Protagon A περίοδος

Ζα Ζα, η πόρνη

Η Ζα Ζα είναι μια γυναίκα που ζει ανάμεσά μας. Μπορεί να είναι αυτή που σας σκούντηξε κατά λάθος στο λεωφορείο ή εκείνη που κάθεται μόνη της σε ένα μπαρ. Αρκετοί θα την ζηλέψουν, περισσότεροι θα ενοχληθούν.

Λουκρητία

Συνήθως στο internet αν αφεθείς, μπορείς εύκολα να βρεθείς στο σημείο να χάσεις τον εαυτό σου. Η Ζα Ζα κατάφερε το αντίθετο. Τον ανακάλυψε. Μέσα από τα μηνύματα του άγνωστου Ν.Χ. και το παιχνίδι της κυριαρχίας και της φαντασίωσης. Ανάμεσα στις σαφείς οδηγίες που της έδινε κάθε φορά, βρισκόταν και μια ψηφίδα του προσωπικού της μωσαϊκού. Ένα μωσαϊκό που κρυβόταν για χρόνια κάτω από συζυγική σκόνη. Αυτήν την σκόνη που την νιώθεις οικεία και αισθάνεσαι ασφάλεια, αλλά συνάμα σε ενοχλεί και θες να την τινάξεις από πάνω σου. Και η Σοφία, η γυναίκα που την βοήθησε να γίνει πόρνη, ήταν ο συντηρητής σε αυτό το έργο τέχνης που σύντομα άλλαξε όνομα και έγινε Ζα Ζα. Tεντωνόταν σε δυο ζωές. Ή μάλλον, διεκπεραίωνε την μία και ζούσε την άλλη. Άφησε τις εκδόσεις βιβλίων κι έκανε σελίδες το κορμί της. Την φυλλομέτρησαν αχόρταγα χέρια και η ηδονή κράτησε σημειώσεις στην σάρκα της. Και μετά; Και μετά δεν έχει σημασία. Η Ζα Ζα είναι μια γυναίκα που ζει ανάμεσά μας. Μπορεί να είναι αυτή που σας σκούντηξε κατά λάθος στο λεωφορείο ή εκείνη που κάθεται μόνη της σε ένα μπαρ. Αρκετοί θα την ζηλέψουν, περισσότεροι θα ενοχληθούν. Όχι για αυτά που έζησε αλλά γιατί η ιστορία της σε φέρνει αντιμέτωπο με την δική σου εικόνα. Την δική σου τοποθέτηση απέναντι στην ζωή και στις επιλογές σου. Γιατί η Ζα Ζα τελικά θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε -ακόμη και εσείς. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.

Λ.: Σκέφτηκες ποτέ να ορίσεις τους δικούς σου όρους στο παιχνίδι με τον Ν.Χ.; Ή ακόμη και να αντιστραφούν οι ρόλοι; Κι αν ναι, θα ήταν σαν να απατούσες τον σύζυγό σου;
ΖΖ: Όχι όσο ήμουν υποταγμένη στη γοητεία του, όχι όσο ήμουν σκλάβα. Ούτε το σκέφτηκα, ούτε θα μπορούσα να το σκεφτώ. Συνέβη όμως, και όταν συνέβη ήταν καλοδεχούμενο. Μπορεί, δε, να μην αντέστρεψα ποτέ τους ρόλους μας —δε θα με ικανοποιούσε κάτι τέτοιο, δε με ευχαριστεί να λέω σε κάποιον τι να κάνει, να του δίνω διαταγές, να τον εξωθώ να υπερβεί τα όριά του, και σίγουρα όχι, τέλος πάντων, αν δε με πληρώνει γι’ αυτό—, μπορεί, λέω, να μην αντιστράφηκαν οι ρόλοι μας μέχρι να χωρίσουμε (καταλαβαίνετε από ποιον), και έκτοτε να μην έχουμε την παραμικρή επαφή (έστω: την παραμικρή επαφή που χρειάζεται να δημοσιοποιηθεί…), αλλά ποτέ δεν ήταν κάτι τέτοιο το ζητούμενο. Είμαι ευχαριστημένη με το τέλος που έλαβε η ανάγκη μας να άρχουμε και να αρχόμαστε. Ήμουν πάντα ένα κομμάτι τού Ν.Χ., και τανάπαλιν.

