Στην πρώτη καραντίνα γραπώσαμε την ευκαιρία μιας ψευδαίσθησης. Οτι ο κόσμος σταμάτησε να γυρίζει κι είχαμε χρόνο να μελετήσουμε τη ζωή μας και ό,τι μας περιβάλλει. Φτάσαμε μέχρι και σε «ακρότητες». Να μελετάμε τα λουλούδια, τους ήχους, τις σχέσεις μας. Σ’ ετούτη την καραντίνα όλα είναι αλλιώς. Μια αίσθηση ματαίωσης, μελαγχολίας, μπορεί και από τη συνειδητοποίηση ότι τελικά ο κόσμος δεν σταματάει, δεν γίνεται να σταματήσει. Κι είσαι κολλημένος να παρατηρείς ένα δράμα που επιδρά στη ζωή σου και είσαι μόνος. Ενώ πριν είχες ψευδαίσθηση παρέας, έτσι που, για πρώτη φορά, είχαμε γίνει μια μεγάλη παρέα.
Αυτά σκεφτόμουν ενώ περπατούσα μέσα στη νύχτα. Και αραιά και πού έβλεπα φωτάκια ποδήλατων. Σαν μεγάλες πυγολαμπίδες. Μάλλον ήταν η κατάλληλη ατμόσφαιρα. Μας θυμήθηκα τα χρόνια που δημιουργούσαμε εμείς τα θρίλερ, όχι το Netflix. Και μεταφέραμε ή μάλλον ενισχύαμε τους μύθους που ακούγαμε. Γίνονταν φαντάσματα! «Μπρρρρρ!», όπως έγραφαν τον φόβο στα κλασικά εικονογραφημένα. Ολα τα μέρη είχαν τους δικούς τους μύθους φόβου. Είχαν και τους τρελούς ή τις τρελές τους. Εκείνα τα τραγικά στιγματισμένα πλάσματα που και τα φοβόντουσαν και τα κορόιδευαν. (Ενα δράμα που ευτυχώς εξαλείφθηκε στα χρόνια.)
Στη Βουλιαγμένη ήταν εκείνο το κορίτσι που χαιρετούσε όλα τα αεροπλάνα. Και ο μύθος έλεγε ότι είχε ερωτευτεί έναν αεροπόρο που την παράτησε. Και εκείνη τρελάθηκε και έκτοτε περιφερόταν έρημη να κοιτάει τον ουρανό. Είχαμε και τον καμπούρη τον περιπτερά. Που κατασκοπεύαμε την τεράστια καμπούρα του και τον θυμό του, με το που μας έπαιρνε είδηση και πλακώναμε ορθοπεταλιά για να διασωθούμε. Μετά ήταν η λίμνη. Μπρρρρρ! Ακου τι μας έλεγαν! «Ενα σημείο της είναι άβυσσος. Οσοι προσπάθησαν να βρουν πού τελειώνει, όλοι πέθαναν». Και ήταν κι εκείνη η τρύπα στο βουνό που συνδεόταν, έλεγαν, με τη λίμνη, αλλά και εκεί όποιος μπήκε πέθανε. Και οι Γερμανοί πετούσαν αυτοκίνητα που δεν βρέθηκαν ποτέ!».
Μα, ωστόσο, κανένας μας δεν έβαλε μπροστά τη λογική. Καθώς ο φόβος, αγαπημένοι μου αναγνώστες, είναι πάνω από το μυαλό και δεν το αφήνει ποτέ να δράσει αυτόνομο. (Κι έτσι φτάσαμε να τολμήσω να κολυμπήσω στη λίμνη στα 58 μου χρόνια κι έκτοτε να μη χάσω μέρα για μέρα! Κοίτα τι κάνει ο φόβος!..). Και ήταν και εκείνο το σημείο δίπλα στην Ωκεανίδα με τα βούρλα. Εκεί που ένα κοριτσάκι είχε βρει ένα πτώμα. Και οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν «Δυο πράσινα μάτια είδαν τον φόνο». Και έκτοτε δεν ξανααποκαλέσαμε το κοριτσάκι με το όνομά του αλλά με το παρατσούκλι «Δυο πράσινα μάτια»…
Υπουλο πράγμα το bullying. Και ήταν και εκείνο το εκκλησάκι, το περίεργο σαν χειροτεχνία. Πάνω στη θάλασσα, κρυμμένο από των πολλών τα μάτια. Και ο μύθος έλεγε για έναν πατέρα που έχασε σε ναυάγιο τη γυναίκα του και τα παιδιά του και έκτισε αυτό, αφιερωμένο στον Aγιο Νικόλαο, και εκεί τους έκλαιγε μέρα και νύχτα. Και ήταν και στο Καβούρι, το άλλο «μπρρρρρρ!». Εκεί που ο Μουντής σκότωσε την Αμερικάνα Τσάπμαν. Φόνος που βούρλισε μια ολόκληρη εποχή! Γιατί ο πατέρας της Τσάπμαν ποτέ δεν αποδέχτηκε ότι αυτός ήταν ο φονιάς του παιδιού του, αλλά η CIA.
Και μπορεί να μη μάθαμε την αλήθεια, αλλά μέχρι και τώρα ασυναίσθητα πατάω αλλιώς το γκάζι όταν περνάω από εκεί. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχαμε και «τους ανώμαλους»! Να δρουν εκεί όπου πήγαιναν ζευγαράκια. Γιατί το αυτοκίνητο ήταν το ερωτικό καταφύγιο της εποχής. Ματάκηδες, ηδονοβλεψίες. Και επιδειξίες. Οι κύριοι με την καμπαρντίνα. Μα τι έγιναν οι ανώμαλοι; Μπορεί και να τους περιέθαλψε το διαδίκτυο.
Σκέφτομαι, αγαπητοί, πόσοι φόβοι καθόρισαν τη ζωή μας. Πόσο ενισχυμένοι… Φόβος πάνω στον φόβο. Μα ό,τι φοβηθήκαμε, ποτέ δεν προέκυψε και ό,τι δεν φανταζόμασταν ότι θα συμβεί, συνέβη. Συναρπαστικά μυστήρια η ζωή! Αντε με το καλό, να ημερέψει τους φόβους μας ένα εμβόλιο. Πόσο αναστάτωσε τη ζωή μας ο κορονοϊός! Για να ξανοιχτούμε στον επόμενο φόβο. Γίνεται ζωή χωρίς φόβο; (Μόνο όσοι πεθύμησαν το Μπάντεν Μπάντεν είναι ατρόμητοι και αήττητοι. Οσο η ανοησία.)