Σε μια απ’ αυτές τις διαδικτυακές βόλτες που κάνουμε οι περισσότεροι δεκάδες φορές τη μέρα, έπεσε το μάτι μου πάνω σ’ ένα «άρθρο» ιστοτόπου αμφίβολης εγκυρότητας, που με ύφος καταγγελτικό παρέθετε μια υποτιθέμενη υβριστική επιστολή δημάρχου καναδικής πόλης προς μουσουλμάνους γονείς.
Η φάρσα, γιατί περί φάρσας επρόκειτο όπως απεδείχθη με μια σύντομη έρευνα στο διαδίκτυο, ήθελε τον δήμαρχο να απορρίπτει -με ύφος που παρέπεμπε σε ρατσιστικό παραλήρημα- την αξίωση των μουσουλμάνων για κατάργηση του χοιρινού κρέατος από τα κυλικεία των σχολείων της πόλης. Περιστατικό δεν υπήρξε, ως υπόθεση εργασίας όμως, είναι μια καλή αφορμή για προβληματισμό.
Με την προοπτική της διαμονής, για κάποια χρόνια, στη χώρα μας δεκάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, που είναι πράγματι φορείς μιας νοοτροπίας μακρινής απ’ τη δική μας, νομίζω πως τα επόμενα χρόνια ενδέχεται να τεθούν τέτοια διλήμματα. Κι επειδή ήδη στη σφαίρα του δημοσίου διαλόγου διατυπώνονται απόψεις, κατά τη γνώμη μου ακραίες και ισοπεδωτικές, «για τους μουσουλμάνους που έρχονται να μας αλώσουν», γι’ αυτούς που αντιμετωπίζουν τις γυναίκες σαν ζώα ή ακόμη και για την ανάγκη «να κτισθούν», όπως είπε πρόσφατα σε τηλεοπτική του εμφάνιση παράγοντας της επιχειρηματικής ζωής του τόπου, «προσφυγουπόλεις των 30-40 χιλιάδων ανθρώπων για να μην ενοχλούνται οι Ελληνες και να μην γκετοποιηθούν οι πρόσφυγες» (λογικό άλμα, το επισημαίνω κι εγώ, αλλά αυτό ακριβώς υποστήριξε), χρειάζεται νομίζω να υπάρξει ένα περίγραμμα σ’ αυτό που κωδικοποιημένα αποκαλούμε ενσωμάτωση με σεβασμό.
Η Ευρώπη έχει το know how. Είναι όμως αυτό το μοντέλο επιτυχημένο; Κατά την ταπεινή μου άποψη, μάλλον όχι. Κι αυτό γιατί, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, τα κράτη, προκειμένου να προλάβουν οποιαδήποτε υπόνοια ρατσισμού, αυταρχισμού και αποικιοκρατικής αντίληψης, κατέληξαν εγκλωβισμένα σε μια προβληματική έννοια πολιτικής ορθότητας που οδήγησε, σε ορισμένες περιπτώσεις στο άλλο άκρο. Το γράφει νομίζω εξαιρετικά η Σώτη Τριανταφύλλου, (με τις απόψεις της οποίας για τους μουσουλμάνους πάντως διαφωνώ σε πολύ μεγάλο βαθμό) στο βιβλίο της «Πλουραλισμός, Πολυπολιτισμικότητα, Ενσωμάτωση, Αφομοίωση».
Μια κοινωνία όπου οι νόμοι όχι μόνο υπάρχουν αλλά τηρούνται, δεν έχει λόγο να φοβάται, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο ενστικτωδώς, φοβάται κανείς μπροστά στο άγνωστο ή στον άγνωστο
Ορια υπάρχουν. Είναι ο νόμος. Και από τον νόμο δεν μπορεί να γίνονται εξαιρέσεις λόγω ευαισθησίας. Η σαρία, για παράδειγμα, δεν μπορεί να κατισχύει του δικαίου μας, για μια ομάδα ανθρώπων (και σπεύδω να ξεκαθαρίσω πως δεν έχω προφανώς πρόθεση να ανοίξω εδώ συζήτηση για τα τεκταινόμενα στη Θράκη). Η κλειτοριδεκτομή εμπίπτει στις διατάξεις του ποινικού κώδικα. Οι κακοποιήσεις πάσης φύσεως, επίσης. Υπάρχουν πολλά τέτοια που μπορεί να επισημάνει κανείς κι άλλα τόσα λιγότερο προφανή από τον ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων. Αυτή η λογική, όμως, λειτουργεί και αντιστρόφως. Δεν μπορεί να αρνούμαστε φερ’ ειπείν το τζαμί. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά λογική σχετικοποίησης του νόμου. Στη Βρετανία οι Σιχ εξαιρούνται της υποχρέωσης να φορούν κράνος όταν οδηγούν ή όταν εργάζονται σε έργα, όπου επιβάλλεται για λόγους ασφαλείας. Ο,τι ισχύει για όλους δεν ισχύει για εκείνους. Προφανώς στην Ελλάδα δεν έχουμε πολλούς Σιχ, ούτε έχει, απ’ όσο γνωρίζω, καταγραφεί περιστατικό ακρωτηριασμού. Τα παραδείγματα είναι σχηματικά και μόνο.
Στη δική μας χώρα όμως έχουμε άλλα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, υπάρχουν περιπτώσεις ανδρών που φτάνουν στα νησιά μας και αρνούνται να δώσουν τα στοιχεία τους σε γυναίκες υπαλλήλους των αρμόδιων υπηρεσιών. Σημειώθηκαν δε περιστατικά κατά τα οποία οι άνδρες εξοργίστηκαν, έβρισαν ή και έφτυσαν γυναίκες. Συνήθως το πρόβλημα λύνεται με την απόσυρση της γυναίκας και την αντικατάστασή της από άνδρα. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι λάθος. Οσοι βρίσκονται στην Ελλάδα, οφείλουν να σεβαστούν τη λογική και τον νόμο της χώρας στην οποία βρίσκονται. Προσοχή όμως! Οχι τα καπρίτσια ή τον ρατσισμό ορισμένων ανθρώπων της. Είναι πρόσφατο το παράδειγμα του υπαλλήλου στο μετρό που προπηλάκισε αλλοδαπό πριν τεθεί τελικά σε διαθεσιμότητα, επειδή έτυχε το περιστατικό να φτάσει στα δελτία των 8. Οι ισορροπίες είναι λεπτές.
Αυτό που θέλω να πω, είναι πως, στο τέλος της ημέρας, μια κοινωνία όπου οι νόμοι όχι μόνο υπάρχουν αλλά τηρούνται (κι η τήρησή τους ελέγχεται), δεν έχει λόγο να φοβάται, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο ενστικτωδώς, φοβάται κανείς μπροστά στο άγνωστο. Το αν η ελληνική είναι μια κοινωνία όπου τηρούνται οι νόμοι είναι βέβαια μια άλλη μεγάλη συζήτηση. Κι αν η απάντηση είναι «όχι», τότε το Προσφυγικό κι οι χιλιάδες των απελπισμένων είναι το μικρότερο απ’ τα προβλήματά μας.