Λ.: Θεωρείς πως, εάν δεν είχε εμφανιστεί ο Ν.Χ., θα είχες αναζητήσει την πραγματική σου ταυτότητα ως άτομο; Με άλλα λόγια, ήταν το παιχνίδι με τον Ν.Χ. η αφορμή;
ΖΖ: Όχι, χρωστώ τα πάντα στον τύραννό μου. Εκμεταλλεύτηκα —για να το θέσω σχηματικά— μία κρίση, αυτό είναι όλο. Το κάνουν όλες οι μεγάλες εταιρείες, γιατί όχι και μια μονοπρόσωπη ΕΠΕ; Οι εταιρείες που αργούν να αντιμετωπίσουν κρίσεις πολύ γρήγορα βγαίνουν από την αγορά. Τα σύγχρονα στελέχη είναι εκπαιδευμένα να βγάζουν κέρδη από αυτές, ή ακόμη καλύτερα να τις προκαλούν: μόνο σε περιβάλλον αστάθειας και τριγμών ανακαλύπτεις τα προβλήματα. Όχι τις λύσεις απαραίτητα: τα προβλήματα — αυτό είναι το βασικό. Μια σχέση γεμάτη καρτποσταλικά τριαντάφυλλα, σαν αυτά που ποστάρουν οι μελαγχολικές γυναίκες στο Facebook, είναι η Κόλαση. Και, όπως ξέρετε, η πόρτα της Κόλασης ανοίγει μόνο από έξω. Ο Ν.Χ. ήταν ο Βιργίλιός μου. Κι ας μην υπήρξε ποτέ. Κι ας ήταν, κι αυτός, ένας Άλλος.

Λ.: Πιστεύεις στη μοίρα; Το ρωτώ γιατί το βαφτιστικό σου (Σωσάννα) στα εβραϊκά σημαίνει Κρίνος. Ένας άκρως φαλλικός συμβολισμός κατά πολλούς. Ίσως λοιπόν και το όνομά σου έκρυβε την πραγματική πορεία που θα ακολουθούσες στη συνέχεια;
ΖΖ: Φαλλικός συμβολισμός, προφανώς, αλλά ταυτόχρονα και συνώνυμο παρθενίας. Μου αρέσει η αμφισημία — και αυτή, και άλλες. Και, ομολογώ, η σεξουαλική περιπλάνησή μου προσέδωσε έναν καινούργιο τρόπο ορισμού της παρθενίας μου, η οποία κερδίζεται και χάνεται καθημερινά, συχνά και περισσότερες από μία φορές την ημέρα. Ξέρω πως θα ακουστεί υπερβολικό και ενδεχομένως αστόχαστο να πω πως χάνεται ανάμεσα από τις ποικίλες συνευρέσεις, και κερδίζεται κατά τη διάρκειά τους, αλλά έτσι είναι. Εάν έτσι νομίζω, βεβαίως.

Λ.: Έρωτας και σεξ μπορούν να πάνε μαζί; Δεδομένου ότι ο έρωτας συχνά σημαίνει πλήρης παράδοση, ενώ με το σεξ είναι κυρίως ζήτημα επιβολής ελέγχου.
ΖΖ: Πλήρης παράδοση; Δεν είμαι σίγουρη. Ο έρωτας αφορά πάντα τον έλεγχο και την κατάποση του Άλλου. Μπορεί να μετέρχεται κανείς χίλια δυο στρατηγικά κόλπα για να συντηρήσει την ερωτική εκροή από την καρδιά (από την καρδιά…) του συντρόφου του, όπως ένας σαμουράι που προσποιείται τον νεκρό, μα όλα αυτά είναι απλώς στρατηγική: είναι προσποιήσεις επί του αντιπάλου. Στο τέλος, είμαστε πάντα μόνοι με τον εαυτό μας. Μια υπέροχη συντροφιά, και η μοναδική που μπορείς να έχεις. Εκτός, βέβαια, και αν μιλάμε για έναν βουκολικό έρωτα — προσωπικά γνωρίζω και με ενδιαφέρει μόνον ο έρως εν τω άστει, δηλαδή η αναζήτηση του εαυτού διά της ηδονής. Και μιας και μιλώ με πολεμικούς όρους, ας πω και τούτο: το σεξ με τον εραστή σου υπό καθεστώς έρωτα είναι όπως ο βιασμός των κοριτσιών σε μια μόλις κατειλημμένη εχθρική πόλη. Ή: θα όφειλε να είναι.

