Τέτοιες μέρες τα καΐκια, μικρά και μεγάλα -μήνες συρμένα, ακίνητα και ναρκωμένα- ανασταίνονται και βάζουν ξανά τα γιορτινά τους. Κάτω στον ταρσανά, ανάμεσα στο καφενείο του μπάρμπα Σπύρου και το λόφο του Αρχαγγέλου οι βάρκες ρίχνονται από τα χαράματα στη μάχη του γιαλού και οι ψαράδες όρθιοι στην πλώρη μ’ ένα μακρύ καμάκι σα δόρυ στο χέρι κυνηγάνε πρώτα τα χταπόδια στον περίγιαλο και ύστερα φεύγουν προς τα ανοικτά για ροφούς και συναγρίδες.
Τέτοιες μέρες το παράθυρό μας γεμίζει τελάρα, πανέρια και απλωμένα δίχτυα και οι πρωινές κουβέντες, τα πειράγματα και η μπάσα φωνή του Θανάση από τον καφενέ, που πηγαινοέρχεται απ’ τα χαράματα σέρνοντας τα πόδια του, αναθεματίζοντας τους ρευματισμούς, τον πατέρα του και τους χυμένους ελληνικούς, δεν μας αφήνουν να ευχαριστηθούμε τον πρωινό μας ύπνο. Και είναι και εκείνες οι τρελές οι κότες και τα κοκόρια, χωμένα εκεί μέσα στην άμμο και τις κοιλιές των παλιών σκαριών, που μας θυμίζουν διαρκώς πως ήρθε για τα καλά η νέα μέρα.
Τέτοιες μέρες παίρνουμε τον καφέ μας πρωί-πρωί με τον Πούλια και ύστερα τρέχουμε στον μαχαλά και αρχίσουμε σχεδόν λαχανιασμένοι να ανηφορίζουμε ως το κτήμα της μικρής Παναγιάς για να ποτίσουμε τις πικροδάφνες που φύτεψες ολομόναχος πέρσι. Ο πρωινός ήλιος της χωμάτινης ανηφόρας κάνει τα πάντα να αστράφτουν, τα νερά, τα τζάμια, τις πέτρες, τον αέρα, τα μάτια σου, ακόμη και κάτι σωριασμένα στο περιγιάλι αρμυρίκια και καθώς καίγεται η κατάλευκη πλάτη μου εσύ σχηματίζεις ανά δεκάλεπτο προσωπάκια με το αντιηλιακό που της βάζεις. Σε κοιτώ να ποτίζεις τα μωβ δεντράκια, είσαι όμορφος, δυνατός και αιθέριος και όταν τελειώνεις, με αρπάζεις από το χέρι και χωνόμαστε μες το αμπέλι του Γιώργη, οι ακριδίτσες πηδούν ανάμεσα στα ξερά αγκάθια και τα ηλιοτρόπια, «πρόσεχέ το» (γίνομαι ξαφνικά ουδέτερο γένος) σου φωνάζει αυτός από απέναντι και εγώ ψάχνω κάτω από τα κλήματα για χελώνες που δροσίζονται στη σκιά. Και ύστερα κατεβαίνουμε τα σκαλιά του παλιού μονοπατιού, ως το κτήμα της γυναίκας του προέδρου για τηγανίτες με μέλι και φέτα. Σου μάζεψα 3 χελώνες κορίτσι μου, θα πει αυτή και θα μου δώσει τον τενεκέ που κάνει έναν απίθανο θόρυβο.
Και καθώς ο ήλιος ανηφορίζει και τα τζιτζίκια ξυπνούν στο ρέμα, όλα αποθεώνονται μέσα στο χρυσό φως της μέρας: σχήματα, όγκοι, σπίτια, απλωμένα ρούχα, δέντρα, πλαγιές και μύλοι. Και αυτή η ώρα μας βρίσκει ψηλά στο βράχο του προφήτη Ηλία, μόλις έχει τελειώσει η πρωινή λειτουργία και οι γυναίκες, οι πιο πολλές γριές μες τα μαύρα, μοιράζουν στη χούφτα στάρι και γαρύφαλλα για τις χαμένες ψυχές· τρώω μέσα από την παλάμη σου ρόδι, σιτάρι και μύγδαλα και ύστερα κάνουμε το σταυρό μας (και ας μην πολυπιστεύεις) πάνω για μας, κάτω για τους νεκρούς μας, δεξιά για τους αγαπημένους μας και αριστερά για την ελπίδα. Και μετά με παίρνεις καλιακούτσα στην πλάτη, οι σαγιονάρες μου γλιστρούν φρικτά στην κατηφόρα και φοβάμαι μη φάω τα σημαδεμένα μου γόνατα για χιλιοστή φορά.
Τέτοιες μέρες τα παιδιά μαζεύονται από νωρίς στη γωνιά του πειρατή και ρίχνονται όλα μαζί από τα βράχια στη θάλασσα, μουσκεύουν κι ύστερα στεγνώνουν τα κορμάκια τους στις πλάκες του ήλιου, αλλά εμείς γυρίζουμε σπίτι, ο Παναγής ο ηλεκτρολόγος, μας περιμένει στο πίσω πορτονάκι, μέρες παλεύει με το ρολόι, περισσότερο για να πίνει σπιτική λεμονάδα και να τρώει αμυγδαλωτά, παρά για τα χρήματα.
