Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε μια ιδιότυπα βαριά προφορά σε απόλυτη αναντιστοιχία με την αρχοντιά που ανέδυε η εμφάνισή του. Το «ο», για παράδειγμα, μετατρεπόταν στη προσωπική του διάλεκτo σε «ου». Αυτό είναι ένα θέμα, όταν ας πούμε πρέπει να πεις στους κατοίκους της Αράχοβας «Σας υπόσχομαι ότι θα σας κάνω Σαν Μο(υ)νί». Έτσι εγκαινιάστηκε το χιονοδρομικό της Αράχοβας το 1974. Η δική μου περιγραφή όμως ξεκινάει από το ‘80. Τότε που η Αράχοβα ήταν μια έκθεση χαλιών, κιλιμιών και κουρελούδων απ΄άκρη σ΄άκρη. Κάτι σαν Μοιραράκη σε αντίτυπα μικρών μαγαζιών. Που οι ιδιοκτήτες καθόντουσαν σε μια καρέκλα στο πεζοδρόμιο και περίμεναν κυρίως τουρίστριες που επέστρεφαν από Δελφούς, για να αρχίσει να σφυρίζει ο ένας στον άλλον, για κάθε καλό κομμάτι «ξένη!». Δυο ταβέρνες όλες κι όλες. Του Καραθανάση, που πλέον δεν υπάρχει και του Δασαργύρη, με το φημισμένο κοντοσούβλι. Και στην πάνω γειτονιά του Αι Γιώργη, η τετραπέρατη κυρά-Παναγιώτα, κάτι σε μπακάλικο-ταβερνοκουτουκάκι. Υπήρχε και ένα ουζερί του Ζαμπονίκου, επίσης δεν υπάρχει πια, που ο ιδιοκτήτης νόμιζες ότι είχε αντικαταστήσει τα ανθρώπινά του μέλη-άκρα με μπουκάλια αντί για χέρια… τόσο που μια ζωή κρατούσε στο ένα χέρι ένα μπουκάλι τσίπουρο και στο άλλο ένα μπουκάλι ούζο. Και η γυναίκα του η Παγώνα μια ζωή στο τηγάνι, κάθε κεφτές και ένα «αχχχχχ!» μακρόσυρτο, για την άτιμη την τύχη της. Στην αγορά και στα καφενεία συναντούσες μόνο άνδρες. Να χτυπάνε με μανία τα πούλια στο τάβλι ή να παίζουν κολτσίνα και ξερή. Γυναίκες συναντούσες ως βιαστικές φιγούρες με ρόλεϊ στο κεφάλι κι ένα ταψί στα χέρια για τον φούρνο ή καμιά γριά με τσεμπέρι που συνήθως φώναζε «Νικουλάάάάκ!» ή «Λουκά! Βρε Λουκά!!!! Τσακίς μαζέψς». A!! Υπήρχε και, ένα και μοναδικό μπαρ Αθηναίου, το «Κολονέλος». Το Αθηναίος είχε μια αίγλη εξωτική. Εκεί μέσα γίνονταν όργια! Όχι, μωρέ. Τι όργια να γίνονταν; Αλλά, για ότι άνοιγε τότε Αθηναίος, έπεφτε η φράση ενδεικτική της καχυποψίας «Τρέχα γύρευε τι όργια γίνονται ‘κει μέσα!». Η Αράχοβα που λάτρεψα από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου ήταν ένα πανέμορφο χωριό-χωριό, που η ζωή ακολουθούσε τους χτύπους του κεντρικού της ρολογιού. Πότε έγινε η στροφή προς τον «πολιτισμό»; Όταν γκρεμίστηκε το σινεμά. Το οποίο έτσι κι αλλιώς είχε υποπέσει σε κρίση. Για να εγκαινιαστεί στη θέση του ένα καφέ-μπαρ ονόματι Celena. Ήμουν εκείνη τη μέρα της μπουλντόζας και είδα έναν Μάρλον Μπράντο στα μπάζα. Τον είχα κλάψει τον Μάρλον στα μπάζα. Μετά ήρθε το «Εμπορικό» μαγαζί σταθμός του Παναγιώτη Δεσφινιώτη, ενός εκ των πρωτοπόρων σε αισθητική και το «Bonjour». Και μπήκε το νερό στ΄αυλάκι.
