H Ελλάδα ήταν μία από τις τελευταίες χώρες του κόσμου που απέκτησε τηλεόραση. Και την απέκτησε επί δικτατορίας, όταν τίποτα δεν λειτουργούσε ομαλά. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να λειτουργήσει και η τηλεόραση; Γιατί άργησε τόσο το ασπρόμαυρο φως να μπει στα σαλόνια μας; Διότι δεν ήμασταν απολύτως σίγουροι. Ενα κομμάτι του εκδοτικού κατεστημένου της εποχής όχι απλώς δεν έβλεπε με καλό μάτι την τηλεόραση, δεν ήθελε να τη δει με κανένα.*
Αλλά και η πολιτική εξουσία ανησυχούσε, δεν ήξερε τι είδους αντανακλαστικά θα διεγείρει ο νέος τηλεοπτικός κόσμος στην ελληνική κοινωνία. Για κάποια περίοδο συζητήθηκε το ενδεχόμενο να ανατεθεί η δημιουργία καναλιών σε ιδιώτες αν και το κράτος, εννοείται, θα είχε τον έλεγχο των ειδήσεων. Τελικώς το εγχείρημα έγινε από μία κυβέρνηση που, ως δικτατορία, δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Ακριβώς το ίδιο συνέβη και με τη ραδιοφωνία. Η απόφαση για την ίδρυση κρατικού ραδιοφωνικού δικτύου ελήφθη από τον Ιωάννη Μεταξά. Οι δύο ιστορικές τομές στον τομέα της ενημέρωσης έγιναν από δικτατορικές κυβερνήσεις. Δεν πρέπει να είναι σύμπτωση. Οσο πιο ισχυρή αισθάνεται μία κυβέρνηση, τόσο πιο τολμηρές είναι οι παρεμβάσεις που επιχειρεί. Αντίστοιχη επιρροή στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες πρέπει να έχει και ο ιδεολογικός της προσανατολισμός. Η ροπή προς απόλυτες και ακραίες θέσεις, ευνοεί τον αυταρχισμό.
Δεν συμβαίνει μόνο εδώ, συμβαίνει παντού. Απλώς εδώ, που η χώρα είναι μικρή και οι σχέσεις βαλκανικά άγαρμπες η αλληλεπίδραση μέσων και πολιτικής γίνεται σε συνθήκες αγριότητας. Λογικό. Συχνά οι δύο πόλοι συγκρούονται για τον έλεγχο της εξουσίας, αν, φυσικά, δεν καταφέρουν να συμφωνήσουν πάνω ή κάτω από το τραπέζι.
Η περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου είναι η πλέον χαρακτηριστική για το άγχος και τη βουλιμία του πολιτικού απέναντι στα μέσα ενημέρωσης. Δύο φορές ο Ανδρέας πήγε να δημιουργήσει νέους πόλους επικοινωνιακής επιρροής. Μία με τον μακαρίτη τον Πόπωτα και άλλη μία με τον Κοσκωτά. Και τα δύο εγχειρήματα κατέρρευσαν μπροστά στην αντίδραση του κατεστημένου της εποχής. Μετά ο Δημήτρης Μαρούδας, υπουργός του Ανδρέα, έλεγε ότι θα ρίξουμε τους δορυφόρους από τους οποίους τα δημοτικά κανάλια της εποχής έπαιρναν πρόγραμμα. Ηρθε η ιδιωτική τηλεόραση και όλα πάλι ισορρόπησαν. Απλώς έγινε μεγαλύτερη η τραμπάλα. Τέλος πάντων, η ιστορία της μεταπολίτευσης θα μπορούσε να γραφτεί και μέσα από τις αλλαγές στο επικοινωνιακό τοπίο. Και είναι μία ιστορία που λίγο ως πολύ τη γνωρίζουμε όλοι. Η αναρχία ευνόησε τους πάντες, πολιτική και επιχειρηματικά συμφέροντα. Ποιος περνάει άσχημα σε ένα όργιο; Κατά καιρούς όλες οι κυβερνήσεις ήθελαν να φέρουν κανένα δικό τους προσθέτοντας ψηφίδες στην εικόνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η πρώτη κυβέρνηση που επιχειρεί να αφαιρέσει.
Η διαπλοκή χρειάζεται δύο. Αν η πολιτική εξουσία δεν ανταποκριθεί στην πρόσκληση των επιχειρηματικών συμφερόντων, δεν υφίσταται η έννοια της διαπλοκής
Η ρύθμιση για τις τηλεοπτικές άδειες υποτίθεται ότι υπαγορεύεται, πρωτίστως, από τη βούληση της κυβέρνησης να κόψει τις προνομιακές προσβάσεις της «διαπλοκής» προς το κράτος. Αυτό, βέβαια, ως επιχείρημα είναι ηλίθιο. Και όταν επενδύεται με ψεύδη, γίνεται και χυδαίο. Η διαπλοκή χρειάζεται δύο. Αν η πολιτική εξουσία δεν ανταποκριθεί στην πρόσκληση των επιχειρηματικών συμφερόντων, δεν υφίσταται η έννοια της διαπλοκής. Οι προθέσεις της κυβέρνησης θα ήταν ειλικρινείς αν αναλάμβανε θεσμικές πρωτοβουλίες που κρατάνε τον Αδάμ μακριά από το μήλο. Του κερατά, ας αξιοποιούσε την αγνότητα, το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς που, ούτως ή άλλως, δεν αναπτύσσει σχέσεις διαπλοκής, για να συγκροτήσει ένα θεσμικό πλαίσιο αδιαπέραστο από τη διαφθορά. Επιλέγει να περάσει από face control τους καναλάρχες επειδή πρόθεση της είναι να παίξει πρώτη σε μία νέα παρτίδα. Η προσέγγιση είναι αυταρχική, νομικά τυχοδιωτική, πολιτικά κυνική. Και επιβεβαιώνεται από τη δημόσια παραδοχή περί «τακτοποίησης» του τοπίου και στο internet.
