Οταν το αεροπλάνο απογειώθηκε από την καταχνιασμένη χώρα μου με προορισμό το απρόσβλητο από τον κορονοϊό μεσογειακό νησί, σκέφτηκα πως μας άξιζε ο παράδεισος. Ετσι μάς διαφήμισε η αεροπορική εταιρεία «ClearAir» το ηλιόλουστο καταφύγιο στην Ελλάδα, μια χώρα νικηφόρα απέναντι στον δολοφονικό ιό, προετοιμασμένη τέλεια να υποδεχτεί υγιείς τουρίστες, όπως εμείς, μ’ ένα ισορροπημένο κοκτέιλ ασφάλειας και ελευθερίας.
Αφήνοντας πίσω μας τον κορονοϊόπληκτο Βορρά, εγώ και η κολλητή μου, σιγοπίναμε τα εμφιαλωμένα κρασάκια μας, ευγνωμονώντας την γενετική τύχη μας που γλιτώσαμε την αποτρόπαιη διασωλήνωση και αντέξαμε το καθαρτήριο της καραντίνας, ελπίζοντας να ξαναβρούμε την ζωτικότητά μας με βουτιές στο αγνό Αιγαίο. Άλλωστε, οι δυο μας ανήκουμε στις λιγότερο ευπαθείς ομάδες, όπως και όλες οι γυναίκες γύρω στα τριάντα, χωρίς υποκείμενα νοσήματα, αθλητικές και με σχολαστικά προσεγμένη διατροφή. Αποτελούμε το υγιές αίμα του παγκόσμιου τουρισμού, αφού δεν θα θυσιάζαμε ποτέ τις διακοπές μας, ούτε, φυσικά, λόγω πανδημίας.
Ανεχόμαστε καρτερικά τα πρωτόκολλα υγιεινής, καθώς εξυπηρετούν την ακηλίδωτη απόδρασή μας στο παραδείσιο νησί. Εγώ και η φίλη μου φοράμε τις μάσκες μας αδιαμαρτύρητα κι ανασαίνουμε κάπως δύσκολα τον φιλτραρισμένο αέρα του αεροσκάφους, με εμπιστοσύνη προς την «ClearAir», μια εταιρεία που αξιοποίησε ευρηματικά την κορονοκρίση, προγραμματίζοντας ασφαλείς πτήσεις για «κορονοτουρίστες», όπως αποκαλούμαστε επίσημα. Το χαμογελαστό προσωπικό του αεροπλάνου μας βοηθά να ξεχάσουμε την απουσία φαγητού, καθώς μας προσφέρει κάθε τόσο φιαλίδια με κρασί, συνοδευμένο από ειδικές αντικόβιντ παστίλιες, που απελευθερώνουν στους ουρανίσκους μας τις γεύσεις λουκούλλειων γευμάτων, δίχως να μας προσθέτουν θερμίδες, ενώ μας απολυμαίνουν, όπως και τα μαντηλάκια.
Καθώς περνάμε τις Άλπεις, η φίλη μου συμμετέχει με το κινητό της στο αεροπορικό παιχνίδι «Βρες τον κορονοφορέα», προσπαθώντας να μαντέψει ποιος από τους συνταξιδιώτες μας έχει τον κορονοϊό, έστω ασυμπτωματικά. Ο διπλανός, ένας εβδομηντάρης σίγουρα, που ξεροβήχει κάθε τόσο, θα μπορούσε να είναι φορέας. Διώχνω την υποψία με τις μελωδίες της αγχολυτικής μουσικής, που μου μεταγγίζεται μέσα από τα ακουστικά. Μισοκλείνω τα μάτια. Φαίνεται πως με παίρνει ο ύπνος.
Με ξυπνά η αναγγελία της προσγείωσης. Από το παράθυρο εισβάλλει ο ήλιος, κυρίαρχος στον ανέφελο ουρανό. Το αστραποβόλημα της θάλασσας το ανταγωνίζονται οι διαμαντένιες αναλαμπές στην απέραντη, ομπρελόφυτη αμμουδιά. Τα αντιικά πλεξιγκλάς διαχωρίζουν προστατευτικά τις ομπρέλες στην φημισμένη παραλία, μας ενημερώνει πρόσχαρα η αεροσυνοδός.
