Οι δημοσκοπήσεις που διενεργούνται εκτός εκλογικής περιόδου δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα. Είναι λογικό. Διότι αλλιώς απαντάει ο ψηφοφόρος όταν ξέρει ότι οι εκλογές είναι μακριά και αλλιώς όταν επίκεινται. Στο παρελθόν έχουμε δει μεγάλες (μη αναμενόμενες) ανατροπές.
Οι δημοσκοπήσεις, όμως, προσφέρουν στοιχεία που δείχνουν την εξέλιξη της διάθεσης των ψηφοφόρων των κυβερνητικών κομμάτων. Και αυτών η διάθεση είναι που έχει σημασία, διότι αυτοί κρίνουν αν μια κυβέρνηση θα καταρρεύσει ή αν έχει ελπίδες να το παλέψει. Τα ευρήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων πέντε φορέων (ALCO, MRB, Κάπα Research, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Marc) συμφωνούν ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ του Σεπτεμβρίου του 2015:
1. Σε ποσοστό άνω του 50% δηλώνουν ότι ΣΗΜΕΡΑ είναι αποστασιοποιημένοι από το κόμμα τους (είναι ο δείκτης «συσπειρώσεις»).
2. Σε ποσοστό από 20% έως 30%, ανάλογα με τη μέτρηση, δεν δηλώνουν τι θα ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές (οι δημοσκόποι τους καταγράφουν ως «αναποφάσιστους», «αδιευκρίνιστη ψήφο», «δεν ξέρω, δεν απαντώ», «αποχή»).
Η πιο απλή εξήγηση είναι (όχι απαραιτήτως δημοσκοπική, αλλά) μάλλον ψυχολογική. Οι άνθρωποι αυτοί «ντρέπονται» σήμερα να εκδηλώσουν την προτίμησή τους. Και έχουμε να κάνουμε με μια διπλή «ντροπή». «Ντρέπονται» όσοι σκοπεύουν να ξαναψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο και όσοι έχουν αποφασίσει να τον εγκαταλείψουν. Γι’ αυτό δεν μιλούν.
Δικαιούνται να «ντρέπονται»; Βεβαίως, ο ψηφοφόρος δεν παντρεύεται ένα κόμμα, επειδή το ψήφισε μια-δυο φορές. Και είναι δικαίωμά του -αλίμονο!- να το εγκαταλείψει. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση έχουμε δύο αδιαμφισβήτητα δεδομένα, που δεν μπορούν να δικαιολογήσουν αυτήν την «ντροπή».
Πρώτον, οι ψηφοφόροι αυτοί δεν μπορούν να επικαλούνται «άγνοια». Αυτό μπορεί ίσχυε τον Γενάρη του 2015, όταν πρωτοπήγαν στην κάλπη. Ισως μέχρι τότε να νόμιζαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε το μαγικό ραβδί, που θα γέμιζε τα ταμεία της χρεοκοπημένης Ελλάδας και αμέσως μετά θα μοίραζε αβέρτα χρήμα. Αυτό, όμως, δεν ίσχυε τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, όταν ξαναπήγαν στην κάλπη. Μέσα στους οκτώ μήνες της πρώτης διακυβέρνησης είδαν, έπαθαν και (πρέπει να) έμαθαν.
Δεύτερον δεν μπορούν να επικαλούνται «παραπλάνησή» τους. Ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ πήγαν στις δεύτερες εκλογές με σαφή δείγματα. Πέταξαν στα σκουπίδια όσα είχαν πει στις πρώτες, συμφώνησαν σε όλα με τους επάρατους δανειστές, πήραν πίσω όλες τις υποσχέσεις τους. Επομένως, η καλόβολη δικαιολογία «πίστευα ότι τουλάχιστον ένα από τα τα δέκα που είχε υποσχεθεί θα το έκανε» δεν στέκει. Οσοι την επικαλούνται είναι απλώς (αμετ)ανόητοι.
Στην πολιτική δεν υπάρχουν ανώδυνες επιλογές. Πόσο μάλλον «αθώοι» ψηφοφόροι. Ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ δεν έκρυψαν ότι μετέβαλαν πολιτική. Σε ορισμένες περιπτώσεις το έκαναν με κυνισμό. Οσοι έβλεπαν μόνο τα φτιασίδια που χρησιμοποιούσαν καλά να πάθουν. Δική τους είναι η ευθύνη και δεν δικαιούνται να την μεταβιβάζουν. Αυτοί οι ψηφοφόροι μπορεί σήμερα να «ντρέπονται» για τις επιλογές τους και γι’ αυτό να μη μιλάνε στις δημοσκοπήσεις. Ομως, για την ντροπή το έχει πει καλύτερα ο γάλλος δοκιμιογράφος Μισέλ ντε Μοντέν (εξελληνισμένα Μονταίνιος): «Ας μην ντρεπόμαστε να πούμε αυτό που δεν ντρεπόμαστε να σκεφτούμε».