Η κυρία ήταν καλλιτεχνίζουσα άρα μοιραία αριστερίζουσα. Γιατί; Σε τούτον τον τόπο, οι πολιτικές ταμπέλες είναι, όπως οι θέσεις σε λεωφορείο καλοκαιρινού δρομολογίου για μπάνια. Oποιος προλαβαίνει κάθεται. Ετούτοι, πρόλαβαν και κάθισαν «αριστεροί» και καπάρωσαν όλη την «πνευματικότητα». Oπως οι προηγούμενοι κάθισαν «σοσιαλιστές» και καπάρωσαν τη δημοκρατία και οι πιο προηγούμενοι κάθισαν «δεξιοί» και καπάρωσαν τον γερμανοτσολιαδισμό. Και τους μεν οφείλουμε να τους προσκυνάμε ως μεσσίες της ανθρωπότητας (κι ας μην προέκυψαν), τους δε τους αφορίζουμε ως τους κακούς του έργου. Και η πλάκα είναι ότι το αποδέχονται με σκυμμένο κεφάλι.
Μην αναρωτηθείς γιατί θριαμβολογούν οι αριστεροί, ακόμα και τώρα, για μια ιδεολογία που δοκιμάστηκε στην πράξη και αποδοκιμάστηκε για το πόσο εγκληματικά λειτούργησε. Μην αναρωτηθείς γιατί, αφού καταγγέλθηκε κυρίως από τους ίδιους που την υπηρέτησαν, δεν το αντιληφθήκαμε ποτέ εμείς. Μη διανοηθείς να μελετήσεις, κάθε παράμετρο του πειράματος, εφόσον έχεις τη μέγιστη ευκαιρία της αρχής-μέσης-τέλος του. Μπορεί, διάβολε, πολλά στοιχεία να μας είναι χρήσιμα στην καπιταλιστική-καταναλωτική κοινωνία που έχουμε παραδοθεί αύτανδροι. Όχι, μην το κάνεις! Μη μελετήσεις την αριστερά με την καθοδηγητική ματιά του Κορνήλιου Καστοριάδη, για παράδειγμα. Όχι! Να τιμάς έτσι αορίστως-γενικώς κάτι απροσδιόριστα δοξασμένο. Eτσι τους συμφέρεις.
Η κυρία λοιπόν, καλλιτεχνίζουσα άρα αριστερίζουσα, κατευθύνθηκε σε σπουδές θεάτρου. Παράλληλα έλαβε ένα ξενοδοχείο κληρονομιά, στο κέντρο της Αθήνας. Θα είχε και για τα εγγόνια της, που λένε. Λάθος! Γιατί η Αθήνα παρέδωσε την τύχη της σε γενικώς και αορίστως αριστερίζοντες. Και κανένας, ποτέ, δεν είχε τα guts να επιβάλει τάξη και κανόνες πολιτισμού, μην και τον πούνε «χούντα», οι «έτσι γενικώς αριστερίζοντες». Και επί σειρά ετών, κατ΄έθιμον της «ιδεολογίας», έγραφαν μερικά πανό διαμαρτυρίας, με «γενικώς» αιτήματα. Και προμηθεύονταν και μπόλικα φραπόγαλα σε πλαστικά ποτήρια, (μην τους λείψει ο καφές εν ώρα διαμαρτυρίας) και περιφέρανε τις κοιλιές τους (που διόλου δεν έμοιαζαν σε ανθρώπους που πεινάγανε) κραδαίνοντας πανό «Πεινάμε» (χρόνια χρηματιστηρίου). Και για ενίσχυση των συνδικαλιστικών «πεινάμε», ρίχνανε και μερικοί άλλοι «γενικώς» μερικές μολότοφ. Και με τόσο απλό τρόπο ξεδοντιάστηκε η Αθήνα. Και κάπως έτσι κι όλη η χώρα. Και το ξενοδοχείο της κυρίας ακολούθησε την κακιά τη μοίρα. Και αυτός που το είχε αναλάβει δεν κατέβαλε ενοίκια. Και παραλλήλως ανέβαιναν στην μουσική μας σκηνή κυβερνήσεις-παραστάσεις-σωτήρες. Πότε ένας μιμούνταν τον μάγκα, που στόχευε τους «νταβατζήδες» σηκώνοντας το λάβαρο της επανάστασής του στο σουβλατζίδικο του Μπαιρακτάρη και μετά κοίταζε απαθώς ο αρμόδιος υπουργός του την Αθήνα να καίγεται, πότε κάποιος άλλος, έπαιζε το ρόλο του κλαμένου αιδοίου από το Καστελόριζο, αμέτοχος -και καλά- για το παρελθόν του δράματος. Ανοχή, ακυβερνησία, ανομία, απληστία, αμετροέπεια, νταραβεράκια, χάιδεμα των «γενικώς αριστεριζόντων» και απουσία κάθε αντανακλαστικού απέναντι στη συμφορά που φώναζε από μακριά ότι έφτανε κοντά. Και ως μπάλωμα στα μονίμως τρύπια κρατικά ταμεία, ξεπέταγαν κάθε φορά μια άλλη δικαιολογία φορολογίας, πάντα όμως ως «προσωρινή λόγω των άδειων ταμείων που άφησαν οι προηγούμενοι».
