Η μεταλλιζέ κορνίζα με το ξεβαμμένο ηλιοβασίλεμα κρεμόταν στραβά στον τοίχο. Λίγο πριν σκοτεινιάσει για καλά, φάνηκε φωτισμένη η πόλη και παραδίπλα της ένας ξερός φοίνικας με επικίνδυνη κλίση, έτοιμος να πλακώσει παράθυρα και στέγη. Δεν είχε ρωτήσει σχεδόν τίποτε, ούτε και εκείνη άλλωστε• καμιά φορά όταν δυο άνθρωποι δεν είναι σίγουροι αν πρέπει να ανοίξουν στα αλήθεια παρτίδες, βολεύονται με μερικά ποτά και τσιγάρα, για να πάρει καθένας το δρόμο του ύστερα, όσο είναι ακόμη καιρός.
Σηκώθηκε πρώτος, έβαλε τα παπούτσια του, «άργησα» είπε, «καληνύχτα», άνοιξε την πόρτα, βιαζόταν να φύγει, μακριά. Σκασμένος, του ήρθε να κλάψει, αλλά από εγωισμό κατάπιε το κλάμα, έβαλε τα γέλια, άνετα γέλια, τραγανιστά, «έχω σπάνια κέφια, τέτοια κέφια δεν τα ξανάχα σε όλη τη ζωή μου, κοίτα να δεις που μετράω ακόμη», είπε στον εαυτό του μπαίνοντας στο αμάξι.
Ήταν σίγουρος πια. Θα την πήγαινε στο αγαπημένο τους εστιατόριο, εκείνο με τις τεράστιες μωβ ροτόντες, τις κατακόκκινες καραβίδες και την πιο ψιλοκομμένη σαλάτα από καβουρόψιχα στην πόλη. Θα κάθονταν στο τελευταίο τραπέζι δίπλα στο κύμα και αφού θα τελείωναν το κρασί τους, Σάββατο, λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα, θα την κοιτούσε ίσια στα μάτια -καστανά μάτια που πιάνουν όλο το πρόσωπο- θα της φιλούσε με ευγνωμοσύνη μέτωπο, μαλλιά, μάτια, μάγουλα και δάχτυλα και θα της έκανε την πρόταση. Και ας μην πίστευε στις έννοιες. Έπρεπε και αυτό κάποτε να γίνει.
Κορνίζες με φωταγωγημένα ηλιοβασιλέματα: σε νησί, σε δυο καρέκλες σκηνοθέτη στο μπαλκόνι, ανάμεσα στα δέντρα, δίπλα σε λίμνη, πάνω σε κότερο, κάτω από έναν φάρο, στην άκρη της θάλασσας, πόσα άραγε ηλιοβασιλέματα είχαν δει μαζί;
Έκλεισε τα μάτια, δοκίμασε το μάγουλό του στο τζάμι, πάγωσε από το κρύο, πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα μονάχα το ηλιοβασίλεμα εκείνου του απαίσιου στραβού κάδρου και δίπλα του ο γερτός φοίνικας σα μια επικίνδυνη συντροφιά. Θα μπορούσε να είχε κάνει έρωτα με εκείνη τη γυναίκα στο δωμάτιο, τελικά, μόνο τα παπούτσια του μπόρεσε να βγάλει.
Παγωμένα μάγουλα, παγωμένα χέρια, τέτοια κέφια δεν τα ξαναπέρασα σε όλη μου τη ζωή, μετράς ακόμη αγόρι μου, επανέλαβε από μέσα του δυνατά, έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
Εδώ και δέκα χρόνια ο γαμπρός του φτιάχνει από δικά του αμπέλια ένα ροζέ φρουτώδες κρασί, το βάζει σε κάτι γυάλινες φιάλες, το ταπώνει καλά και σε κάθε γιορτή ανοίγει και από μια. Κοίταξε την ώρα. Στο σαλόνι τους τέτοια ώρα άνθρωποι θα τρωγοπίνουν ήδη, φίλοι που φλυαρούν εύθυμα και παίζουν χαρτιά, όπου να ’ ναι θα ανοίξουν την φιάλη και πώμα και αφρός θα ανατιναχθούν με δύναμη και θα λερώσουν το χαλί. Γάμος με τριακοσιους καλεσμένους, πατάρι, αναμμένους πολυελαίους, λουλούδια και κόκκινο χαλί. Ή μήπως γάμος σε αμμουδιά, ξυπόλυτοι πάνω στο κύμα και τα μαλλιά της να ανεμίζουν. Τι να θέλει αυτή πραγματικά; Τι της αξίζει; Βαθιά, χάλια μέσα του, με τα χέρια στα αυτιά μήπως και πάψει να τον ακούει, άναψε τσιγάρο.