Στην έξοδο του αεροδρομίου, μαζί με το εκτυφλωτικό φως και τον ζεστό αέρα, μας υποδέχονται εγκάρδια κάποιοι ντόπιοι με ανθοδέσμες από αντισηπτική λεβάντα, κραδαίνοντας ένα πολύχρωμο πανό με γαλάζιες καρδιές και την επιγραφή «Καλώς ήρθατε στο ιαματικό νησί μας», «Ζήτω ο κορονοτουρισμός!» Αναμένοντας στην ουρά των εκστασιασμένων συνταξιδιωτών μας, καλούμαστε να διαλέξουμε, για την μεταφορά των αποσκευών μας, ανάμεσα σε άμαξες με λουλουδοστολισμένα και μασκοφόρα άλογα και σε ταξί δίχως κλιματισμό. Οι δυο μας προτιμάμε το πρώτο κι απολαμβάνουμε τον καλπασμό των υγιέστατων ζώων στον αυτοκινητόδρομο, όπου κυκλοφορούν μόνο ποδήλατα, πατίνια, γάιδαροι και παρόμοιες άμαξες, φορτωμένες με τουρίστες, που μας χαιρετούν θριαμβευτικά.
Στην ρεσεψιόν του ξενοδοχείου «Κορονοπαράδεισος» – το οποίο μας πρόσφερε η «ClearAir» με όλο το πακέτο, ως μοναδικό συνδυασμό παράδοσης και τεχνολογίας – ο νεαρός της υποδοχής περνά διακριτικά στους καρπούς των απολυμασμένων χειρών μας από ένα φωτεινό βραχιολάκι, πάνω στο οποίο κινείται η μαύρη δίγλωσση ένδειξη «Ολα αντιικά»» «All antivirus», αντί του απαξιωμένου πια “All inclusive” όπως μας εξηγεί. Μικρή οικονομική επιβάρυνση απαιτούν οι αντιικές υπηρεσίες και το ειδικό απολυμαντικό προσωπικό, μας καθησυχάζει.
Το βραχιολάκι θα μας προσκαλεί εγκαίρως στους ασφαλείς χώρους και στα ιαματικά events, αλλά και θα μάς πληροφορεί, όταν παραβιάζουμε το πρωτόκολλο υγιεινής, επιβάλλοντάς μας ασήμαντα πρόστιμα. Τα αμελητέα έξοδά μας για τα καινοτόμα αντικόβιντ προϊόντα θα γίνουν έσοδα για την επιβίωση της συγκεκριμένης τουριστικής επιχείρησης, δηλαδή για το καλό όλων μας. Δεχόμαστε καλοπροαίρετα το βραχιολάκι, σίγουρες πως δεν θα παραβούμε κανέναν υγειονομικό κανόνα, αφού άλλωστε επιζητούμε θωράκιση από επικίνδυνους τύπους, όπως ο συνταξιδιώτης μας με τον επίμονο ξερόβηχα, που διαμένει, δυστυχώς, στο διπλανό δωμάτιο.
Δεκαπέντε ημέρες μετά, την παραμονή της αναχώρησής μας, όταν έρχεται ο λογαριασμός, μετανιώνουμε που φορέσαμε το βραχιολάκι. Το κόστος των αντιικών προϊόντων, που μας προσφέρθηκαν απλόχερα, ξεπερνά κατά πολύ τα όρια των πιστωτικών καρτών μας. Πού να το φανταστούμε; Τόσες ημέρες δελεαζόμασταν με τεχνοπαραδοσιακούς πειρασμούς. Πάντα κάναμε τις καινοτόμες επιλογές. Από τα αυτοαπολυμαινόμενα σεντόνια και αγχολυτικά στρώματα, το ανοσογόνο δάπεδο στο δωμάτιό μας, όπου μας σερβιριζόταν στο κρεβάτι το πρωινό από ροφήματα, φρούτα και σπόρους, αλλά και παραδοσιακά κουλουράκια με μίγμα ρεμδεσιβίρης, όλα αντιφλεγμονώδη, ιοκτόνα, αντιμολυσματικά, μέχρι την περιπλάνησή μας σε χώρους αποκατάστασης και αναζωογόνησης. Μετά την προσωπική χρήση της πισίνας με προγραμματισμένη ανά άτομο ανοσοποιητική υδρογυμναστική, ακολουθούσε το μασάζ για ενεργοποίηση της άμυνας των ταλαιπωρημένων σωμάτων μας.
