Είχα δυο γείτονες. Λέω «είχα», γιατί ο ένας βρήκε τη μεγάλη απάντηση πέρυσι. Διαβητικός από χρόνια ο Μιχάλης, τα τελευταία χρόνια χειροτέρεψε πολύ, του κόψανε το αριστερό πόδι απ’ το γόνατο, μαράζωσε και στα εξήντα εννιά του αναχώρησε εις Κύριον, στον οποίον –ειρήσθω εν παρόδω– δεν πίστευε διόλου. Αναντάμ μπαμπαντάμ αριστερός ο Μιχάλης, κακοπαθημένος βιοπαλαιστής, έζησε κάνοντας μεροκάματα σε κήπους, χωράφια και οικοδομές, κάτι σαν ανειδίκευτος για όλες τις δουλειές. Μια ζωή στο κόμμα ο Μιχάλης, αλλά στρατιώτης όχι αξιωματικός ή στρατάρχης. Εξάλλου, λίγα γράμματα ήξερε, λιγομίλητος από τη φύση του ήταν, σεμνός και αγοραφοβικός, δεν έκανε για στέλεχος.
Ο άλλος, ο Γιώργαρος με τ’ όνομα, ήταν το ανάποδο του Μιχάλη. Φαφλατάς, φασαριόζος, καταφερτζής, ξεκίνησε στα μικράτα του από μωσαϊτζής αλλά γρήγορα επεκτάθηκε κι έγινε μικροεργολάβος. Δεν σήκωνε πολυκατοικίες ο ίδιος, αλλά πατώματα, μπάνια, πλακάκια, κουζίνες, γύψινα, πέργκολες, τα αναλάμβανε πακέτο. Δέκα νοματαίους είχε στη δούλεψή του, τα τελευταία χρόνια είχε επεκταθεί στο κάγκελο και στο αλουμίνι, μια χαρά πήγαν οι δουλειές του. Πασόκος ο Γιώργαρος την καλή περίοδο του ΠΑΣΟΚ, είχε τις επαφές του, έπαιρνε και τις δουλίτσες του από δημάρχους και νομάρχες.
Ο Μιχάλης και ο Γιώργαρος δεν ήταν φίλοι. Συναντιόνταν όμως στο καφενείο, στον δρόμο, στη γιορτή της ενορίας, εκεί τέλος πάντων που συναντιούνται οι γείτονες. Καμιά φορά, ο Γιώργαρος έπαιρνε τον Μιχάλη να του σκάψει τον κήπο και να του κλαδέψει τα δέντρα. Συμπτωματικά, ήταν και οι δυο γεννημένοι το ’50, συνήλικοι. Το ’73 που έγινε το Πολυτεχνείο, ήταν και οι δυο 23 χρόνων. Δεν κατέβηκε κανείς τους στην εξέγερση, και πώς να κατέβαιναν αφού ζούσαν σε επαρχιακή πόλη 350 χιλιόμετρα μακριά απ’ την πρωτεύουσα. Είχαν όμως μνήμες απ’ τη χούντα και ποιος δεν είχε εκείνη την περίοδο, ειδικά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Ο κακόμοιρος ο Μιχάλης είχε φάκελο. Ο πατέρας του και οι μπαρμπάδες του ήταν αριστεροί με εξορίες και καταδίκες της μετεμφυλιακής περιόδου, μόλις έγινε η χούντα τραβολογούσαν τον νεαρό κάθε τόσο στο τμήμα και τον πλάκωναν στα χαστούκια οι χωροφύλακες. Και πριν δηλαδή, αλλά μετά το ’67 το πράγμα χειροτέρεψε πολύ. Ούτε οι φίλοι του τον πολυέκαναν παρέα, φοβούνταν ότι θα τους χαρακτηρίσουν και θα βρουν τον μπελά τους. Είχε και μια καταδίκη για αντίσταση –δήθεν– κατά της αρχής, εμ τον έδειραν στο τμήμα δυο ένστολοι μαντράχαλοι στα καλά καθούμενα, εμ του έκαναν και μήνυση ότι αντιστάθηκε και τον πέρασαν αυτόφωρο. Έλεγε κι αυτός τις κουβέντες του βέβαια, όλα τα μάθαιναν χαρτί και καλαμάρι οι χωροφύλακες μέχρι να πεις κύμινο. Ποιος διάολος τον κάρφωνε, ποτέ δεν έμαθε ο Μιχάλης.
