Είμαι άρρωστη εδώ και τρεις μέρες. Κρεβατωμένη με πονοκέφαλο, πονόλαιμο, πυρετό, που πάει να πει χρειαζόμουνα ένα βιβλίο ιαματικό για να με παρηγορήσει και να με θεραπεύσει. Αν δεν ξέρετε αυτό το μυστικό, σας το επιβεβαιώνω εγώ: Δεν υπάρχει πιο θαυματουργό γιατρικό από ένα βιβλίο. Πιο θρεπτικό κι από κοτόσουπα, πιο κατευναστικό κι από τσάι του βουνού. Άσε που τα βιβλία εφημερεύουν νυχθημερόν στη βιβλιοθήκη μας.
Το χέρι μου, με το αλάθητο ένστικτό του, έπιασε απ' το ράφι τη λογοτεχνική αυτοβιογραφία του Βασίλη Βασιλικού, που άρχισε να γράφεται χαλαρά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και εκδόθηκε στην τελική εκδοχή της, από τις εκδόσεις Διόπτρα, το 2011 (υποθέτω δηλαδή. Ο Βασιλικός με τη μανία του να ξαναπιάνει, να ξαναζυμώνει και να ξαναφουσκώνει τα γραπτά του αδιάκοπα,, μας έχει μπερδέψει κι εμάς). Ε, λοιπόν πρόκειται για ένα από τα πλουσιότερα σε αισθήματα, τα γλυκύτερα σε γεύση, τα ανθρωπιστικότερα σε ιδεολογία, τα ποικιλότερα σε γεγονότα αυτοβιογραφικά κείμενα που έχω διαβάσει – το τοποθετώ μαζί με την «Αέναη γιορτή» του Χέμινγουεϊ. Ο Βασιλικός, ένας ευγνώμων άνθρωπος, υποκλίνεται βαθιά στη μοίρα του που τον έκανε συγγραφέα και μάλιστα τον πρώτο (ή εκ των πρώτων) που έζησε αποκλειστικά στηριγμένος στην πένα του: «Ο πατέρας μου, μου το έλεγε μικρός. Θα πεθάνεις στην ψάθα με τη λογοτεχνία. Τελικά μπορεί να βγει δικαιωμένος. Αλλά δεν έζησα μπαμπά στην ψάθα. Έζησα στα πλούτη με τη λογοτεχνία. Κι αν πεθάνω στην ψάθα είναι το λιγότερο. Τι να τα κάνεις τα πλούσια φέρετρα;». Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με τις φράσεις αυτές.
Οι σελίδες αυτού του βιβλίου αποδεικνύουν άλλωστε την ορθότητά τους. Ο Βασίλης Βασιλικός έζησε στα (ουσιαστικά) πλούτη με τη λογοτεχνία, αυτά που ούτε να σου στερήσουν, ούτε να σου φορολογήσουν μπορούν. Ήπιε καφέ με τον Γκίνσμπεργκ, συζήτησε για τέχνη με τον Ιόλα, έγραψε διηγήματα στην καρδιά της ιταλικής μαφίας στη Νέα Υόρκη, σε νοικιασμένα σπίτια στην Αθήνα και το Παρίσι, αγάπησε τη Ρώμη και τον Παναγούλη, λάτρεψε βιβλία, γυναίκες και ημερονύχτιες συζητήσεις επί παντός του επιστητού με τους φίλους. Πρόκειται για μια πολύ ειδικού τύπου ντόλτσε βίτα που καμία άλλη δουλειά δεν μπορεί να σου προσφέρει, αλλά απαιτεί να είσαι ανοιχτός στην ανασφάλεια και στην επιβίωση με τα ελάχιστα, για να την απολαύσεις πραγματικά. Ο συγγραφέας κυκλοφόρησε ανάμεσα στις πέντε ηπείρους με αδηφάγα μάτια και τεντωμένα αυτιά, απορροφώντας τους κραδασμούς που σε λίγο θα μεταρσίωνε σε λέξεις. Είδε τη χούντα να ανεβαίνει και να πέφτει και τον σοσιαλισμό του Παπανδρέου να ξεπέφτει. Με σπάνια τιμιότητα μίλησε για όλα ανοιχτά ακόμα κι αν είναι άβολο (ακόμα γελάω με το περιστατικό που για να ξεπεράσει τη συνάντησή του με τον ιδιαιτέρως βιτριολικό ποιητή της Σαλονίκης Ντίνο Χριστιανόπουλο έφαγε 3 μπουγάτσες). Είχε την τύχη και τη χάρη να γνωρίσει συνοδοιπόρους μυθικούς. Είχε επίσης την τύχη να παραστεί μάρτυρας κοσμοϊστορικών γεγονότων. Ήταν στην Αμερική λ.χ. όταν γινόταν τα νεοφανή ακόμα τότε debate μεταξύ Νίξον και Κένεντυ. Και όπως του είπαν οι πηγές του, στις πρώτες συναντήσεις τις εντυπώσεις κέρδιζε ο Νίξον. Στην τελευταία, όμως, ο μακιγιέρ ήταν φανατικός δημοκρατικός και έκανε μπαγαποντιά: πρόσθεσε λίγη μαύρη σκιά στα μάτια του Νίξον για να βγει στην οθόνη σκοτεινός, γέρος και κουρασμένος. Ο Κέννεντυ έλαμψε με τα νιάτα και την χάρη του και πήρε τις εκλογές.
Αυτό λέει η αφήγηση. Το τι έγινε στην πραγματικότητα λίγη σημασία έχει. Το ταλέντο του συγγραφέα είναι να σε πείθει. Για να σε πείσει όμως πρέπει να πείσει πρώτα τον εαυτό του, όπως πείθονται τα παιδιά ότι υπάρχουν οι μυστικοί κήποι των ονείρων τους… Και αυτή είναι η βασική διαφορά των συγγραφέων με τους πολιτικούς.