Λ.: Αναζήτηση της ηδονής: αδυναμία ή ελευθερία;
ΖΖ: Ανάγκη. Στόχος. Άσκηση χειραφέτησης. Και φυσικά ένα ακόμη πεδίο όπου θα χάσεις τη ζωή σου, ή όπου θα χαθείς, ή όπου θα σκοτώσεις και, ξανά, θα σκοτωθείς. Διαρκώς. Ένα αισθητικό πεδίο επίσης για να ασκήσεις την ηθική σου σκευή. Η ηδονή του σώματος δεν είναι ηδονή του σώματος.

Λ.: Ένας άνθρωπος χωρίς βίτσια, χωρίς φαντασιώσεις, είναι ένας άνθρωπος καταπιεσμένος;
ΖΖ: Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς βίτσια. Αν και προφανώς ο όρος είναι, ας πούμε, αποπροσανατολιστικός και ψευδής — νόθος. Και εμπνευσμένος (ή μάλλον: εκπορευόμενος) από τις θρησκείες. Το δικό μου βίτσιο μπορεί να είναι η δική σου αγαθή και χαμογελαστή καθημερινότητα. Όσο για την καταπίεση (και φυσικά δεν εννοώ την πολιτική): ναι, όλοι είμαστε. Καταπιεσμένοι και δουλόφρονες. Η καταπίεση είναι ίδιον προσωπικό, εκπηγάζει από μέσα μας, δε μας επιβάλλεται, δε μπορεί να μας επιβληθεί. Την καταπίεση τη γεννούμε και την απολαμβάνουμε όσο τίποτε. Είναι η μεγαλύτερή μας απόλαυση. Η αυτοκαταπίεσή μας είναι το Μέγα Βίτσιο.

Λ.: Αφού βρέθηκες με τη Σοφία, σκέφτηκες ποτέ να κάνεις πίσω — έστω και τελευταία στιγμή; Ήσουν προετοιμασμένη να κάνεις τη μεταστροφή εάν έβλεπες πως αυτό που δοκίμαζες δεν ήταν αυτό που τελικά περίμενες;
ΖΖ: Κατά μία έννοια, ακόμα είμαι. Και μου αρέσει αυτός ο όρος: «μεταστροφή», ενταγμένος στο βιολογικό οπλοστάσιο. Περιγράφει την ανάστροφη εξελικτική διαδικασία: ένας οργανισμός επιλέγει να αλλάξει, να διαφοροποιηθεί (υπέροχος όρος κι αυτός: διαφοροποίηση), ώστε να έχει περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης. Ας πούμε, μακραίνει περισσότερο τις κεραίες του για να έχει καλύτερη εποπτεία του χώρου και των δυνάμει θυμάτων του. Αν, λοιπόν, δει ότι η διαφοροποίησή του αυτή φέρει περισσότερο κακό από καλό (ας πούμε, επειδή οι νέες κεραίες του αρέσουν πολύ για κολατσιό σε κάποιον αντίπαλο οργανισμό), επιστρέφει στην προτεραία κατάσταση: μικραίνει τις κεραίες του, στο προηγούμενο ύψος τους. Είναι κι αυτό εξέλιξη, μολονότι με αρνητικό πρόσημο. Η ζωή είναι ζαριές, όλα τα βήματά μας είναι ζαριές. Αν επέλεγα να μεταστραφώ, ίσως να είχα ανακαλύψει μια καινούργια, μιαν άλλη οδό διαφυγής. Ίσως και όχι. Χαίρομαι που δεν το επέλεξα. Χαίρομαι που έχασα.