Το μεσημέρι μας βρίσκει στη στενή μας κουζίνα, η διπλανή γιαγιά-προίκα από τη γιαγιά μου μας έχει φέρει σπιτικό τυρί από γιαούρτι που το αφήνουν να ωριμάσει μέσα σε λάδι και μυρωδικά και ζυμωτό ψωμί και το μενού μας έχει γεμιστά στο ταψί, που εσύ μαγείρεψες, βούτες στη σάλτσα και κεφτεδάκια από ανεμώνες της θάλασσας. Οι ντοματούλες και οι πιπεριές από το μικρό σου κηπάκο και οι ανεμώνες μόλις κατέφθασαν από το πέλαγος.
Και εκεί κάπου πάνω από τη μαρμάρινη βρύση μας, αφού σου σκάω το καλύτερο καλοκαιρινό χαμόγελό μου, αρχίζεις να μου πετάς τις πρώτες σταγόνες νερού και ένα φανταστικό μπουγέλο αναπτύσσεται, στο τσιμεντένιο πάτωμα σχηματίζονται λιμνίτσες με νερά, και έτσι μούσκεμα, ξυπόλητοι και ευτυχισμένοι μου κολλάς μια φέτα αγγούρι στο μέτωπο και ύστερα σκύβεις ολόκληρος πάνω μου, τα μπουκλάκια σου στάζουν νερά και γαργαλούν τα μάγουλά μου και ‘γω παίζω μαζί τους σα να ‘ναι σαρπατίνες και καθώς γελώ τραγανιστά, με το χέρι σου με σχηματίζεις ξανά και ξανά και ύστερα τρως το αγγουράκι, τα μάτια και τα μάγουλά μου και ύστερα τρως τα χείλη μου πολλές φορές, κάθε φορά με άλλον τρόπο και ύστερα αυτά παίρνουν ένα χρώμα, σαν αυτό μιας κατακόκκινης δροσιάς και ύστερα είμαι απλά ευτυχισμένη.
Το απόγευμα ξυπόλητοι κατεβαίνουμε στη θάλασσα, τα καρπουζί νυχάκια μου παίζουν ανάμεσα στα βότσαλα και τα κοχύλια, τα δάχτυλά σου είναι μακριά και λεπτά και μου αρέσουν, τα παίρνω και τα φιλάω ένα-ένα, το καλοκαίρι είναι από πάνω μας, η θάλασσα είναι μπροστά μας και από το σαράβαλο ραδιοφωνάκι «ο Ταμτάκος» ακούγεται η δεσποινίδα κούκλα Norah Jones να τραγουδά για το πώς μπορείς να κυνηγήσεις και να βρεις έναν πειρατή…
Και εκεί στην ερημική παραλία ανάμεσα στα μαύρα βότσαλα, τα σκούρα ζεστά νερά, την κατάμαυρη άμμο και τα πειρατικά μάτια-κουμπιά σου φτιάχνουμε το κάστρο μας. Με άμμο, πέτρες, κοχύλια και φύκια. Ένα κάστρο –καλά φυλαγμένο μέσα σε τείχη από βότσαλα- που ατενίζει το μπλε γύρω του και σβήνεται αργά και απαλά από κάτι κρυστάλλινες σμαραγδένιες πινελιές καλοκαιρινών κυμάτων. Σκάβουμε με τα χέρια μας την κατάμαυρη άμμο, με ακουμπάς και ανατριχιάζω, ανοίγεις μια βαθειά λακκούβα μέχρι να βρεις νερό, την κάνεις φαρδιά για να χωράει και τα τέσσερα πόδια μας και καθώς βαθαίνει γεμίσουμε τις χούφτες σας με υγρή άμμο -όσο πιο βρεγμένη είναι τόσο καλύτερα- πίεσέ την με τα χέρια σου, δώστε της σχήμα τούβλου κάθε φορά που παίρνεις μια χούφτα, μου παραγγέλνεις και ύστερα με τα πόδια σου καν’ την συμπαγή, ένας πύργος είναι μια αλληλουχία από χούφτες άμμου τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη. Και καθώς ο πύργος μας ανεβαίνει σε ύψος παίρνουμε όλο και λιγότερη άμμο στα χέρια σας, βάζουμε όλο και λιγότερη πίεση και ύστερα αφήνουμε δίπλα στον πύργο τα αποτυπώματα των χεριών και των ποδιών μας, την ώρα που ο ήλιος αρχίζει να γέρνει. Να γράψω μια λέξη; με ρωτάς, δεν θα μείνει για πολύ, σου λέω απότομα, μα σχεδόν παρακαλώ να την γράψεις. Για σένα, γράφεις τελικά. Εδώ για σένα.
Τέτοιες μέρες γίνεσαι ξανά το αγόρι της καρδιάς μου και καθώς παίρνεις μια φέτα αγγουράκι και την κολλάς στο μέτωπό μου, όλα παίρνουν ξαφνικά το χρώμα της πιο κόκκινης δροσιάς και έτσι σφραγίζεται μοναδικά για πάντα το καλοκαίρι μου.