Η δική μου περιγραφή όμως ξεκινάει από το ‘80. Τότε που η Αράχοβα ήταν μια έκθεση χαλιών, κιλιμιών και κουρελούδων απ΄άκρη σ΄άκρη. Κάτι σαν Μοιραράκη σε αντίτυπα μικρών μαγαζιών. Που οι ιδιοκτήτες καθόντουσαν σε μια καρέκλα στο πεζοδρόμιο και περίμεναν κυρίως τουρίστριες που επέστρεφαν από Δελφούς
Κι άρχισε να καταφθάνει κόσμος και λαός και σκιέρ. Αλλά προσέξτε κάτι το μαγικό! Όσο και να άλλαζε «το τοπίο», οι ντόπιοι δεν ξιπάζονταν. Ίσως γιατί κάθε εβδομάδα είχε την μέθη του Σαββατοκύριακου αλλά και την προσγείωση μιας Δευτέρας έως Παρασκευή. Που ερήμωνε ο τόπος και όλα έμπαιναν στην σειρά τους την πρωταρχική. Μια γιαγιά θα έλεγε «Αι κάτσε στ΄αβγά σ, ισύ». Η γείωση είναι μεγάλο πράγμα. Διαβάζω σημειώσεις από το προσωπικό μου ημερολόγιο. «1996-1997 το ευτράπελο των ημερών ο λογαριασμός του ρεβεγιόν 15.000 δραχμές το άτομο». Περπατάω χρονιές «1999-2000 Table D’ Hote 30.000 δρχ το άτομο και στο μενού στρουθοκάμηλος» στο Ακουαρέλα. Ρεβεγιόν και μενού! Έτσι κάπως άρχισαν τα γλέντια. Όχι μόνο για την Αράχοβα αλλά για την Ελλάδα όλη. «Εμπορικό» στα ντουζένια του, «Φλοξ» στα σκαλάκια για μεγάλα γλέντια, «Κυρά-Παναγιώτα», του Γ. Αντωνίου πλέον, ως εμβληματικό εστιατόριο-ταβέρνα που από κάποια ώρα και μετά μετατρέπεται μέχρι και σήμερα σε «Όλα τα λεφτά μωρό μου, όλα τα λεφτά για δυο μάτια δολοφονικά»… Και γέμισε ο τόπος χρήμα και χαρά! Χρόνια χρηματιστηρίου. Έπεφτε από τον ουρανό. Επαγγέλματα φλου! Απολύτως άγνωστοι-πασίγνωστοι! Body guard με μικρόφωνο στα χείλη, ως Madonna, να τινάζονται περιστροφικά σε κάθε χαρτοπετσετιά που έριχνε το αφεντικό στη γυναίκα του άλλου αφεντικού. Με χαρτοπετσέτες στον αέρα γλεντούσαν. Οι χρυσές κάρτες έδιναν και έπαιρναν στο «Indigo» και αρκετά αργότερα και στο «Louso» ώστε οι κυρίες να ξεσπάνε κάπου τα ανήσυχα και αδιέξοδα ένστικτά τους. Τζιπ μποτιλιάρονταν στα στενάκια. Το ένα μαγαζί άνοιγε μετά το άλλο. Tavola για εξαιρετική ελληνο-ιταλική κουζίνα, Pomodoro για πίτσα, σουβλατζίδικα με σπέσιαλ του Λόη. Το real estate σε μεγάλες δόξες. Ευτυχώς μέσα στο χωριό ίσχυε το «παραδοσιακός οικισμός» έστω κι αν ξέφυγαν και μερικά στραβά. Και στις φόρμες του σκι, οι τύπου σκιέρ, στερέωναν στυλό MontBlank μη και χρειαστεί να υπογράψουν επιταγές. Το έχουμε δει κι αυτό. Είχε την πλάκα του το όλον –πέρα από το δράμα του- αν μπορούσες να διατηρήσεις την ακεραιότητα του μυαλού σου. Είχες και θέματα να γράφεις ως χρονογράφος. Κι ας δεχόσουν απειλές από τα μαγκάκια των