Η κυβέρνηση πέταξε μία χαριτωμένη δικαιολογία για την απουσία της Ελλάδας από το Βερολίνο. Τα έριξε στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Νίκο Κοτζιά που, ως υπουργός Εξωτερικών, μας κράτησε μακριά από τη συζήτηση για το μέλλον της Λιβύης. Επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ είπε κάτι εξίσου χαριτωμένο, λίγο-πολύ κατηγόρησε τον Μητσοτάκη για έλλειψη σθένους που οδήγησε στην απουσία ελληνικής καρέκλας στο τραπέζι της διάσκεψης.
Και οι δύο δεν λένε την αλήθεια στην κοινή γνώμη, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Η κυβέρνηση αρνείται να παραδεχθεί την εθνική υστέρηση στο παιχνίδι της επιρροής. Δεν ευθύνεται η ίδια για αυτό, αλλά άντε να εξηγήσεις τα γεωπολιτικά στα καφενεία. Και ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση που ακολουθεί την πεπατημένη, υπαινίσσεται ότι αν ήταν αυτός στα πράγματα, ο Αλέξης όχι μόνο θα ήταν στο τραπέζι, αλλά θα έβαζε και τα πόδια επάνω, να βλέπει ο Ερντογάν τις σόλες και να αναρωτιέται τι να σημαίνει το “Harala”. Είναι δε απολύτως βέβαιο ότι, αν αντιστρέφαμε τους ρόλους, θα αντιστρέφαμε και τα επιχειρήματα.
Το πρόβλημα είναι αντιληπτικό. Πρώτον, τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν είναι εύληπτα για την κοινή γνώμη που, παραδοσιακά, τα μεταβολίζει με συναισθηματικό τρόπο και ηθικά κριτήρια –«αφού έχουμε δίκαιο γιατί επιμένουν να μας αδικούν;». Και, δεύτερον, ο λαϊκισμός σε αυτά τα ζητήματα, που πρώτος εισήγαγε ο Ανδρέας Παπανδρέου, βλέπει την εξωτερική πολιτική ως ένα πεδίο επίδειξης πυγμής και τσαμπουκά. Κάπως έτσι, ο εκάστοτε πρωθυπουργός εγκαλείται επειδή δεν χτύπησε το χέρι στο τραπέζι, δεν σήκωσε τον τόνο της φωνής και δεν εμφανίστηκε με τσαρούχια.
Ας το δούμε, λοιπόν, ψυχρά. Υπήρχε περίπτωση να πάει η Ελλάδα στο Βερολίνο; Όχι. Διότι σε αυτά τα θέματα, σημασία έχουν οι συσχετισμοί. Επιδεικνύεις αυτά που μπορείς να προσφέρεις, ώστε να διεκδικήσεις κάτι άλλο στο ανατολίτικο παζάρι των διεθνών σχέσεων. Και στο θέμα της Λιβύης, όσο και αν υφίσταται ελληνική επιρροή, στο τραπέζι του Βερολίνου κάθισαν οι παίκτες που έχουν πολλές μάρκες μπροστά τους. Εν προκειμένω, η Ελλάδα έπαιξε όλα τα χαρτιά της φέρνοντας τον Χαφτάρ στην Αθήνα, επιδεικνύοντας τη στενή σχέση που υπάρχει. Και αυτό είναι βέβαιο ότι σημειώθηκε.
Ακούγεται σκληρό, αλλά ελληνική συμμετοχή στο Βερολίνο θα υπήρχε μόνο αν συμφωνούσε και η Τουρκία. Από τη στιγμή που ο Ερντογάν δεν ήθελε τον Μητσοτάκη στο τραπέζι, δεν υπήρχε περίπτωση η Μέρκελ να του βγάλει καρέκλα. Η οικονομική και πολιτική σχέση της Γερμανίας και της Τουρκίας είναι στενή και οργανικά σημαντική. Μόνο αν η Μέρκελ είχε αυτοκτονικές τάσεις θα αποφάσιζε να δυσαρεστήσει τον Ερντογάν για χάρη του Μητσοτάκη. Αν, από την άλλη, ήταν το Παρίσι που φιλοξενούσε τη διάσκεψη, ο Μακρόν όχι μόνο θα έδινε καρέκλα στον Μητσοτάκη, στην ανάγκη θα τον έπαιρνε αγκαλιά για να κάτσει στα πόδια του.
Ωστόσο θα αδικούσε την αλήθεια αυτός που δεν θα παραδεχόταν ότι το τελευταίο καιρό, η Ελλάδα κάνει κινήσεις σε γεωπολιτικό επίπεδο. Και παίζει μέχρι το σημείο που επιτρέπει το μπόι της. Η Συμφωνία των Πρεσπών, ο άξονας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, η κινητικότητα στη Βόρεια Αφρική και στον αραβικό κόσμο, δείχνουν μία χώρα που προσπαθεί να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της και να κινηθεί όχι ως «ουρά» των ισχυρών, αλλά ως ένας αυτόνομος παίκτης που αντιλαμβάνεται το μέγεθος και τα όρια των δυνατοτήτων του.