Την ημέρα της επετείου δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη, μπήκα στο youtube για να δω σχετικό αρχειακό υλικό. Το πρώτο βίντεο που παρακολούθησα ήταν η συγκλονιστική δήλωση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στη Βουλη. Κι έπειτα, όπως συμβαίνει πάντα, το ένα βίντεο έφερε το άλλο και κάπως έτσι, βρέθηκα να παρακολουθώ συνεδριάσεις της Βουλής, 30 χρόνια πίσω. Και αβίαστα εντελώς, μ’ έπιασε απελπισία. Εικόνα και λόγος που αν δεν ήταν ίδια η γλώσσα και η αίθουσα, δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως μιλάμε για την ίδια χώρα. Ευπρέπεια. Ευπρέπεια στην όψη, αλλά και στην αντιπαράθεση.
Κι ύστερα αυτό που είδαμε τη Δευτέρα. Αλλο ένα μαραθώνιο φεστιβάλ εξυπνακισμού, μια θλιβερή μάχη για τις εντυπώσεις, μια ανηλεής κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας. Ο ένας αναρωτήθηκε «πώς λέγεται αυτό εις την αγγλιστί», ο άλλος έβαλε τον Ρουσσώ να θεμελιώνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών κι αυτά είναι δύο μόνο –τα πιο ανώδυνα ίσως– απ’τα άπειρα μαργαριτάρια που ακούστηκαν κι απόψε.
Κι έπειτα, το ύφος. Θα μπορούσε κάθε φράση σχεδόν να τελειώνει μ’ εκείνο το «ναούμ» που άκουγες παλιά από κάτι βαρύμαγκες σε παρακμιακά καφενεία. Ναούμ και κομπολόι και τζούρα σφυριχτή απ’το φλιτζάνι, να πάμε παρακάτω. Μια κουβέντα τέλος πάντων, που, αν κλείσεις τα μάτια, δεν φαντάζεσαι πως μπορεί να προέρχεται από κοινοβούλιο ευρωπαϊκής χώρας. Το συζητούσα νωρίτερα με έναν συνάδελφο, μεγαλύτερο στην ηλικία κι εκείνος υποστήριζε πως έχω άδικο και τα λέω αυτά επειδή, λόγω ηλικίας, δεν θυμάμαι καλά το «βρώμικο ’89» στη Βουλή. Μπορεί και να είναι έτσι κι αν πράγματι ισχύει αυτό, εσείς οι κατά τι μεγαλύτεροι, συγχωρέστε την άγνοιά μου. Oπως και να ‘χει, αυτό που ζούμε είναι ξεπεσμός.
Ακουσα τον κ. Μητσοτάκη να επικαλείται νωρίτερα μια φράση της Χίλαρι Κλίντον, κατά τη δεύτερη τηλεμαχία με τον Ντόναλντ Τραμπ, που πράγματι ακούγοντάς τη από την υποψήφια των Δημοκρατικών, εντυπωσιάστηκα. «Οταν οι άλλοι πέφτουν χαμηλά, εσύ να συνεχίζεις προς τα πάνω» είπε. Το θέμα είναι πως παρατηρώντας το ύφος των τοποθετήσεων και του κ. Μητσοτάκη, όπως και του Πρωθυπουργού, δεν βλέπω να προσπαθεί κανείς να βάλει φρένο στον κατήφορο. Υπάρχει πάντα βέβαια και το ενδεχόμενο να έχουν αντιληφθεί τα επικοινωνιακά τους επιτελεία πως στο ακροατήριο που απευθύνονται αυτή η συνταγή έχει πέραση. Θες έτσι, θες αλλιώς, αντί να ξεπεράσουμε το σύνδρομο του καβγά στα τηλεοπτικά πάνελ, κάναμε τηλεπαράθυρο τη Βουλή. Αλλά δεν βαριέσαι… Οπως μου έλεγε κι ένας φίλος πριν από λίγο, ποιος ασχολείται με τη Βουλή, όταν έχει μπάλα;