Κάνω βόλτες στην Αθήνα τα τελευταία βράδια και κατέγραψα ό,τι είδα-μύρισα-άκουσα-ένιωσα. Ελάτε μαζί μου, φορέστε ζώνη ασφαλείας…
Αυτές τις νυχτιές που η πόλη τυλίγεται στη ραστώνη και καταγράφει απουσίες μόνιμων κατοίκων, μπαίνω στο αυτοκίνητο και κάνω βόλτες. Η διαδρομή δεν είναι ποτέ η ίδια, αλλά αν κάνετε το ίδιο θα έχετε διαπιστώσει ότι, χωρίς να το θέλετε, γυρίζετε από σημεία που υποσυνείδητα κάτι σας θυμίζουν, πες το και «ανοιχτά υπόλοιπα».
Στην Αγία Παρασκευή, ψηλά στον Δημόκριτο, παίρνω ανάσες από τα πεύκα, στο Κολέγιο-απέναντι πίνω ένα ποτό σχεδόν στα όρθια, «κάτσε, παιδί μου, σε κυνηγάνε;», μου λέει η σερβιτόρα, κάποιον της θυμίζω. Στο Χαλάνδρι οι τελευταίες παρέες είναι στις καφετέριες και τα λένε, μακάρι τα προβλήματα της χώρας να λύνονταν μόνο με συζήτηση. Κατηφορίζω στο κέντρο, στη Δεξαμενή@Κολωνάκι δύο τύποι με πολιτικά, ασφαλίτες, κάποιον φρουρούν και με κοιτάζουν προσεκτικά, κάποιον τους θυμίζω – μάγκες, και το κορίτσι στην Αγία το ίδιο νομίζει, καλό υπόλοιπο. Στην Tσακάλωφ προβάλλονται φευγαλέες εικόνες ανθρώπων στον πεζόδρομο, αυτοκίνητα σκαρφαλωμένα στα πεζοδρόμια, αλάρμ σε ρόλο φωτορυθμικών, να η Σόλωνος και η Σχολή, το φανάρι κολλημένο στο πορτοκαλί, ας φύγω, δεν περνάει αυτοκίνητο. Καλοκαίρι…
Οι δρόμοι είναι σχεδόν άδειοι, σαν αυτό το κενό που έχεις έπειτα από βαρύ χωρισμό, φτάνω στην παραλιακή όπου έχει στηθεί ένα ιδιότυπο παζάρι, ένα μωσαϊκό από όλες τις φυλές της Αθήνας, ένας δρόμος multi culti. Εδώ είναι οι λαϊκές και οι κυριλέ, οι κάγκουρες και οι μοδάτοι – Έλληνες και ξένοι μέσα στην ίδια τους την πόλη. Βλέμματα άδεια και γεμάτα, με αγωνία και προσμονή για το παρακάτω, με στεναχώρια ή χαρά, όλα μπερδεύονται σαν καλοκαιρινό κοκτέιλ που μετά το δεύτερο μπορεί και να σε χτυπήσει στο κεφάλι, αντέχεις;
Στην άνοδο της Κηφισίας βυθίζω το πόδι στο γκάζι, εντάξει, κανέναν δεν προτρέπουμε να κάνει το ίδιο, απλώς στο μυαλό μου είναι συγκεκριμένο το όριο ταχύτητας κάτω από την Κατεχάκη, εκεί που ο ήχος της μηχανής του αυτοκινήτου μου κάνει γκελ στα μουντά μονομπλόκ – σαν άδεια προκυμαία μοιάζει εδώ κάτω. Ο αέρας, ανακατεμένος με υγρασία, μου χτυπάει το πρόσωπο, βρίσκομαι με μαζεμένα χιλιόμετρα στον Φάρο Ψυχικού, αναζητώντας τις αδιόρατες φωτεινές ριπές του αόρατου φάρου. Στο φανάρι της Εθνικής Αντιστάσεως κάποια από το δίπλα αυτοκίνητο μου χαμογελάει, νιώθει ότι βγήκα να ψαρέψω εικόνες, «καληνύχτα».
Είμαι ήδη στα Β.Π., ελίσσομαι μέσα σε δρόμους και γειτονιές δικές μου που φωτίζονται από το μπλε κάποιας οθόνης, τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανοικτά, μάλλον για να δραπετεύουν οι επιθυμίες των κατοίκων. Zεσταίνομαι, στο μισοσκόταδο κοιτάζω την καύτρα του τσιγάρου μου, κοιτάζω τα μπαλκόνια που έχουν λουλούδια που ζεσταίνονται κι αυτά, η πόλη το καλοκαίρι μεταλλάσσεται σε western. Καλπάζω στη σχεδόν άδεια-έρημη-ήσυχη πόλη και σαν ηχώ έχω από πίσω μου τα κλιματιστικά που δουλεύουν στο φουλ και είναι σα να ασθμαίνουν διαρκώς. Περνάω με μηδενική ταχύτητα και ακούω κάποιες φωνές από κάποια διαμερίσματα, τσακώνονται, διαφωνούν και το μαθαίνει όλη η γειτονιά, χάσματα αγεφύρωτα με φόντο τα θερμόμετρα σε κάποιον τοίχο που έχουν χτυπήσει κόκκινο. Εκείνη βγαίνει στη βεράντα για να πάρει τον χρόνο της, τα μαλλιά της είναι βαμμένα κόκκινα, μια αναστατωμένη foxy lady, που έλεγε κι ο Χέντριξ. Τι τα θες, ιστορίες σε ζεστές νύχτες. Στις αθηναϊκές, ζεστές νύχτες, κάποιες φορές, ακούγονται καθαρά από κάποιο διαμέρισμα οι στάλες ηδονής που ξαπλώνουν πάνω σε γυμνά σώματα, έχει και πάθος η πόλη, τελικά, ποιος λέει το αντίθετο;
Σε λίγο ξημερώνει, επιστρέφω στο σπίτι μου, άλλωστε όταν κάτι δεν σου λείπει δεν ξαναγυρνάς. Εντάξει, ας σταματήσω να σκέφτομαι, ας πάω για ύπνο, άλλωστε και απόψε το ταξίδι έγινε, με διαβατήριο την επιθυμία για άλλους κόσμους, άλλη ζωή, άλλες συνθήκες, καλύτερες. Ε, ναι, ψυχολογικά δαπανηρή ιδέα η ζήση, οι σχέσεις και οι σκέψεις της – αν έχεις καρδιά αποπληρώνεις, όμως, ε;
Βγαίνω από το αυτοκίνητο, συναγερμός, μπλιπ…