Λίγο πριν από τις γιορτές, ακούσαμε και διαβάσαμε για τις επαναλαμβανόμενες ελλείψεις αντιρετροϊκών φαρμάκων στα νοσοκομεία. Δυστυχώς, αυτή είναι μόνο η αρχή. Τα μηνύματα από τους καρκινοπαθείς και άλλους ασθενείς είναι αποκαρδιωτικά. Εξίσου θλιβερή είναι η διαπίστωση των κοινωνικών ιατρείων και άλλων δομών αλληλεγγύης: Ολοένα και περισσότεροι ασθενείς επιλέγουν τις θεραπείες τους με βάση τι μπορούν να αντέξουν οικονομικά. Με άλλα λόγια, «αυτοδιαχειρίζονται» την κατάστασή τους, με κριτήριο τι μπορεί να αντέξει η τσέπη τους και όχι την ιατρική καθοδήγηση. «Θα πάρω μόνο ένα από τα 3 χάπια μου σήμερα για να μου φτάσουν περισσότερες μέρες», «αυτό το μήνα θα πάρω την αγωγή μου, τον επόμενο, δεν είμαι σίγουρος διότι έχει πολύ υψηλή συμμετοχή» είναι φράσεις που ακούγονται συχνά. Ως εκ τούτου, τα τελευταία χρόνια φτάνουν στα νοσοκομεία ασθενείς με σαφώς επιδεινούμενες παθήσεις αφού δεν έχουν πρόσβαση στα φάρμακά τους.
Ο κοινός παρανομαστής του προβλήματος στον οποίο ωστόσο λίγοι αναφέρονται είναι οι φαρμακοβιομηχανίες και οι αστρονομικές τιμές που απαιτούν για τα προϊόντα τους. Το κόστος των φαρμάκων κατά του ιού HIV, των ογκολογικών θεραπειών, των φαρμάκων κατά της Ηπατίτιδας C, των αγωγών για τα ψυχικά νοσήματα και άλλων κατηγοριών συχνά υπερβαίνει τις δεκάδες χιλιάδες ευρώ ανά θεραπεία. Ενδεικτικά, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει ότι τα περισσότερα νέα φάρμακα κατά του καρκίνου που εγκρίθηκαν το 2014, κοστίζουν πάνω από 90.000 ευρώ ανά ασθενή.
Οι «ολίγον άρρωστοι» αποκλείονται
Μπροστά σε αυτές τις ανήθικες τιμές, το ελληνικό δημόσιο σύστημα υγείας πράττει όπως πολλά συστήματα υγείας σε ολόκληρη την Ευρώπη ακόμη και στα πλούσια κράτη μέλη. Εξαναγκάζεται μεταξύ άλλων να θεσπίσει πολύ αυστηρά κριτήρια για να περιορίσει τη πρόσβαση των ασθενών στο φάρμακο διότι διαφορετικά κινδυνεύει να τινάξει τον προϋπολογισμό του στον αέρα. Απαιτεί δηλαδή ένας ασθενής να είναι σε πολύ προχωρημένο στάδιο για να μπορέσει να πάρει την αγωγή του, όπερ σημαίνει οι «ολίγον άρρωστοι» αποκλείονται μέχρι να χειροτερέψουν. Συγχρόνως, όπως απέδειξε η προσφατη κρίση με τους οροθετικούς –πολύ φοβούμαι δεν θα είναι η τελευταία- το κράτος δυσκολεύεται πλέον να καλύψει τις ανάγκες όλων των ασθενών. Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως είναι αναμενόμενο, οι ομάδες ασθενών ανταγωνίζονται μεταξύ τους, ποια ασθένεια είναι πιο σημαντική από την άλλη, «γιατί οι μεν να έχουν πρόσβαση στα ακριβά ενώ εμείς δεν έχουμε», όλοι τα βάζουν με το Υπουργείο, το Υπουργείο σηκώνει τα χέρια ψηλά και οι εταιρείες μένουν στο απυρόβλητο. Επιπλέον, αντεπιτίθενται και ασκούν πιέσεις ποικιλοτρόπως π.χ. αποσύρουν φάρμακα από τη χώρα, προκαλούν τεχνητές ελλείψεις για να εκβιάσουν καταστάσεις, χρηματοδοτούν τις οργανώσεις ασθενών, τους ιατρικούς συλλόγους και ερευνητικά ινστιτούτα, παλαιότερα φτηνά και ευρέως χρησιμοποιούμενα φάρμακα, σταδιακά εξαφανίζονται από την αγορά και τα νοσοκομεία για να αντικατασταθούν από νεότερα ολόιδια πολύ ακριβότερα φάρμακα κ.ά.