Τι θέλει να κάνει στο δίκτυο η κυβέρνηση; Λέει ο Γενικός Γραμματέας Ενημέρωσης Λευτέρης Κρέτσος: «Θέλουμε όσοι δραστηριοποιούνται στο χώρο να εισάγουν περισσότερα ποιοτικά στοιχεία λειτουργίας. Αυτά δεν μπορούν να προκύψουν όταν έχουμε εργασιακές γαλέρες, όταν ξεπλένουμε χρήματα στις ιστοσελίδες, όταν απειλούμε ανθρώπους, επιχειρηματίες και πολιτικούς με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Θέλουμε να χαρτογραφήσουμε το χώρο και δίνουμε κίνητρα – το βασικό είναι ότι θα έχουν μερίδιο στην κρατική διαφήμιση. Δεν παρεμβαίνουμε στο περιεχόμενο, όμως σχεδιάζουμε το μητρώο να παρέχει και αρκετά χρηστικά εργαλεία, όπως ένα πολύ αποτελεσματικό software για τη λογοκλοπή».
Δεν έχει άδικο, ειδικά όσον αφορά τις γαλέρες, τους εκβιαστές και τη δημοσίευση των ψευδών ειδήσεων. Ομως δεν είναι δουλειά της κυβέρνησης να αξιολογεί ποια είδηση είναι ψευδής και ποια όχι. Αυτό είναι δουλειά της Δικαιοσύνης, αν και όταν χρειαστεί. Διότι όταν οι κυβερνήσεις αρχίζουν να αξιολογούν ειδήσεις, τότε διαμορφώνουν και την κυρίαρχη εκδοχή για την αλήθεια. Η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης έσπευσε να δώσει διευκρινήσεις. Στην ανακοίνωση της επισημαίνεται, μεταξύ άλλων: «Το Μητρώο Online Media αφορά αποκλειστικά επαγγελματικές επιχειρήσεις ΜΜΕ (ούτε blog ούτε ερασιτεχνικές ιστοσελίδες γενικού ή ειδικού περιεχομένου) και η εγγραφή σε αυτό είναι, όπως ρητά αναφέρεται στο νόμο, εθελοντική. Το Μητρώο διασφαλίζει πως η κρατική διαφήμιση θα ανατίθεται σε ιστοσελίδες με σαφές ιδιοκτησιακό καθεστώς και διάφανη μετοχική σύνθεση, κατά τρόπο τέτοιο ώστε οι πολίτες να είναι σε θέση να γνωρίζουν ποιος έλαβε τα χρήματα της κρατικής διαφήμισης και στη βάση ποιών κριτηρίων.»
Δεν είναι δουλειά της κυβέρνησης να αξιολογεί ποια είδηση είναι ψευδή και ποια όχι. Αυτό είναι δουλειά της Δικαιοσύνης, αν και όταν χρειαστεί
Το καταλάβαμε όλοι; Υποθέτω πώς ναι. Η κυβέρνηση μας λέει ότι θα διαθέτει την κρατική διαφήμισης προς δικτυακούς τόπους που ικανοποιούν κριτήρια τα οποία η ίδια θέτει. Βέβαια αυτό συμβαίνει και τώρα, αυτό ίσχυε πάντα: δεν παίρνεις κρατική διαφήμιση αν δεν είσαι αρεστός στην κυβέρνηση. Απλώς πια, αυτός ο περιορισμός αποκτά θεσμική διάσταση και σαφήνεια. Και στην περίπτωση δε που κάποιος από την κυβέρνηση θεωρήσει ότι διακινείς «ψευδείς ειδήσεις» διόλου απίθανο να βρίσκεις μπροστά σου τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Κάποιος θα πει ότι αν ο server λειτουργεί εκτός Ελλάδας, δεν μπορεί και να «πέσει». Λάθος. Ενεργοποιούνται οι διακρατικές συμφωνίες. Οσο η Ελλάδα δεν θεωρείται κάτι μεταξύ Ιράκ και Κούβας, τα αιτήματα για τη διακοπή πρόσβασης προς ιστοσελίδες θα γίνονται αποδεκτά.
Η πρόθεση για «να μπει τάξη στο τοπίο», τα ψεύδη από το βήμα της Βουλής, η δήλωση Βερναρδάκη για «αυτονόμηση μέσων», τα ξεσπάσματα Κουρουμπλή και Βαρεμένου κατά μέσων ενημέρωσης εκπορεύονται από την κυνική διάθεση συναλλαγής από προνομιακή θέση. Δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την ποιότητα της ενημέρωσης, αλλά για τον προσανατολισμό και την κατεύθυνση της. Αυτό μπορείτε να το διαπιστώσετε και από τη συμπεριφορά των, ελεγχόμενων από τον ΣΥΡΙΖΑ, μέσων ενημέρωσης και λογαριασμών στα social media. Οι αναφορές στη βιομηχανία της ενημέρωσης γίνονται πάντα με ύφος πόλωσης, έντονα διχαστικό. Μέσα και δημοσιογράφοι που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση κατηγορούνται για δόλια εξυπηρέτηση συμφερόντων, φορτώνονται με σκιές, δέχονται λάσπη, στοχοποιούνται χωρίς αναστολές. Και όλο αυτό το είχε περιγράψει μία αφίσα του ΣΥΡΙΖΑ, το 2013: «ή εμείς ή αυτοί».
* Πληροφορίες για την ιστορία της τηλεόρασης στην Ελλάδα μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο του Παύλου Τσίμα «Ο φερετζές και το πηλίκιο», από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο»