσιογράφων του Mega, αλλαγή διευθυντών στις εφημερίδες ΒΗΜΑ και ΝΕΑ) φαίνεται ότι θα γίνουν τώρα, αν ευοδωθεί το σχέδιο σωτηρίας του ΔΟΛ δια του κ. Μουλόπουλου, ανθρώπου του κ. Τσίπρα και κουμπάρου του κ. Ψυχάρη.
Ο Πρωθυπουργός και οι συν αυτώ επιδιώκουν να διαπλακούν και δεν το κρύβουν. Με μόλις δύο χρόνια στην εξουσία κοντεύουν να ξεπεράσουν τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ σε νταραβέρια με την παραδοσιακή διαπλοκή και-ποιος ξέρει;- μπορεί να καταφέρουν να δημιουργήσουν και νέα. Για έναν Πρωθυπουργό, που κατάφερε τόσο γρήγορα να προσεταιρισθεί -ουσιαστικά να καθυποτάξει, εκμεταλλευόμενος την οικονομική τους κατάρρευση- τους δυο βασικούς πυλώνες της παραδοσιακής διαπλοκής (Μπόμπολας, Ψυχάρης), η επιτυχία είναι αδιαμφισβήτητη.
Η διαπλοκή της πρώτης φοράς Αριστεράς ήταν ταχύτατη και πετυχημένη. Ο κ. Τσίπρας ρητορεύει εναντίον της διαπλοκής των άλλων και προωθεί θαυμάσια τη δική του. Η οποία είναι -και γι’ αυτό το λόγο- απεχθέστερη.