Ενώ οι εταιρείες διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο με τις τιμές που αξιώνουν, επιτυγχάνουν να μένουν εκτός της δημόσιας συζήτησης…
Αυτό που με εκπλήσσει είναι πως ενώ οι εταιρείες διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο με τις τιμές που αξιώνουν, επιτυγχάνουν να μένουν εκτός της δημόσιας συζήτησης, σαν τον ελέφαντα στο δωμάτιο που παριστάνουμε πως δεν τον βλέπουμε. Η πρόσφατη κρίση με τα φάρμακα του HIV/AIDS δεν είναι η μοναδική περίπτωση όπου οι βασικοί ύποπτοι ήτοι το υψηλό κόστος των φαρμάκων και η στάση της φαρμακοβιομηχανίας απουσίασαν παντελώς από τη συζήτηση. Το ίδιο συμβαίνει με το Sovaldi, τη νέα θεραπεία κατά της ηπατίτιδας C, με κόστος μεταξύ 30.000-50.000 ευρώ ανά ασθενή, για μία τρίμηνη θεραπεία ανάλογα με το που βρίσκεται ο ασθενής στην Ευρώπη. Αναφέρω το εύρος της τιμής γιατί είναι σχεδόν αδύνατον να μάθουμε πόσο ακριβώς πληρώνουμε. Η μυστικότητα γύρω από το κόστος παραγωγής ενός φαρμάκου και του τρόπου τιμολόγησής του αποτελούν τα πλέον σκοτεινά σημεία στη φαρμακοβιομηχανία.
Τι πρέπει να γίνει;
Πρώτον, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε σοβαρό και επείγον πρόβλημα πρόσβασης στα φάρμακα. Εν ολίγοις, λεφτά δεν υπάρχουν, οι ασθενείς αυξάνονται, το επιχειρημαντικό μοντέλο των εταιρείων στηρίζεται σε πανάκριβα φάρμακα και η αρνητική επίδραση της κρίσης στην υγεία είναι πλέον εμφανής και μετρήσιμη.
Δεύτερον, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ελλάδα έχει αλλάξει για πάντα. Πρέπει λοιπόν όλοι οι κοινωνικοί εταίροι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να πάρουμε ξεκάθαρη θέση επί τους θέματος του κόστους των φαρμάκων γιατί οι εποχές των παχιών αγελάδων και του ανεξέλεγκτου «business as usual» έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Στη νέα εποχή της λιτότητας που βιώνουμε μαζί με πάρα πολλούς Ευρωπαίους συμπολίτες μας, το κεντρικό εμπόδιο μεταξύ του ασθενούς και της θεραπείας του είναι η τιμή της. Αυτή είναι η ρίζα του κακού στην οποία πρέπει να εστιάσουμε, να σταματήσουμε να στρουθοκαμηλίζουμε ή να στρέφουμε –πολύ βολικά- την προσοχή σε δευτερεύοντα ζητήματα.
Τρίτον, υπάρχουν επιλογές. Η χρεοκοπημένη χώρα μας χρειάζεται μία εθνική στρατηγική για τα φάρμακα. Πρέπει να δούμε τι έχουμε (ή δεν έχουμε) μάθει από την εισαγωγή νέων φαρμάκων στην ελληνική αγορά τα τελευταία χρόνια και τι σκοπεύουμε να κάνουμε στο μέλλον αφού τα νέα φάρμακα είναι όλο και ακριβότερα. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα, να μελετήσουμε την περίπτωση του Sovaldi, ενός νέου, δυσβάσταχτου οικονομικά, φαρμάκου που ενδιαφέρει πολλούς ασθενείς, να δούμε ποιες είναι οι επιλογές που έκανε η Ελλάδα από το 2014 που κυκλοφόρησε η θεραπεία στην Ευρώπη (πόσοι άνθρωποι το πήραν στην Ελλάδα, σε τι κόστος, με βάση ποιο σκεπτικό, τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, ποιο είναι το σχέδιο για το μέλλον κλπ). Το ίδιο ισχύει ακόμη περισσότερο στο χώρο του καρκίνου. Είναι ανώφελο άλλωστε να μιλάμε για μία εθνική στρατηγική για τον καρκίνο, την ηπατίτιδα ή κάποια άλλη επιμέρους ασθένεια, όταν η χώρα δεν διαθέτει μία συνολική στρατηγική για το φάρμακο που να μεριμνά για όλους τους ασθενείς. Η ανάγκη για έναν ολοκληρωμένο διάλογο είναι επιτακτική αφού η κερδοσκοπική τακτική της φαρμακοβιομηχανίας απειλεί τη βιωσιμότητα των δημόσιων συστημάτων υγείας διεθνώς και σίγουρα δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες των ασθενών. Η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει συζητήσει το θέμα του υψηλού κόστους των φαρμάκων στην Ευρώπη 2 φορές μέσα σε 1,5 χρόνο. Θα περίμενα σε μία χώρα όπως η Ελλάδα με τεράστια οικονομικά προβλήματα, εκατομμύρια χρονίως ανέργους και ένα πραγματικό πρόβλημα πρόσβασης να γίνει κάτι αντίστοιχο. Ένας ανοιχτός διάλογος στον οποίο θα λάβουν μέρος όλοι οι κοινωνικοί φορείς (κόμματα, γιατροί, ασθενείς, καταναλωτές, πανεπιστημιακοί, ΕΟΠΥΥ, ΕΟΦ, φαρμακοποιοί κ.ά.) οι οποίοι θα διερευνήσουν όλο το φάσμα επιλογών που έχει η χώρα με δύο κεντρικές προτεραιότητες: την πρόσβαση των ασθενών σε προσιτές θεραπείες και τη διασφάλιση της επιβίωσης και της βιωσιμότητας του δημόσιου συστήματος υγείας.