Στην παραλία μας υποδέχονταν ξαπλώστρες από ιοαπωθητικές ίνες, ανάμεσα σε ψεκασμένα πλεξιγκλάς, που εμπόδιζαν τους ηλιοκαμένους συνανθρώπους μας να πλησιάσουν πάνω από δύο μέτρα. Πώς θα μπορούσαμε ν’ αντισταθούμε στα μαγιό από ιολυτικό βαμβάκι, τα πλεγμένα από τις ντόπιες γιαγιές; Κι ύστερα επιλέξαμε ιοθραυστικές σαγιονάρες, βατραχοπέδιλα αποδομιϊκά. Στην συνωστισμένη πλαζ ο απολυμαντής μάς ράντιζε με αδιάβροχο αντηλιακόβιντ με δείκτη προστασίας 100, ενώ πίναμε μπύρα με κοβιντεξαϋλωτικές φυσαλίδες, καπνίζοντας ασφυξιϊκά τσιγάρα . Τα βραχιολάκια δεν μας άφηναν άπραγες, μας προσκαλούσαν τα βράδια σε γραφικές ταβέρνες με αντικόβιντ μενού πέντε πιάτων. Τα δείπνα μας αποκορυφώνονταν σε μπαρ με χορευτικά κορονοϊοτράγουδα, όπου φτιαχνόμασταν ρουφώντας τα – ακριβά είναι αλήθεια – σφηνάκια πλάσματος από αντισώματα θεραπευμένων, τα ίδια που προσφέρονταν και στις βάρκες, από όπου παρακολουθούσαμε τις αιθέριες κορονοσυναυλίες, με τους τραγουδιστές να αιωρούνται στον ουρανό με φόντο το φεγγάρι, υποβασταζόμενοι από drones. Ακόμα και η ευριπίδεια τραγωδία «Ηρακλής μαινόμενος» προσαρμόστηκε στον covid19, που πρόσβαλλε τον αρχαίο ήρωα, προκαλώντας του τέτοια εγκεφαλική σύγχυση, ώστε να σκοτώσει την ήδη κορονοϊόπληκτη οικογένειά του μέσα στην κοβιντική μανία του, ενώ ο μασκοφόρος χορός απολύμαινε τον τόπο του εγκλήματος σχολαστικά, για μην μολυνθεί και ίδιος.
Δεν θ’ απαριθμήσω άλλες τέτοιες δαπανηρές απολαύσεις, καθώς με απασχολεί περισσότερο το τεράστιο ποσό από τα πρόστιμα. Δυστυχώς παραβιάζαμε καθημερινά όλους τους κανόνες υγιεινής. Φαίνεται μυστήριο αυτό, αφού σεβόμαστε τα πρωτόκολλα. Ωστόσο, κανείς από τους ντόπιους δεν τηρούσε τα μέτρα, παρασέρνοντας και εμάς τους κορονοτουρίστες σε πανδημική ασυδοσία. Τώρα που το σκέφτομαι, ακόμα και τα πλεξιγκλάς στην πλαζ τα χρησιμοποιούσαν οι αεικίνητοι νησιώτες για να εκσφενδονίζουν πάνω τους με τις ρακέτες τα μπαλάκια με δύναμη. Όπως και αρκετοί άλλοι, ζητήσαμε ν’ αφαιρεθούν τα δικά μας πλεξιγκλάς, ώστε ν’ απαλλαγούμε από τον εκκωφαντικό ήχο .
