Τον Ιούλιο του 2013, ο Μίκαελ Μάρτενς, δημοσιογράφος της Frankfurter Allgemeine Zeitung, ήρθε στην Αθήνα για να πάρει συνέντευξη από τον αρχηγό της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα. Παρούσα στη συνάντηση ήταν και η συνεργάτιδα του κ. Τσίπρα, η Δανάη Μπαντογιάννη.
Η συνέντευξη δεν πήγε καλά. Ο κ. Τσίπρας εκνευρίστηκε από τις ερωτήσεις του Γερμανού τις οποίες θεώρησε ανακριβείς ή κακόβουλες. Και όμως, οι ερωτήσεις είχαν βασιστεί είτε σε προηγούμενες δηλώσεις του κ. Τσίπρα, είτε σε δημοσιεύματα της «Αυγής». Ρωτήθηκε, για παράδειγμα, ο κ. Τσίπρας αν όντως πιστεύει ότι η Ανγκελα Μέρκελ θέλει να μετατρέψει την Ελλάδα σε αποικία ή ότι το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία υπέστειλαν την ελληνική σημαία υπέρ γερμανικών συμφερόντων. Ο κ. Τσίπρας ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε έκανε αυτές τις δηλώσεις. Ο Γερμανός είχε στοιχεία, λέξεις σε εισαγωγικά και διευθύνσεις στο youtube. Ε, η συνομιλία τερματίστηκε άδοξα, όχι όμως και το ρεπορτάζ.
Σύμφωνα με όσα κατήγγειλε ο Γερμανός, δέχθηκε τηλεφώνημα από την συνεργάτιδα του κ. Τσίπρα η οποία, σε πιεστικό ύφος, ζήτησε να μάθει αν συνομίλησε με τον διευθυντή της «Καθημερινής» Αλέξη Παπαχελά ή με άλλους δημοσιογράφους της εφημερίδας. Προφανώς στον ΣΥΡΙΖΑ θεώρησαν ότι ο Μάρτενς είχε «προετοιμαστεί» καταλλήλως από τη «διαπλοκή». Κάποιος του άνοιξε την «Κερκόπορτα» που οδηγούσε σε ενοχλητικές λεπτομέρεις. Ο Μάρτενς είπε στην κυρία Μπαντογιάννη ότι δεν συνομίλησε με κανένα δημοσιογράφο της «Καθημερινής». Μάλλον δεν την έπεισε. Οπως έγραψε στην εφημερίδα του, η κυρία Μπαντογιάννη τηλεφώνησε σε δημοσιογράφους της «Καθημερινής», ρωτώντας αν γνωρίζουν κάτι για το θέμα. Στη συνέχεια έστειλε ένα e-mail στη διεύθυνση της FAZ, με παράπονα για το ύφος του δημοσιογράφου που έκανε ερωτήσεις βασισμένες σε φήμες. Η απάντηση του Μάρτενς ήταν καταιγιστική. Παρέθεσε αναλυτικά τα στοιχεία πάνω στα οποία στήριξε τις ερωτήσεις του. Αλλωστε η συζήτηση ήταν ηχογραφημένη.
To θέμα τελείωσε εκεί. Και οι δύο πλευρές διδάχθηκαν κάτι χρήσιμο. Ο Γερμανός έμαθε πως όσα λέμε στην Ελλάδα, δεν σημαίνει απαραιτήτως και ότι τα εννοούμε. Κοινώς δεν θα πάρεις στα σοβαρά το απόσπασμα μίας προεκλογικής ομιλίας. Εκεί ο ηγέτης έχει εκστασιαστεί και λέει και μια κουβέντα παραπάνω. Εμείς εδώ το ξέρουμε. Εξω τώρα το μαθαίνουν.
Στον ΣΥΡΙΖΑ έμαθαν ότι για τον σοβαρό ξένο Τύπο, οι δηλώσεις που κάνεις καταχωρούνται σε έναν φάκελο ο οποίος σε ακολουθεί για πάντα. Στην πραγματική δημοσιογραφία δεν υπάρχει το «οι δηλώσεις μου παρερμηνεύτηκαν» ή το «κοιτάξτε να δείτε, δεν είναι ακριβώς έτσι». Προφανώς ο Νίκος Παππάς δεν ήταν τότε στην Κουμουνδούρου. Για αυτό και, απέναντι στον Γερμανό, συμπεριφέρθηκε λες και έχει μπροστά του Ελληνα. Οφείλουμε να είμαστε επιεικείς απέναντί του. Aλλωστε υπάρχουν σημεία που ο Γερμανός γίνεται προκλητικός -το λέει και ο τίτλος της εκπομπής του. Ας πρόσεχε ο Παππάς, όφειλε να το αντιμετωπίσει. Ομως θα μπορούσε να συμβεί στον οποιοδήποτε. Και, εδώ που τα λέμε, η ευθύνη δεν είναι πρωτίστως των ελλήνων πολιτικών. Είναι των ελλήνων δημοσιογράφων.