Ανοχή, ακυβερνησία, ανομία, απληστία, αμετροέπεια, νταραβεράκια, χάιδεμα των «γενικώς αριστεριζόντων» και απουσία κάθε αντανακλαστικού απέναντι στη συμφορά που φώναζε από μακριά ότι έφτανε κοντά.
Μια ζωή μαχόμασταν τον προηγούμενο και ποτέ τον κακό μας εαυτό. Και αυθόρμητα ξεπετάχτηκαν οι «Αγανακτισμένοι». Και ξεχύθηκε ο κόσμος στην πλατεία, χωρίς αρχικά κομματικές ταμπέλες. Μα δεν προκάνανε να εκφραστούνε, ήρθαν από κοντά και οι «γενικώς αριστερίζοντες» να πάρουν σειρά στους μάγους-σωτήρες. Και στους κόλπους τους βέβαια συντάχθηκε αμέσως η κυρία. Είχε ΕΝΦΙΑ στην πλάτη της για το άτιμο το ξενοδοχείο. Και έβρεξαν οι ουρανοί «Δεν πληρώνω». Και φύτρωσαν ψευδαισθήσεις. Και χαρήκαμε παραγωγή από μάγκες και τσαμπουκάδες. «Το δήλωσε ξεκάθαρα ο Τσίπρας» ησύχασε η κυρία. Και έσπευσαν επίσης να το επιβεβαιώσουν οι Βαρουφάκης, Παππάς, Σκουρλέτης, Φλαμπουράρης, Σταθάκης. «Καταργείται ο ΕΝΦΙΑ». Και τους ψήφισε με χέρια και πόδια. Και όταν της ζήτησαν και το «ΟΧΙ» της, το έδωσε με τυφλή πίστη και προθυμία και ανάρτησε και ένα σωρό πειστήρια φωτογραφίες. «Να μάθουν οι κωλοξένοι, τι σημαίνει Έλληνας!». Ξαναέζησε την επαναστατικότητα της εφηβεία της. Μπουνιές να δεις! Σαν της Ζωής! Στον αέρα! Αλλά δεν τον κατάργησαν τον ΕΝΦΙΑ. Κι άρχισε να «τα παίρνει». Κι έγινε η ψυχή της άδειο ξενοδοχείο. Σαν το ξενοδοχείο που της είχαν κληροδοτήσει και έχασκε έρημο σε ένα ακυρωμένο κέντρο χρωστώντας ΕΝΦΙΑ ενώ διεκδικούσε ανείσπρακτα ενοίκια. Χάος! Και μέσα σε όλα αυτά, για να δέσει ίσως το γλυκό μας, κατέφθασαν και στον τόπο μας ένα σωρό δυστυχισμένοι πρόσφυγες και μετανάστες. Ανέμελοι οι κυβερνώντες ως υποδοχείς. Κάπου θα λιάζονται, κάπου θα μένουν, κάπου θα εξαφανίζονται, κάπου-κάποιοι, εμείς πάντα καλοί, οι άλλοι πάντα κακοί.
Και η κυρία διοχέτευσε τον ψυχισμό της στους δυστυχισμένους. Και ασπάστηκε και όλες τις μανιέρες «Η γελοία Ευρώπη, οι δολοφόνοι». «Και τι πάει να πει Σύριοι ή Μαροκινοί ή Αφγανοί; Όλοι άνθρωποι είναι του Θεού», «Και δηλαδή έπρεπε να τους πνίγουμε;», «Και βέβαια θα τους φιλοξενούσα στο σπίτι μου!». Τι το΄θελε το τελευταίο; Ξεκίνησαν μερικοί αριστερίζοντες «γενικώς και αορίστως» και κατέλαβαν το ξενοδοχείο της κυρίας για να περιθάλψουν δυστυχισμένους. Έτσι γούσταραν! Έτσι έκαναν. Τι πάει να πει αλλουνού περιουσία; Και η κυρία ξεπέταξε αρχικά ένα like για την ενέργεια μέχρι που είδε το χάρο με τα μάτια της να μπουκάρει στο δικό της ξενοδοχείο. Κι απόμεινε έρμη και μόνη και αριστερίζουσα να φωνάζει τα δίκαια δίκια της στη γειτονιά του Facebook. Και σταυροκοπηθήκαμε κι όλοι εμείς για το τι ακόμα μπορεί να μας εύρει! Κι αφού κονταροχτυπήθηκε λεκτικά με τον κάθε έναν που έλεγε το μακρύ του και το κοντό του. Και αφού έφτασε όντως σε προσωπικό αδιέξοδο κι αντίδραση καμία. Κατέληξε! «Καλά τελικά τα λέει ο Κουτσούμπας!». Έσπασε δηλαδή το κοντέρ της προσωπικής της πολιτικής διαδρομής ψήφου! Και εγώ, σε όλο αυτό το σκηνικό, του «HOTEL ΕΛΛΑΣ», είδα βήμα-βήμα πώς κτίστηκε διαχρονικά το δράμα μας. Είδα επίσης με θλίψη κι αγωνία τα άκρα να καραδοκούν στου καθενός τη γωνία. Και στο τέλος, ακόμα μια φορά, μελαγχολικά αναρωτήθηκα… Ετσι θα το πάμε; Χωρίς να έχουμε διδαχτεί τίποτα, κανένας από κανέναν; Πολίτες και πολιτικοί… Έτσι θα το πάμε;