Η πρόσφατη συνέντευξη του Νίκου Παππά σε ξένο δημοσιογράφο, όπου ο έλληνας υπουργός ομιλεί την αγγλική σε επαρκές μεν επίπεδο αλλά με έντονη ελληνική προφορά, στάθηκε αφορμή για μερικές σκέψεις.
Η σωστή προφορά στις ξένες γλώσσες είναι θέμα που πονάει. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Δεν είναι μικρή η φυσική δυσκολία να προσαρμόσεις τους μυς της γνάθου σε κινησιολογία διαφορετική από αυτή που έχουν συνηθίσει προφέροντας τους φθόγγους της μητρικής. Πολλές φορές η προσπάθεια να μιλήσεις μια ξένη γλώσσα, πέρα από τη νοητική δυσκολία που συνεπάγεται για κάποιον που έχει ανατραφεί ως μονόγλωσσος, αποβαίνει και οδυνηρή σωματικά: οι μυς του στόματος πονούν κυριολεκτικά. Καταπονούνται διότι πολλοί από αυτούς τους δεκάδες μικροσκοπικούς ιστούς δεν χρησιμοποιούνται καν στην εκφορά της ελληνικής και παραμένουν ανενεργοί, χρειάζεται όμως να επιστρατευτούν για να ομιληθεί ορθά η ξένη γλώσσα.
Πέρα από τις παραπάνω αντικειμενικές δυσκολίες, στη σωστή προφορά υπεισέρχεται ο παράγοντας της κουλτούρας και των πολιτισμικών προκαταλήψεων. Κάθε γλώσσα φέρει ένα ορισμένο μεταγλωσσικό φορτίο πολιτισμικών νοημάτων και σημασιών, που επηρεάζουν την εκμάθηση και διάδοσή της. Τα γαλλικά θεωρούνται παραδοσιακά στην Ελλάδα η κατεξοχήν φλώρικη γλώσσα, που η σωστή προφορά τους θηλυκοποιεί και εκπουστεύει τον ομιλητή. Αυτό συνέβη βαθμιαία κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο και την επικράτηση των αγγλικών ως βασικής ξένης γλώσσας στην Ελλάδα, εξαιτίας και των πολιτικών εξελίξεων («στου Στρατηγάκη την αυλή»).
Ο σωστός άνδρας, ο πλήρης Ελληνας, δεν απεμπολεί τη μητρική προφορά ακόμα και όταν για λόγους ανάγκης μεταχειρίζεται έναν αλλότριο κώδικα επικοινωνίας
Πριν από τον πόλεμο η γαλλική ήταν η γλώσσα της καλής κοινωνίας, η γλώσσα της αστικής τάξης, σύμβολο κύρους και μηχανισμός κοινωνικοταξικής διάκρισης. Ο χαρακτήρας της ως γλώσσας πολυτελείας (και άρα θηλυπρεπούς) ενισχύθηκε μεταπολεμικά από τον υποβιβασμό της στη δεύτερη θέση προτιμήσεων. Σήμερα αν ένα παιδάκι κάνει ότι πάει να μιλήσει στο σχολείο γαλλικά με προφορά, θα υποστεί την έντονη καζούρα των συμμαθητών του. Πλέον αυτή η σύνδεση γαλλικής προφοράς και φλωριάς έχει εσωτερικευτεί σε τέτοιο βαθμό ώστε, ακόμα και όταν κάποιος γαλλομαθής βρεθεί ανάμεσα σε γαλλόφωνους, θα τα μιλήσει με προφορά «πειραγμένη» (νέγρικη / μαγκρεμπίνικη) και όχι δανδήδικη πρωτευουσιάνικη.
Για τα αγγλικά ισχύουν τα ίδια αλλά σε αισθητά μικρότερο βαθμό. Η αγγλική είναι η λίνγκουα φράνκα των μπίζνες και του εμπορίου, των ανθρώπων της δουλειάς, όχι των αργόσχολων. Ως εκ τούτου η ορθή ομιλία της φέρει πολύ λιγότερες συνδηλώσεις φλωριάς σε σύγκριση με τη γαλλική. Εντούτοις, αν και αποδυναμωμένο, το στοιχείο αυτό δεν εξαφανίζεται εντελώς. Μια μικρή καζούρα περιμένει το παιδάκι που θα προσπαθήσει να μιλήσει με προφορά, ιδίως βρετανική οξφορδιανή – ή τέλος πάντων αυτή που διδάσκουν οι καθηγητές αγγλικής στην Ελλάδα.
Η αλλαγή προφοράς, η μετάπτωση από ελληνική σε ξένη (ας είναι και η γερμανική, η θεωρούμενη παραδοσιακά ως τραχιά και αρρενωπή) συνεπάγεται, σε ορισμένα ομιλιακά περιβάλλοντα, την συμβολική αποψίλωση του ανδρισμού ενός άρρενος ομιλητή. Είναι σαφής ο σύνδεσμος γλώσσα-εθνικισμός-ανδροπρέπεια. Ο σωστός άνδρας, ο πλήρης Ελληνας, δεν απεμπολεί τη μητρική προφορά ακόμα και όταν για λόγους ανάγκης μεταχειρίζεται έναν αλλότριο κώδικα επικοινωνίας. Θα μιλήσει την ξένη γλώσσα σαν να μιλά ελληνικά: την αποδέχεται ως εργαλείο και την ίδια στιγμή την αποκηρύσσει. Εάν μιμηθεί και την προφορά της, διεκδικήσει δηλαδή την πλήρη κυριότητα της ξένης γλώσσας, είναι σαν να απεκδύεται την ελληνικότητά του και κατ’ επέκταση την ανδρικότητά του. Είναι «φράγκεμα». Θυμίζω εδώ το περίφημο «ownership» του μνημονίου ως απαίτηση των δανειστών, που θεωρήθηκε ταπεινωτική από την ελληνική κυβέρνηση. Στην εθνικιστική προκατάληψη προστίθεται η ιδεολογική: ομιλία μιας δυτικής («φράγκικης») γλώσσας με σωστή προφορά υποδηλώνει ότι ο ομιλητής ασπάζεται την φιλελεύθερη καπιταλιστική ιδεολογία της Δύσης. Αυτό στην μεταπολιτευτική Ελλάδα παραμένει προβληματικό. Έτσι εξηγείται εν μέρει το παράδοξο φαινόμενο οι έλληνες να είναι σχετικά ψηλά στους δείκτες γλωσσομάθειας αλλά ελλιπείς ως προς την ορθή προφορά τους.