[Για όσους δεν παρακολούθησαν την υπόθεση: ο Νίκος Παππάς εκνευρίστηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχωρούσε σε γερμανό δημοσιογράφο της Deutsche Welle. (Διαβάστε αναλυτικά εδώ, ή συνεχίστε στο άρθρο που ακολουθεί.)]
Όπως όλα τα πράγματα, έτσι και η δημοσιογραφία, στη χώρα μας γίνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αρκετά ιδιόμορφο. Όχι πώς έχουμε κακούς δημοσιογράφους. Απλώς αποδεχόμαστε φαινόμενα που εκπορεύονται από τις «ειδικές» συνθήκες της αγοράς και τα ήθη της πιάτσας. Προσωπικές σχέσεις, ατζέντες, φοβίες και φιλοδοξίες διαπλέκονται πάνω σε ρόλους που δεν είναι πάντα ευδιάκριτοι. Δείτε πόσοι δημοσιογράφοι πολιτεύονται στην Ελλάδα και πόσοι σε άλλες χώρες της Δύσης. Εδώ δημοσιογραφία και πολιτική είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Δεν είναι σπάνιο δημοσιογράφοι να κάνουν πολιτική και πολιτικοί να κάνουν δημοσιογραφία.
Ούτε είναι πάντα εύκολο για τον δημοσιογράφο να μετατρέπει τις ερωτήσεις σε βέλη. Ενας «σκληρός» δημοσιογράφος συχνά απομονώνεται από το περιβάλλον το οποίο καλύπτει. Από ένα σημείο και μετά δεν θα έχει πηγές. Προς Θεού, δεν συμβαίνει με όλους. Όμως συμβαίνει. Ομοίως, η δημοσιογραφική πιάτσα είναι σπαρμένη με περιπτώσεις ανθρώπων που έχασαν τη δουλειά τους επειδή κάποιος πολιτικός τηλεφώνησε στο αφεντικό τους.
Το κυριότερο: δεν υπάρχει καλή πίστη, οι προθέσεις υπόκεινται πάντα σε έλεγχο. Ο δημοσιογράφος που υποβάλλει σκληρές ερωτήσεις είναι εξ ορισμού κατευθυνόμενος. Από ποιους; Από τον εργοδότη του, από συμφέροντα, από αντίπαλους πολιτικούς χώρους. Και η συνείδηση του; Μα, για την κυρίαρχη ελληνική αντίληψη, η δημοσιογραφική συνείδηση είναι ελαστική ή, τέλος πάντων, απαξιώνεται όταν τοποθετείται απέναντι από τις θέσεις μας. Κάπως έτσι, στην Ελλάδα της κρίσης παρακολουθήσαμε μέσα και δημοσιογράφους που ήταν ανοιχτά στρατευμένοι υπέρ του «αντιμνημονιακού μετώπου», να εγκαλούν συναδέλφους τους ως δωσίλογους και γερμανοτσολιάδες. Δούλευε ο άλλος σε κομματικό μέσο και ταυτοχρόνως διεκδικούσε την εκπροσώπηση της αδέσμευτης δημοσιογραφίας. Αλλά και από την αντίθετη πλευρά, βλέπεις εμβληματικά δημοσιογραφικά μέσα να αλλάζουν γραμμή από τη μία μέρα στην άλλη και ευλόγως απορείς τι απέγιναν οι θέσεις και οι ιδέες.
Δεν είμαστε μία κανονική χώρα για να κάνουμε και μία κανονική κουβέντα. Αδίκως, λοιπόν, πέφτει μομφή στον Νίκο τον Παππά. Συμπεριφέρθηκε με βάση τους κανόνες που ξέρει και τα ήθη του δημοσίου βίου. Στην πραγματικότητα το λάθος είναι του Γερμανού και όλων των ξένων μέσων και δημοσιογράφων. Αφού ξέρουν τι συμβαίνει εδώ, γιατί στο διάολο κάθονται και ασχολούνται;