μαγκακίων. Κι αυτά τα ζήσαμε. Στο επόμενο βέβαια κεφάλαιο ιστορίας τα γλέντια μεταφέρθηκαν στις πτέρυγες του Κορυδαλλού για πολλούς. Αλλά και πάλι κάτι μαγικό! Ούτε σ΄ έναν κάτοικο αυτού του χωριού δεν διέκρινα αδιακρισία, φτήνια, μνησικακία. Ούτε ένα πικρόχολο σχόλιο για κανέναν. Λες και με κάποιο δικό τους τρόπο τιμούσαν το γλέντι του ανθρώπου που έζησαν στα μέρη τους, το χαζό ψήλωμα του κάθε έρμου νεόπλουτου, ως ανθρώπινο αντανακλαστικό, ρε αδελφέ, της ποτισμένης του ματαιοδοξίας. Τόσο το πότισμα! Τόσο το σάπισμα! Πολλά τα άτιμα τα λεφτά! Χάθηκε ο έλεγχος για την πατρίδα όλη. Βεβαίως τα χέρια των Αραχοβιτών γέμισαν χρήμα αλλά τα είπαμε πιο πάνω…Ήταν εκείνες οι Δευτέρες που κρατούσαν μέχρι Παρασκευή που έσωναν την παρτίδα τους. Ότι κι αν ζούσαν δεν έχασαν τον προσωπικό τους βηματισμό. Κρατούσαν και κρατούν τις παραδόσεις τους τόσο σφιχτά! Θα ξενυχτήσουν τους νεκρούς στα σπίτια τους, θα γλεντήσουν στα πανηγύρια, θα ψήσουν «παλιοπροβάτες» στην Παλιοπαναγιά, θα συμμετάσχουν με ιερότητα στην περιφορά της εικόνας του Άι Γιώργη με τις γκαμζόλες τους ή με φουστανέλες που πάνε από πατέρα σε γιό, θα χαρούν το Πάσχα ο ένας δίπλα στον άλλον σε ψησταριές των 50 αρνιών στην σειρά…
Κι ύστερα… Ύστερα ξέσπασε η οικονομική κρίση. Και τους βρήκε όλους με δάνεια για να ρίξουν χρήμα στις δουλειές τους. Ελάχιστους σε ποσοστό έκαψε η μεγαλομανία. Νοικοκυραίοι παρέμειναν οι περισσότεροι. Πήγε ωστόσο η ψυχή τους στην Κούλουρη. Μα, κάτι σαν τερτίπι αυτής της κρίσης, η Αράχοβα ζει και βασιλεύει. Δεν γνωρίζει κρίση. Τουλάχιστον όχι όσο την βιώνει η Αθήνα εννοώ. Συνεχίζει να ομορφαίνει. Και πλάκωσαν ένα σωρό χρυσοθήρες-επιχειρηματίες λες και ανακάλυψαν χρυσάφι ν΄ανοίξουν καταστήματα. Και είναι σαν ένα μεγάλο πανηγύρι χαράς κάθε περίοδος διακοπών και Σαββατοκύριακου. Εντάξει! Επενδύουν μη ντόπιοι, έρχονται, φεύγουν, χάνουν, κερδίζουν… Διεκδικούν μερίδιο της αγοράς. Αυτό που μένει όμως διαχρονικά ίδιο, είναι οι ψυχοσύνθεση των κατοίκων. Που τους ξεχωρίζει από όλα τα γύρω χωριά. Απ΄όλους τους χειμερινούς προορισμούς. Τόσα ρεύματα καιρών πέρασαν από την πλάτη των Αραχοβιτών αλλά δεν πούντιασαν. Ξέρεις τι είναι να περάσεις από τον τραχανά στην στρουθοκάμηλο και ξανά πίσω στον κόκορα με χιλοπίττα; Και να παραμένεις ατόφιος. Τελικά στην μόνη προφητεία που έπεσε έξω ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ότι θα τους έκανε Σαν Μο(υ)νί. Χαρά και στο Chamonix! Η Αράχοβα συνεχίζει ακάθεκτη τη διαδρομή της…