Η μεταμέλειά μας για τις επιπόλαιες επιλογές και παρεκκλίσεις μας δεν μπορεί όμως να εξοφλήσει το χρέος μας στο ξενοδοχείο. Εξομολογήθηκα με ειλικρίνεια το αδιέξοδό μας στον ιδιοκτήτη του. Πάντα υπάρχουν λύσεις για υπερχρεωμένους κορονοτουρίστες, με παρηγόρησε, ιδίως στην χώρα που γέννησε τον πολυμήχανο Οδυσσέα. Εξάλλου, είμαστε άνοσες, όπως απέδειξε η αμόλυντη υγεία μας, παρά τις παραβιάσεις, άρα διαθέτουμε αντικόβιντ αντισώματα, κι αυτό μας κάνει αξιαγάπητες. Μας πρότεινε, λοιπόν, με παιχνιδιάρικη διάθεση, μια σωτήρια λύση. Να συμμετέχουμε στο νέο παιχνίδι «Κρύψου από τον κορονοϊό». Αναγκαστικά το αποδεχτήκαμε.
Και τώρα περιπλανιόμαστε μεταμεσονύχτια στα σκοτεινά δρομάκια του νησιού, αναζητώντας κρυψώνες, ενώ μας καταδιώκουν όλοι οι μαγαζάτορες με φακούς, κινητά και πυρσούς. Αν δεν μας βρουν, ξεχρεώσαμε. Αν μας πιάσουν – … Κάπως αργά συνειδητοποιούμε πως δεν γνωρίζουμε πραγματικά τα κατατόπια, αφού τόσες ημέρες κατευθυνόμασταν στον χώρο από τα βραχιολάκια μας.
Στρίβοντας σε ένα θεοσκότεινο σοκάκι, ανακαλύπτουμε ένα σκοτεινό άνοιγμα. Τρυπώνουμε μέσα με αγαλλίαση, μα έξαφνα φωταγωγούμαστε από έναν προβολέα. Βρισκόμαστε μέσα σε ένα κλειδωμένο κλουβί κι οι διώκτες μας τριγύρω μας κοιτούν με άπληστα βλέμματα. Μεταξύ αυτών και ο συνταξιδιώτης μας που βήχει κολασμένα. Όλοι τους κραδαίνουν μεγάλες σύριγγες. Αν θέλουμε την ελευθερία μας, λένε, πρέπει να δώσουμε αρκετή ποσότητα πλάσματος με τα αντισώματά μας, ώστε να εφοδιάσουμε τα μπαρ με επαρκή ποσότητα από αντικόβιντ σφηνάκια, όπως και όλοι οι προηγούμενοι. Συνειδητοποιώ καθυστερημένα πως έγινα το θήραμα όχι του κορονοϊού, αλλά των οικονομικών θυμάτων του, που μεταλλάχτηκαν σε αδίσταχτους θηρευτές αντισωμάτων. Οι σύριγγές τους ήδη διαπερνούν τα κάγκελα πλησιάζοντας τα γυμνά τα μπράτσα μας. Ουρλιάζω απελπισμένα-
«Παρακαλείστε να προσδεθείτε στις θέσεις σας. Η προσγείωση άρχισε». Η φωνή από το ηχοσύστημα με ξυπνά. Ανακουφισμένη διαπιστώνω πως η μουσική με κοίμισε βαθιά. Από το παράθυρο του αεροπλάνου φαίνεται ο καταγάλανος ελληνικός ουρανός. Από ψηλά διακρίνω την θάλασσα να συναγωνίζεται σε λάμψη τα πλεξιγκλάς στην τεράστια πλαζ με τις αμέτρητες ομπρέλες .
Στην έξοδο του αεροδρομίου δεν μας περιμένει καμιά άμαξα, ούτε πανό και ανθοδέσμες, μόνο ταξί. Με ανοιχτά παράθυρα. Αποφασίζω να εμπιστευτώ τους νησιώτες. Αξίζουν μια ευκαιρία, όπως αξίζω κι εγώ παραδείσιες διακοπές.