| CreativeProtagon/Shutterstock
Απόψεις

Διαβάζοντας τους συσχετισμούς και την Iστορία

Οι Τούρκοι έχουν ένα πλεονέκτημα. Ακόμα κι αν σε μια ναυμαχία γύρω από το «Oruc Reis» υπερισχύσουμε, στη συνέχεια έχουμε να φυλάξουμε 100 νησιά, ενώ η Τουρκία έχει να καταλάβει μόνο ένα. Μια βασική παράμετρος, όμως, για τον Πρωθυπουργό είναι η κοινή γνώμη: μια απρόβλεπτη από την τριπλή κρίση κοινή γνώμη, που συχνά πολεμά... από το facebook
Δημήτρης Ευθυμάκης

Aς βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά, όσο αυτό είναι δυνατόν. Ο Ερντογάν το πάει φιρί φιρί για θερμό επεισόδιο ή και για πολεμική σύγκρουση μαζί μας. Εχει εμπιστοσύνη στην υπεροπλία του και πιστεύει ότι με μια ανάφλεξη θα πετύχει δύο παράλληλα πράγματα. Θα πουλήσει μια «νίκη» κατά των Ελλήνων στο εσωτερικό του και θα σύρει την Ελλάδα σε διαπραγματεύσεις εφ’ όλης της ύλης, στις οποίες θα θέσει το σύνολο των διεκδικήσεών του.

«Και πώς προεξοφλεί νίκη;» θα ρωτήσετε. Τη θεωρεί δεδομένη διότι αυτό τον έχουν διαβεβαιώσει οι στρατηγοί και οι ναύαρχοι του. Μεταξύ μας, έχουν πλεονέκτημα. Ακόμα κι αν σε μια ναυμαχία γύρω από το «Oruc Reis» εμείς υπερισχύσουμε, στη συνέχεια εμείς έχουμε να φυλάξουμε εκατό νησιά, ενώ η Τουρκία έχει να καταλάβει μόνο ένα. Κι αν καταλάβει ένα, τότε εμείς πρέπει είτε να τους πετάξουμε αμέσως από αυτό πριν καθίσουμε σε τραπέζι συνομιλιών είτε πρέπει να καταλάβουμε κάτι δικό τους, για να το ανταλλάξουμε στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν. Δύσκολα πράγματα.

Αρα καταλήγουμε ότι η σοφότερη επιλογή είναι να μην πέσουμε στην παγίδα του και να μη δημιουργήσουμε θερμό επεισόδιο που θα οδηγήσει σε σύρραξη. Σύμφωνοι, αλλά αν αυτός βεβαιωθεί ότι εμείς ποτέ δεν θα κάνουμε αυτό το βήμα, τότε είναι βέβαιο ότι σε λίγους μήνες ο Τσαβούσογλου θα έχει στήσει την ομπρέλα του κάτω από τους κοκοφοίνικες στο Βάι ή στο Αφάντου της Ρόδου και θα πίνει τη ρακή του στην υγειά της γαλάζιας πατρίδας. Και μην αναρωτιέστε τι δικαιολογία θα βρει για την παρουσία του στο Λασίθι ή στο νησί των πεταλούδων, οι Τούρκοι δεν έχουν τέτοια προβλήματα. Οχι μόνο θα βρουν επιχειρήματα, αλλά πολλοί ανά την υφήλιο θα τους πιστέψουν κιόλας.

Aρα η καλύτερη στρατηγική είναι να ενεργοποιήσουμε τον διεθνή παράγοντα και να απαιτήσουμε από συμμάχους και εταίρους εμπάργκο ή οικονομικές κυρώσεις. Θεωρητικώς είναι μια καλή ιδέα, αν κοιτάξουμε όμως τους αριθμούς, θα καταλάβουμε ότι «είν’ η προσπάθειες μας, των συφοριασμένων, είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων». Με τους Γερμανούς να εξάγουν προϊόντα 20 δισ. τον χρόνο προς την Τουρκία και με τις ευρωπαϊκές τράπεζες να είναι εκτεθειμένες με 120 δισ. στο τουρκικό χρέος, η πρότασή μας για ευρωπαϊκές οικονομικές κυρώσεις μοιάζει με παραίνεση προς τους κοινοτικούς να επιβάλουν κυρώσεις στον ίδιο τους τον εαυτό.