Μεταλλιζέ κορνίζα ενός μοναχικού ηλιοβασιλέματος. Τα μοναχικά ηλιοβασιλέματα στέλνουν τη σιωπή τους πολύ μακριά σε ένα ταξίδι περισυλλογής πολύ κοντά στην θλίψη και αυτός δεν είχε πια τις δυνάμεις να πιάσει πάλι να σκοτώνεται με τις βαρειές της σκέψεις.
«Αυτή την εβδομάδα είμαι πολύ καλά, γιατί πήρα αποφάσεις, αυτή την εβδομάδα είμαι πια καταπληκτικά καλά». Τέλος οι αέρηδες που δεν κατεβαίνουν στα πνευμόνια, τέλος οι έγνοιες που πιέζουν το μυαλό, τέλος οι κατασκευές και οι ταλαντώσεις.
Θα το έκανε σωστά, της άξιζε να γίνονταν όλα σωστά. «Θα αγοράσω ένα καλό πουκάμισο». Ψαχούλεψε στην τσέπη του μπουφάν του, βρήκε και το κουτί.
Σάββατο, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα. Θα αργούσε λίγο, επίτηδες για να την εκνευρίσει. Πρώτα θα έκανε το γύρο του μαγαζιού, θα εντόπιζε την έξοδο κινδύνου για παν ενδεχόμενο και ύστερα επιστροφή στην γιορτινή ροτόντα. Θα την κοιτούσε από μακριά. Έτσι όπως φορά τα καλά της και κουνάει το κεφάλι, τα καστανά μαλλιά της λάμπουν στο φως του ήλιου που γέρνει, χαμογελάει ακόμη τόσο γλυκά.
Θα του έγνεφε από μακριά.
Η αλήθεια λέγεται με λίγα λόγια: το καλό μου πουκάμισο από καιρό ένα πατσαβούρι, σε βαρέθηκα, όπως βαρέθηκα και εμένα, θα της έλεγε, τόσο απλά και εκείνη που τόσο καιρό δεν μιλούσε γιατί δεν της πήγαινε να το διαλύσει, θα έφτιαχνε τη βαλίτσα, θα έπαιρνε τη μεταφορική, όλα θα έμπαιναν σε κούτες και μετά μπρος μια μηχανή αυτοκινήτου και όλα καλά.
Ή θα έβαζε τα κλάματα. Και δεν άντεχε να την βλέπει να κλαίει. Βλέπεις, ήταν σπαρακτική όταν έκλαιγε από μέσα της, και όλο αυτό θάμπωνε το τζάμι του και τον έκανε να μην αντέχει πια.
Αποφάσισε γρήγορα. Μπήκε σπίτι, ξεντύθηκε, τα ρούχα κουβάρι. Οι καλεσμένοι είχαν φύγει από ώρα. Ευτυχώς, πάντα βαριόταν τις μαζώξεις. Δικοί της φίλοι ήταν όλοι αυτοί, άλλωστε.
Θα το έλεγε όσο γινόταν πιο απλά.
Τα δυο μάγουλά της μες τις παλάμες του, μούσκεμα από ιδρώτα.
«Θα με παντρευτείς;» θα την ρωτούσε. Και εκείνη, δακρυσμένη, θα έγερνε το κεφάλι της στον ώμο του και με το ένα χέρι μέσα και το άλλο έξω από το ξεβαμμένο στο πλύσιμο μπλουζάκι του, αφοσιωμένα και τρυφερά θα του χάιδευε το στέρνο απαλά, γνέφοντάς του ένα ακόμη ναι.