Ήταν η εποχή που για την τροφή μας νοιαζόταν το Κοράκι του προφήτη, νερό βρίσκαμε παντού, ο κόσμος ήταν ακόμα δροσερός, η νιότη μας φορούσε τα καλά της και ας μην είχε παρά μια και μόνο αλλαξιά απλωμένη στο σύρμα να στεγνώνει, κι αυτήν πολλές φορές δανεική.
Ήταν λοιπόν εκείνη η εποχή που τις Κυριακές τα πρωινά παίρναμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε στην τσέπη μας, την ταυτότητά μας και τρέχαμε στο Μοναστηράκι. Στα υπόγεια και υπαίθρια παλαιοβιβλιοπωλεία. Στα μεγάλα γήπεδα. Φτιάχναμε, χτίζαμε, κουβαλώντας μαζί με μια καρέκλα, την ψυχή μας, μιας κι από καλή μας τύχη, οι τοίχοι που μας μεγάλωσαν ήταν λευκοί και αδειανοί και καθαροί και άσπροι σαν το γάλα, απ' τον ασβέστη της μητέρας.
Ποτέ δεν έφταναν τα χρήματα και έπρεπε να αφήνουμε την ταυτότητα καπάρο και ενέχυρο, γιατί αυτό το βιβλίο ψάχναμε και θέλαμε τόσο πολύ, τόσον καιρό, αυτόν το ποιητή και συγγραφέα, αυτήν τη έκδοση, αυτό το φάρμακο και ήταν τώρα εκεί μέσα στα δυο μας χέρια, σκονισμένο και παλιό, μα κόστιζε και όσο κι αν ψάχναμε επάνω μας, τα χρήματα δεν έφταναν και ο βιβλιοπώλης καταλάβαινε, έβλεπε τον πυρετό και τη λαχτάρα μας -δεν ξέραμε, δεν μάθαμε ποτέ μας να την κρύβουμε και να κρυβόμαστε- με μια ματιά μας έκοβε, μας έραβε, έβλεπε τι είχε απέναντί του και δεν κατέβαινε ούτε μια δραχμή.
Άλλη λύση δεν υπήρχε λοιπόν, θα αφήναμε την ταυτότητα, μια προκαταβολή και θα γυρνούσαμε να πάρουμε το βιβλίο. Τρέχαμε στο σπίτι μήπως και βρούμε κάποιο ξεχασμένο χαρτονόμισμα, να σπάσουμε κανέναν χιλιοσκυλευμένο κουμπαρά να μετρήσουμε δεκάρες, κουμπάκια, βίδες και φραγκοδίφραγκα μήπως και βγει, και μαζευτεί ο αριθμός και το ποσό.
Κάποιες φορές τα καταφέρναμε, τις πιο πολλές όμως όχι και έπρεπε να πάρουμε γραμμή τα στέκια φίλων και γνωστών για δανεικά, μα κι αυτό ήταν ακόμα πιο δύσκολο, όλοι στο ίδιο το καζάνι βράζαμε.
Θα περιμέναμε λοιπόν για κάποια μεροκάματα ως την άλλη Κυριακή χωρίς ταυτότητα, έτσι κι αλλιώς το όνομά μας ακόμα με το ζόρι το αρθρώναμε.
Τα βράδια εκείνα τα αξημέρωτα, γυρνούσαμε αργά με τα στιχάκια, τις στροφές και τα τραγούδια μας, δίχως διπλώματα, δίχως ταυτότητα και ήταν οι κήποι ολάνθιστοι, οι μάντρες χαμηλές, γιόρταζαν οι αγάπες μας και τα σκυλιά ήτανε δεμένα και ήταν τότε που πάντοτε θα πέφταμε επάνω στην αστυνομία και στον έλεγχο και θα μας έσερναν στο τμήμα για εξακρίβωση και όλα τα σχετικά, δεν είχαμε τότε ακίνητα και κινητά για να ειδοποιήσουμε, μόνο στη μέσα τσέπη του μπουφάν ένα βιβλίο σου για όλη τη νύχτα συντροφιά στο κρατητήριο. Και όταν μας ρώταγαν, εσείς γιατί εδώ, να λέμε τ' όνομά Σου, να μας κοιτούν παράξενα, να κουνάνε το κεφάλι τους και να μας λεν' τρελούς και αλητόπαιδα κι εμείς να το χαιρόμαστε διπλά και τρίδιπλα που για χατίρι Σου, τρελούς και αλήτες μας βαφτίσανε. Που τέτοιον τίτλο αξιωθήκαμε.