Λ.: Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη όπου «όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους». Δε φοβήθηκες ποτέ μήπως αποκαλυφθείς χωρίς να το έχεις επιδιώξει, ή αυτό το ρίσκο προσέδιδε περισσότερη γοητεία στην απόφασή σου;
ΖΖ: Δε θα ήθελα να μιλήσουμε γι’ αυτό.

Λ.: Η ηθικολογία κρύβει μέσα της υποκρισία ή είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αλήθειας; Για να το πω διαφορετικά, τι είναι πιο ειλικρινές: να αναζητάς την απόλαυση κάθε φορά ή να συμβιβάζεσαι με το κοινώς αποδεκτό;
ΖΖ: Η ηθικολογία είναι το αποτύπωμα της προνεωτερικότητας στο σήμερα, την απεχθάνομαι. Παρά ταύτα, όπως άλλωστε και τα κλισέ, και όλοι οι κοινοί τόποι, περιέχει πολλήν αλήθεια και πολλή σοφία. Ας μη γελιόμαστε. Προσωπικά, δεν αναζητώ την απόλαυση — η απόλαυση μου προσφέρεται όταν και όσο την παρέχω σε τρίτους. Αναζητώ την ελευθερία. Κανείς μπορεί να ζει με λίγα, επειδή δεν ξέρει ότι δίπλα του υπάρχουν πολλά περισσότερα. Είναι τραγικό, αλλά και πάλι ακόμα και ένας απολύτως ελευθεριακός δε μπορεί ποτέ να είναι απολύτως ελευθεριακός. Συμβιβαζόμαστε και παραδεχόμαστε ότι οφείλουμε να ζούμε μέσα σε ένα στάτους εγκεκριμένο από τον εαυτό μας. Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να ισχύει αυτό — είμαστε υποπροϊόντα της κοινωνίας, ιστορικά αθύρματα, ο στόχος κάποιου έξω από μας. Η απόλαυση είναι το καρότο και ταυτόχρονα το μαστίγιο της επένδυσης που κάνουμε στη λιβιδώ μας.

Λ.: Λένε πως οι επιλογές μας ορίζουν το ποιοι είμαστε. Εγώ πιστεύω πως είμαστε οι ενοχές μας καθώς αυτές ορίζουν τις επιλογές μας. Τελικά τι πιστεύεις πως ισχύει;
ΖΖ: Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Το σώμα μας, ως δοχείο και context αυτού που λέμε τραγικότητα της ύπαρξης, είναι φύσει ενοχικό. Μου αρέσει πολύ αυτό, και —εννοείται— δεν το συναρτώ καθόλου με τη χριστιανική ενοχή, τη χριστιανική ηθική, προς Θεού, που άλλωστε βρίσκω θανατηφόρες. Βαδίζουμε προσεκτικά σε ωραία μονοπάτια ενοχών, με στολές παραλλαγής υφασμένες από συγκατάβαση και χαμόγελα αυτοϊκανοποίησης.

Λ.: Σε κάποιο σημείο του βιβλίου, γράφει πως ο άνθρωπος είναι το μόνο τραγικό δημιούργημα της φύσης γιατί μια ζωή περιμένει να πεθάνει. Έχει επίγνωση της θνητότητάς του και του εφήμερου. Αυτή η γνώση είναι που σπρώχνει κάποιον να χωρέσει πολλές ζωές σε μία;
ΖΖ: Ναι, ασφαλώς. Βέβαια, και για να ξεκαθαρίσουμε το «κάποιον», λέγοντας «άνθρωπο» δεν εννοούμε, δα, και την ανθρωπότητα (που στο σύνολό της ζει όπως ένα πλάσμα με μηδενική επίγνωση της στιγμιαίας παρουσίας του εδώ, και της πελώριας ανεπάρκειάς του), αλλά όποιον ενδιαφέρεται για τη σύνθεση μιας προσωπικής αφήγησης, για το δάμασμα του χρόνου, για την εκτόξευση της libido του, για τον τρυγητό της libido των πλησίον. Η ζωή είναι πάντα μία, και είναι δικιά σου — εκτός κι αν τη μοιράζεσαι. Εγώ το κάνω, με χαρίζω.

