Και ξαφνικά, εκεί που τίποτα δεν συμβαίνει και έχεις ήδη εξοικειωθεί με αυτό, έρχεται μια ολυμπιακή επιτυχία, ένα πρόσωπο καθαρό, μια ματιά που καθρεφτίζει ψυχή και προσπάθεια αδιαφήμιστη, ακούς τον πρώτο στίχο του Σολωμού «σε γνωρίζω από την κόψη…», και το «τίποτα» αρχίζει μέσα σου όμορφα να ταρακουνιέται λιγάκι.
Είμαι σίγουρος πως στην καθημερινή μας ζωή, υπάρχουν χιλιάδες νέοι ή και όχι τόσο νέοι πια άνθρωποι, που ανοικτά και έμπρακτα αμφισβητούν και λίγο-λίγο αποκαθηλώνουν αυτό το καρκινογόνο τίποτα. Η ζωή τους προχωρά με προσπάθεια. Που σε ένα περιβάλλον άρρωστο την καθιστά ακόμα πιο δύσκολη. Επιτυγχάνουν όμως πράγματα, κάποιοι διαπρέπουν κιόλας, κι ας τους τιμωρούν αντί να τους ανταμείβουν.
Ο καθρέφτης της επικαιρότητας, που λένε ότι είναι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σπάνια βρίσκουν και αναδεικνύουν αυτές τις μικρές και μεγάλες εστίες δημιουργίας και προκοπής.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες όμως είναι από μόνοι τους ένα μεγάλο γεγονός και δεν μπορείς να μην το καλύψεις. Eνας λαός τίγκα στην κατάθλιψη κάθεται μπροστά στις τηλεοράσεις του και ανακαλύπτει πρόσωπα και αθλήματα που ίσως και να πίστευε πως για αυτόν ήταν ανύπαρκτα. Είμαστε, βλέπετε, ένας λαός μαθημένος στα αθλήματα που νομίζουμε πως είναι πλασμένα για μας.
Σιγά μη κάτσουμε να δούμε σκοποβολή με πιστόλι, που μάλιστα το κρατά κορίτσι. Σιγά μη χάσουμε το δειλινό του 15Αύγουστου για ενόργανη γυμναστική, και δη με αγόρι, στους κρίκους. Πού ακούστηκε;
Αλλά, κάτι μας κράτησε εκεί, στην οθόνη μπροστά. Σαν σήμα μορς μεταδόθηκε, από τηλέφωνο σε τηλέφωνο, από sms σε sms, από chat σε chat, tweet σε tweet, ανάρτηση στο facebook, ό,τι ένα παλικάρι δικό μας πάει για χρυσό.
Αυτή που περιγράφει το αγώνισμα, είναι ελάχιστα πιο σχετική απ’ ό,τι εμείς που λαχταρούμε να μάθουμε σε ποια βολή της Κορακάκη θα έχουμε το χρυσό στη τσέπη, ή πόσοι αντίπαλοι μετά τον Πετρούνια έχουν ρεαλιστικά πιθανότητα να περάσουν τους 16.000 βαθμούς του δικού μας και να του στερήσουν τη πρωτιά.
Ο Βραζιλιάνος Αρτούρ Ζανέτι, που αγωνίστηκε τελευταίος, μέσα στο δικό του σπίτι που φλεγόταν από ενθουσιασμό, εμένα μου φάνηκε αλάνθαστος. Και παραξενεύτηκα όταν είδα τον Πετρούνια, αμέσως μετά την άψογη ολοκλήρωση της προσπάθειας του αντιπάλου του, να χαμογελά σαν νικητής.
Ο αθλητής μας, βέβαια, ήξερε ότι ο Ζανέτι δεν ήταν άψογος. Oτι είχε κάνει, όπως είπε αργότερα, δυο-τρία λάθη, και του είχε φύγει λιγάκι και το ένα πόδι στην προσγείωση.
Εμείς, βλέπαμε αυτό που δεν ξέρουμε. Το άθλημα, μας ήταν άγνωστο. Ο αθλητής όμως δικός μας. Eνα πρόσωπο επάνω στο οποίο θαρρείς και ακουμπούσε όλη η Ελλάδα, και ευτυχώς δεν ήταν φέρετρο! Σουρεαλιστικό. Iσως και προσβλητικό. Αλλά έτσι ήταν.
Αναμέναμε τη δικαίωση μιας πραγματικής προσπάθειας. Με αγωνία απερίγραπτη. Και χωρίς να καταλαβαίνουμε τους κανόνες της ενόργανης γυμναστικής. Τουλάχιστον αυτό όμως, το απλό που δεν είναι, το δύσκολο που φαίνεται πανεύκολο, το να μένεις ακίνητος στον αέρα, παράλληλος ή κάθετος με το έδαφος, το σχοινί σαν να γίνεται ατσάλι κι ο κρίκος φυσική επέκταση της λαβής των χεριών, καταλαβαίναμε ότι είχε πίσω του δουλειά σκληρή, αφοσίωση, θυσία, πειθαρχία, μεράκι και πολλή πίστη.
Αυτά, άσχετοι εμείς από τις λεπτομέρειες του κάθε αθλήματος, βλέπαμε να ζωντανεύουν τη στιγμή που η Αννα πατούσε τη σκανδάλη και ο Λευτέρης τεντωνόταν στον αέρα και έπειτα προσγειωνόταν καρφί.
Αυτά ήταν η Ελλάδα που λαχταρούσαμε να ανεβεί στο βάθρο. Η προσπάθεια. Ο κόπος. Το όχι τυχαίο. Το όχι επιδοτούμενο. Το όχι κεκτημένο. Και όταν επιβεβαιώσαμε, ακούγοντας τις πρώτες νότες του ύμνου, ότι αυτά πράγματι ήταν εκεί, στο πιο ψηλό βάθρο, ο κόμπος τότε στο λαιμό έφερε δάκρυ, το «μπράβο» βγήκε διακεκομμένο, και κάτι μέσα μας σπαρτάρισε όμορφα. Συγκίνηση.
Εποχές που επικρατεί και προβάλλεται το τίποτα, επιτέλους επιβραβεύτηκε το κάτι.