Η ανάγκη για έναν ολοκληρωμένο διάλογο είναι επιτακτική αφού η κερδοσκοπική τακτική της φαρμακοβιομηχανίας απειλεί τη βιωσιμότητα των δημόσιων συστημάτων υγείας διεθνώς και σίγουρα δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες των ασθενών
Τέταρτον, ο διάλογος αυτός θα θέσει το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου θα δημιουργηθούν «φίλτρα» και κριτήρια για το πως θα φτάνει ένα φάρμακο στον ασθενή. Χωρίς το εν λόγω πλαίσιο, πρωτοβουλίες όπως η επιτροπή διαπραγμάτευσης περί της οποίας γίνεται πολύς λόγος, θα είναι ξεκρέμαστες και αναποτελεσματικές. Είναι σοκαριστικό ότι η φτωχή Ελλάδα, αντίθετα με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες δεν διαθέτει μηχανισμούς για να βάλει φρένο στις τιμές των φαρμάκων, να αξιολογήσει την ποιότητα της ιατρικής καινοτομίας και τη πραγματευτική θεραπευτική αξία των νέων φαρμάκων (καθώς νέο φάρμακο δεν σημαίνει απαραιτήτως καινοτόμο) και να διαπραγματευτεί καλύτερες τιμές με στόχο να καλύψει τις ανάγκες περισσότερων ασθενών.
Πέμπτον, η χρονική στιγμή είναι καταλληλότερη από ποτέ. Η Ευρώπη από άκρη, σε άκρη της αντιμετωπίζει την ίδια ακριβώς διελκυστίνδα: πανάκριβα φάρμακα – μειούμενοι πόροι για την υγεία και τη φαρμακευτική δαπάνη. Δεκάδες χιλιάδες Ισπανοί βγήκαν στους δρόμους στις αρχές του 2015, απαιτώντας τα φάρμακά τους για την ηπατίτιδα C και ζήτησαν το λογαριασμό όχι μόνο από το κράτος αλλά κυρίως από την αμερικανική Gilead, παραγωγό του Sovaldi. Αμερικανοί ογκολόγοι εξέδωσαν δηλώσεις κατακεραυνώνοντας τις φαρμακευτικές για τη κερδοσκοπία σε βάρος των καρκινοπαθών, Ισπανοί ηπατολόγοι πήραν θέση κατά των υψηλών τιμών των νέων θεραπειών στην ηπατίτιδα C ενώ η μεγαλύτερη βρετανική οργάνωση ασθενών για το καρκίνο του μαστού συγκέντρωσε σε λιγότερο από ένα μήνα, 42.000 υπογραφές με αποκλειστικό αίτημα η ελβετική Roche να ρίξει τη τιμή ενός προϊόντος τους. Το ισπανικό σοσιαλιστικό κόμμα και οι Podemos πήγαν ένα βήμα παραπέρα και αμφισβήτησαν με διακηρύξεις τους τις πατέντες που επιβραβεύουν με μονοπώλια τις φαρμακευτικές.
Φυσικά, η φαρμακοβιομηχανία και οι υποστηρικτές της σπεύδουν να προσφέρουν «λύσεις» κυρίως υπό τη μορφή μυστικών ψευτο-εκπτώσεων και λογιστικών τεχνασμάτων ενώ επιχειρούν συστηματικά να στρέψουν τη συζήτηση μακριά από το θέμα των τιμών. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η φαρμακοβιομηχανία δεν έχει θέση στο τραπέζι των συζητήσεων. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να μονοπωλήσει τη συζήτηση η οποία πρέπει να γίνει με απόλυτη διαφάνεια. Οι κοινωνικοί φορείς πρέπει να πάρουν θέση, όπως συμβαίνει στις άλλες χώρες γιατί η πρόσβαση στα φάρμακα στην Ελλάδα είναι πλέον θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης.
* O Γιάννης Νάτσης @ynatsis, είναι υπεύθυνος για τη πολιτική για τα φάρμακα της Ευρωπαϊκής Συμμαχίας Δημοσίας Υγείας (EPHA)