Λ.: Όταν κάνεις δύο ζωές, πώς επιλέγεις ποια θα σκοτώσεις; Με ποια κριτήρια;
ΖΖ: Αυτήν που γνωρίζεις καλύτερα. Το παν είναι να μην ξέρεις (να μην έχεις αποφασίσει…) εκ των προτέρων τι θα ακολουθήσει, κι ας είναι αυτό που ακολουθεί ο Παράδεισος. Συγγνώμη που το λέω κάπως απότομα.

Λ.: Κάποιοι ίσως σκεφτούν πως τίποτα από όσα έκανες δεν έγινε για να σώσεις τη σχέση σου με τον σύζυγό σου. Αυτό ήταν απλώς μια δικαιολογία για να ανακουφίσεις τις ενοχές σου. Πόσο ειλικρινής υπήρξες με τον εαυτό σου;
ΖΖ: Πριν απαντήσω, να τονίσω πως, μολονότι ο καθείς μπορεί να σκεφτεί οτιδήποτε για μένα, ας μου επιτραπεί να μην το λάβω υπόψιν: έκανα ό,τι έκανα για μία σειρά λόγους, και υπήρξα τόσο αυτή που επινόησε την αφήγησή της —ένα είδος δημιουργού, με τη μπορχεσιανή έννοια του hacedor—, όσο και απολύτως, κατά 100%, υποκινούμενη από άλλους, κυρίως φυσικά από τον Ν.Χ.: ένα Γκόλεμ, ένα αυτόματον, μια μαριονέτα, ένα ρολόι-κούκος. Η ειλικρίνεια είναι παγίδα και φενάκη μαζί. Δε με ενδιαφέρει ο εαυτός μου αρκετά, αν και περισσότερο από τον μέσο όρο. Ω, οι ενοχές είναι σύμμαχες. Ας τις χαϊδεύουμε. Στο πρόσωπο, στην κοιλιά, και πιο κάτω. Δεν είμαστε ο χαζούλης καφκικός Κ., αλλά κάτι πολύ πιο σύνθετο. Ο Κ. δεν είναι άνθρωπος, αλλά εγώ είμαι. Κι εσείς. Θα μπορούσαμε απλώς να φιληθούμε τη νύχτα.

Λ.: Όταν έγινε η αποκάλυψη στο τέλος με τον σύζυγό σου, ένιωσες προδομένη ή απελευθερωμένη;
ΖΖ: Άραγε πώς να ένιωσε εκείνος όταν κατάλαβε; Δε με νοιάζουν ούτε κατ’ ελάχιστον τα δικά μου συναισθήματα, πάει καιρός πια που με ενδιαφέρουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα: η σάρκα, η αφηγηματική δεινότητα των σωμάτων, η περιουσία του σώματος, η λαχτάρα για τον οργασμό ενός ξένου, η συσσώρευση των χρημάτων που μπορώ άξαφνα να σπαταλήσω σε κάτι μηδαμινό, ή σε πολλές ζωές. Συγγνώμη, αλλά η ζωή είναι εκκωφαντικά σπουδαία για να με νοιάζει το χθες. Το χθες είναι τα δακτυλικά αποτυπώματα ενός γέροντα στην «Καθημερινή της Κυριακής». Ζω αποκλειστικά στο αιώνιο hic et nunc. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να ζεις για δαύτο. Εκτός από τις σταγόνες, αυτές, της παντοτινής εγρήγορσης των σωμάτων. Ξέρετε, αυτές που λέγονται και εκκρίσεις.