Ο Γιώργαρος δεν είχε τέτοια μπλεξίματα. Με τα μωσαϊκά του ασχολιότανε, με τον Παναθηναϊκό, στις ντισκοτέκ πήγαινε και χόρευε μπλουζ με τα κορίτσια ακούγοντας Ντέμη Ρούσσο, τα πολιτικά δεν τον ενδιέφεραν καθόλου. Ούτε είχε ποτέ απασχολήσει την αστυνομία ο Γιώργαρος, ούτε αυτοί τον ενόχλησαν. Και γιατί να τον ενοχλήσουν άλλωστε; Κι αν καμιά φορά στην οικοδομή άκουγε κανέναν να λέει επικίνδυνα πράγματα, είτε έφευγε κατ’ ευθείαν από το δωμάτιο να πάει στο παραδίπλα είτε γύριζε την κουβέντα στα ποδοσφαιρικά. Δεν είχε διάθεση να μπλέξει με μαλακίες ο Γιώργαρος.
Ο Μιχάλης πήγε φαντάρος το ’71, σε τάγμα σκαπανέων τον στείλανε, έβγαλε τη θητεία του στην Λήμνο. Δεινοπάθησε δυόμισι χρόνια εκεί, όλο στο πειθαρχείο την έβγαζε και στα σκηνάκια για βδομάδες πάνω στα βουνά να σκάβει λάκκους και μετά να τους γεμίζει με το χώμα του προηγούμενου. Αυτή η καταδίκη του μαζί με το αριστερό σόι του, του ‘καναν τον βίο αβίωτο. Και κλωτσιές είχε φάει και μπουνιές είχε φάει από έναν λοχαγό που τον είχαν βάλει εκεί για να συνετίσει τους εθνοπροδότες του στρατεύματος. Κάθε μέρα ζούσε με την αγωνία μήπως βρεθεί σε καμιά Γυάρο, τη γλίτωσε όμως. Ενας μπάρμπας του ήταν ήδη εκεί και ο πατέρας του ήταν άνεργος, κανένας δεν τον έπαιρνε στην δουλειά. Του τα ‘γραφε η μάνα του, αν και τις περισσότερες φορές έπαιρνε τα γράμματα της ανοιγμένα, με μουτζούρες σε ολόκληρες φράσεις και πάντα μετά από κάθε τέτοιο γράμμα ακολουθούσαν του Χριστού τα πάθη σε καψώνια και τιμωρίες.
Ο Γιώργαρος έβγαλε το μισό φανταριλίκι του στα Γιάννενα και το άλλο μισό στο στρατόπεδο της πόλη του. Ήξεραν οικογενειακώς έναν ταγματάρχη και τον βόλεψε. Δεν έχασε την επαφή με τη δουλειά του, ίσα-ίσα που έκανε κάτι μερεμέτια σε σπίτια αξιωματικών και στη λέσχη, οπότε μπορούσε να κάνει μεροκάματα με τις τιμητικές και τις άδειες απ’ την σημαία. Η μόνη κακή εμπειρία του από τη δικτατορία ήταν μια φορά που βρέθηκε τυχαία στην αγορά και έπεσε πάνω στο κυνηγητό ενός ταλαίπωρου από τους χωροφύλακες. Έτρεχε αυτός να γλιτώσει, ποιος ξέρει γιατί, τον είχαν στο κατόπι κάτι ένστολοι, βρέθηκε ο Γιώργαρος στον δρόμο τους και του έδωσε ένας χωροφύλακας μια σπρωξιά για να περάσει, που τον πέταξε φαρδιά πλατιά μέσα σε κάτι άδεια καφάσια.
Κι ήρθε μετά το ’74, το ’75 και το ’76 κι έγιναν όλοι αντιστασιακοί και ήρωες και βασανισμένοι και φυλακισθέντες και εξορισθέντες. Και τον θυμάμαι σαν τώρα να κάθεται ο Γιώργαρος στο καφενείο και να διηγείται τη σπρωξιά που έφαγε από τον χωροφύλακα σαν τη μεγαλύτερη αντιστασιακή πράξη που έγινε σε τούτη την χώρα την επταετία. Θα την είχα ακούσει ίσα με δέκα φορές την ιστορία της σπρωξιάς με διάφορες παραλλαγές από τον Γιώργαρο, που ήδη έβλεπε τις δουλειές του να παίρνουν την πάνω βόλτα. Και θυμάμαι και τον Μιχάλη, που ακόμα έψαχνε μεροκάματα εδώ κι εκεί, να κάθεται σιωπηλός και σύννους μπροστά στο παράθυρο και να καπνίζει τα άφιλτρα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Έμοιαζε σαν να ήθελε κάτι να πει, όμως τελικά ποτέ δεν το ‘πε. Μόνο άκουγε τα αντιστασιακά κατορθώματα του Γιώργαρου, κουνούσε ανεπαισθήτως το κεφάλι του και όλο κοίταζε προς τα έξω…