Οπότε, ψάχνοντας μια διέξοδο, επιστρέφουμε στη στρατιωτική πλευρά της υπόθεσης. Πλην εκεί είναι σαν να παίζουμε στην έδρα των Τούρκων, η σύγκρουση είναι η πεμπτουσία της στρατηγικής τους. Μισό λεπτό όμως, διότι αν δεν σκοπεύουμε να συγκρουστούμε ποτέ μαζί τους, γιατί δίνουμε τόσα δισεκατομμύρια σε εξοπλισμούς και μισθούς στρατιωτικών; Γιατί αιμορραγούμε σηκώνοντας αεροπλάνα και βγάζοντας στα ανοικτά πλοία και υποβρύχια; Θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτά τα λεφτά αναδρομικά συντάξεων, για να είναι ευχαριστημένο και το κοινό του Γιώργου Αυτιά.

Αρα, κάπου, κάποια στιγμή, θα εξαναγκαστούμε να πατήσουμε το κουμπί κι ας μην είναι αυτό μέσα στις προθέσεις μας. Ο Ταγίπ θα μας φέρει στο μη περαιτέρω ώστε να το κάνουμε. Εδώ μπαίνει στο σενάριο η φιγούρα του Κυριάκου, ο οποίος θα λάβει την τελική απόφαση, είτε εξωθούμενος είτε με δική του πρωτοβουλία. Ο Κυριάκος μετρά τον συσχετισμό δύναμης με τον απέναντι, τις συνιστώσες του διεθνούς περιβάλλοντος και τις διαθέσεις της κοινής γνώμης του. Η τελευταία είναι εξόχως σημαντική, διότι η τριπλή πίεση που νιώθει (κορονοϊός, οικονομική ύφεση, τουρκικές προκλήσεις) αρχίζει να την εκνευρίζει επικίνδυνα. Κι όταν η εσωτερική κοινή γνώμη εκνευρίζεται, γίνεται πολλαπλώς απρόβλεπτη.

Ενα μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης ζητά ψυχραιμία, νηφαλιότητα και σύνεση απέναντι στις προκλήσεις. Δεν απεμπολεί τον πατριωτισμό της, αλλά πριν μιλήσει, κάνει και μια βόλτα από τα χωράφια της λογικής. Ενα μικρότερο κομμάτι της, πιο φωνακλάδικο και τσαμπουκαλεμένο, απαιτεί να δει σήμερα κιόλας το «Oruc Reis» στον βυθό της υφαλοκρηπίδας μας. Εκεί κάπου μπαίνει και η φιλοπόλεμη καρικατούρα του Τσίπρα που (δίχως να λέει «χτυπήστε» για να μην εκτεθεί) προσπαθεί να το παίξει Ανδρέας του 1987. Ο Κυριάκος διαβάζει τις αναφορές του ΓΕΕΘΑ, αφουγκράζεται τις ποικιλόμορφες διαθέσεις της κοινής του γνώμης, κάνει σενάρια, διαβάζει όμως και ολίγη Ιστορία.

Διαβάζει, ας πούμε, όσα είχαν προηγηθεί του «ατυχούς πολέμου» του 1897. Τότε που ο φιλοπόλεμος όχλος των πλατειών έσπρωξε τον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη σε σύρραξη με την Τουρκία, αλλά όταν οι Τούρκοι μας πήραν φαλάγγι και φθάσανε στη Λαμία, ο ίδιος όχλος (και η ίδια αντιπολίτευση που τον έσπρωχνε να ουρλιάζει) ξαναβγήκε στους δρόμους ζητώντας την κεφαλή του ηττημένου πρωθυπουργού επί πίνακι. Ο Κυριάκος καταλαβαίνει, κοντολογίς, ότι αυτοί που (από τον καναπέ, τα καφενεία ή το facebook) ζητούν σύρραξη εδώ και τώρα, δεν αρκούνται στο να πολεμήσουμε. Απαιτούν να νικήσουμε ή, μάλλον, να νικήσει ο Κυριάκος. Κάθε άλλη εξέλιξη είναι μη παραδεκτή για τον «πατριωτισμό» τους.

Ξέρει επίσης ο Κυριάκος ότι τη δεκαετία του ’90 κανένας Σέρβος δεν αμφισβήτησε την παλικαριά και την αψηφισιά του Μιλόσεβιτς, αυτά όμως τα ηρωικά δεν τον εμπόδισαν να παραλάβει μια μεγάλη ενιαία χώρα και (με τις βλακείες του) να την παραδώσει ηττημένη και επτά κομμάτια. Διαβάζει επίσης ότι ο Βενιζέλος ή ο Μεταξάς που μπήκαν σε πολέμους και νίκησαν, είχαν προηγουμένως κάνει σοβαρή πολεμική προπαρασκευή. Οπότε, το μάτι του πάει ξανά στις εκθέσεις του ΓΕΕΘΑ. Τι του λένε αυτές, αφού εκεί καταλήγουν όλα; Εδώ σας θέλω…