Λ.: Σε ποιο βαθμό μπορεί να χάσει κάποιος την ταυτότητά του σε μία σχέση; Και τι κάνεις όταν το συνειδητοποιήσεις; Τιμωρείς τον εαυτό σου ή υιοθετείς επιθετική στάση;
ΖΖ: Έχει γούστο που απαντώ σαν τη θεία Λένα. Μου αρέσει, υπό μίαν έποψη. Αλλά πραγματικά, οι απαντήσεις, εδώ κι εκεί, είναι προφανείς. Κατά βάθος, όλοι ξέρουν ότι «χάνουν την ταυτότητά τους». Σε μία σχέση. Από την άλλη, αυτό είναι το ζητούμενο. Από μια πιο φιλοσοφική γωνίτσα της συνείδησής μας, ανακαλύπτουμε ότι δεν έχουμε ταυτότητα: κάθε στιγμή ετεροπροσδιοριζόμαστε. Αυτή είναι και η όλη αλήθεια της ζωής. Η αλληλοπεριχώρηση — νομίζω το είπα και πιο πριν. Δεν είμαστε εδώ για να υπάρχουμε, αλλά για να πραγματωθούμε μέσω τού Άλλου. Αλλιώς τίποτε δεν έχει αξία. Η ελευθερία μου είναι η σκλαβιά μου από κάποιον άντρα. Χωρίς (τον εκάστοτε) αυτόν είμαι ένα όμορφο τίποτε, μια άμορφη γυναίκα. «Χαρίστε μου τη ματιά σας». Θα ήταν μια καλή ατάκα για θυρεό. Φυσικά, λατινιστί. Και μ’ ένα έξαλλο σώμα να προτάσσει το φύλο του στο μέσον. Ένα καλό Ex Libris, επίσης.

Λ.: Τι είναι πιο εύκολο; Να πολεμάς να γίνεις αυτό που θες ή να πολεμάς να μη γίνεις αυτό που πραγματικά είσαι;
ΖΖ: Η ερώτηση υπερβαίνει τη διανοητική μου εξάρτυση, τη διατρυπά. Είστε πολύ πιο διανοούμενη από όσο θα ήλπιζα ποτέ για μένα. Ίσως πιο παλιά να μπορούσα να σας αντιπαλέψω, μα όχι πια. Ξέρετε, όταν εξοκέλλεις στο σώμα, όλα είναι πιο… πώς να το πω… πιο μυρωδικά. Σε μια ζωή οσμών, κάποιες προσπάθειες εξορθολόγησης είναι απλώς καταδικασμένες να σπινιάρουν μένοντας στον ίδιο τόπο.

Λ.: Μπορεί κάποιος να ξεφύγει εντελώς από το παρελθόν του; Εσύ το έχεις καταφέρει; Ή υπάρχουν στιγμές και καταστάσεις που σκέφτεσαι πώς θα αντιδρούσε η Άννα;
ΖΖ: Όταν λέτε Άννα;… :-) — Ναι, για να απαντήσω σοβαρά, δεν έχω πάψει να είμαι η Άννα. Προφανώς. Η Άννα, βέβαια, δεν είναι, δεν υπήρξε πόρνη, κατανοητό αυτό, αλλά κι εγώ δεν υπήρξα αυτή… κατά πολλές, κατά πάρα πολλές έννοιες. (Να ζω υπό δήθεν ερωτική καταστολή; Όχι!) Δεν έχουν πάψει να με ενδιαφέρουν τα βιβλία, ή οι εικαστικές συνθέσεις, ή να συχνάζω στα μπαρ που πρέπει. Απλώς αγαπώ πιο πολύ την πυρκαγιά, την αίσθηση των τρελών τρένων που τρέχουν άδεια, την ιδέα ότι οι Τσιγγάνοι μεταφέρουν, κρυφά, λιοντάρια στα καραβάνια τους, τη μυρωδιά του δέρματος όταν κουράζεται από αγάπη κι από τυράννια. Μου αρέσει η τυράννια, και στα δύο άκρα της. Δε μου αρέσει τίποτε χλιαρό, τίποτε μέτριο. Κατά τη ρήση του Ευαγγελίου; Ναι, γιατί όχι; Αισθάνομαι πολύ συχνά Χριστός. Ήρθα εδώ για να άρω τις αμαρτίες του κόσμου διά του σώματός μου. Δεν παίρνω πολλά λεφτά γι’ αυτό. Δεν παίρνω πολλά λεφτά. Και τα καταφέρνω καλύτερα. Ας σημειωθεί αυτό: τα καταφέρνω καλύτερα.

Λ.: Πού βρίσκεται σήμερα η Ζα Ζα; Πώς ζει το παρόν της;
ΖΖ: Δε μου κάνατε καμία ερώτηση για το κραγιόν που προτιμώ, για τις ενυδατικές μου κρέμες, για τα μυστικά του κομμωτηρίου, για τις σκιές στα μάτια, για τις σκιές στο βλέμμα. Για τις σκιές, γενικά. Αυτά με συνέχουν, αυτά αγαπώ, γι’ αυτά ζω: για σκιές. — Πώς… πώς ζω… Όπως ζει ο καθείς. Νιώθω όλη αυτή τη βία που έχει βγει απ’ τις σπηλιές και μας απειλεί με απόλυτο αφανισμό. Αυτή την τρέλα. Τις γελοίες και υστερικές δήθεν προσπάθειες για να τιθασευτεί. Πλην, αχ, η ελληνική κοινωνία είναι τόσο εγγενώς φασιστική, τόσο λατρεύει τον ναζισμό (συγγνώμη, δε μπορώ να αποφύγω αυτή την αναφορά), που αδυνατώ να την παρακολουθήσω. Τη σιχαίνομαι. Θα αφανιστεί όλο αυτό το σύστημα που κάνει παιχνίδι σήμερα. Αλλά ώς τότε θα έχει χυθεί πολύ αίμα. Πολύ. Πάντα η Ελλάδα, ως πρωθιέρεια του προπολιτικού στάτους, ήταν παρούσα όποτε μύριζε αίμα και θάνατος. Το ξέρετε δα. Παρακαλώ, να μη με συντάσσετε με δαύτους. Ποτέ δε θα ήθελα —προς Θεού, σας παρακαλώ!— να είμαι αυτό το Τέρας που θα μας φάει. Κι έχει τόσους χυδαίους υπηρέτες. Κι έχει τόσο σβήσει όλες τις προσπάθειες που κάναμε τόσο πολλοί άνθρωποι. Όμως ας λέγαμε κάτι άλλο. Η Ελλάδα έχει πάμπολλους ωραίους άντρες. Και άπειρες υπέροχες, μοναδικά υπέροχες, γυναίκες. (Ναι, όπως κάθε τόπος). Γιατί να μη μιλάμε γι’ αυτά; Ας μιλήσουμε γι’ αυτά. Είναι λατρεμένοι, οι ωραίοι κι οι ωραίες, και ξεφεύγουν από τα λογής μπλόκα. Τους λατρεύω. Ναι: μαζί τους ζω, παρά ή και μέσω της δουλειάς μου. Γελάω λίγο καμιά φορά, πολλές φορές κλαίω, αλλά: είμαι εδώ. Κύτταρο από τα κύτταρά τους. — Γράφουμε διάφορα χαζά με τον Κυριάκο, αυτός είναι ερωτευμένος μαζί μου (εγώ όχι: με θέλει κάθε μέρα, σαν αγόρι, εγώ πάλι όχι, όχι — εντάξει, είναι και μεγάλο παιδί), θα τα παρουσιάσουμε ίσως κάποτε, και κυρίως θα μιλήσουμε για κάποια δύσκολα θέματα. Αλλά όχι τώρα: όταν θα είμαστε έτοιμοι. Και, κυρίως: το κοινό. — Σας ευχαριστώ!

*Η Ζα Ζα (επαγγελματικό ψευδώνυμο) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ, και εργάστηκε για ένα ικανό διάστημα ως επιμελήτρια εκδόσεων. Σήμερα κάνει άλλη δουλειά.

**Το βιβλίο "Ζα Ζα" του Κυριάκου Αθανασιάδη κυκλοφορεί από τον Εκδοτικό Οίκο Ανοχής και η παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 21 Νοεμβρίου, 7μμ, στο Free Thinking Zone (Σκουφά 64 & Γριβαίων).