Μου ‘λεγε κάποτε ένας φίλος που μόλις είχε χωρίσει από ένα παθιασμένο έρωτα και την ίδια περίοδο περίμενε τον πατέρα του να καταλήξει από καρκίνο, ότι είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσε να στεναχωριέται και για τα δυο. Η επικείμενη απώλεια, κι ακόμη και μετά αφού επήλθε το μοιραίο, επικάλυπτε τη στεναχώρια και το βάσανο του χωρισμού που βίωνε. Ηταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση, καθόλου συνηθισμένη και πολύτιμη ως εμπειρία. Οπως μου έλεγε, στα σπάνια διαλείμματα θλίψης για την απώλεια του πατέρα του, θυμόταν το τελειωτικά χαμένο αντικείμενο του πόθου του με τον πόνο και τη στεναχώρια να τον κυριεύουν, μη γνωρίζοντας ωστόσο σε ποιο απ’ τα δύο γεγονότα οφείλονται.
Διανύουμε τον έβδομο χρόνο λιτότητας και η κατάσταση της χώρας πάει απ’ το κακό στο χειρότερο. Είμαστε στον πάτο, περιτριγυρισμένοι από ανασφάλεια και κατάθλιψη. Και ξαφνικά, το Προσφυγικό, που υπήρχε παράλληλα σαν ένα ελεγχόμενο πρόβλημα, εξερράγη και γαία πυρί μιχθήτω.
Ξαφνικά, γέμισαν οι πλατείες, οι δρόμοι, οι οθόνες μας από γέρους, μάνες και παιδιά, ανθρώπους σε καρότσια, που δεν έχουν κυριολεκτικά πού την κεφαλήν κλίναι. Αν και διαψεύδει την κυριολεξία της φράσης… η εικόνα του κοριτσιού που κοιμήθηκε στο κράσπεδο της εθνικής οδού απ’ την κούραση, έχει σφηνωθεί μαζί με άλλες στο μυαλό μου και αρνούνται να βγουν εδώ και μέρες. Πολλές φορές έχω χρησιμοποιήσει τη φράση «δεν έχει στον ήλιο μοίρα», αλλά πρώτη φορά ένιωσα να δικαιώνεται πλήρως, όταν τη λέω γι’ αυτούς τους ανθρώπους.
Είμαι περήφανη που η μισή μου χώρα κατάφερε ν’ αξιολογήσει σωστά τον πόνο. Είμαι περήφανη για τον Ελληνα που έβαλε το δράμα των προσφύγων πάνω απ’ το δικό του
Και κάπως έτσι συνέβη. Παρακολουθώντας το Προσφυγικό, βιώνοντάς το, ταυτίζοντας τα προσφυγόπουλα που βλέπεις με τα παιδιά σου, σταδιακά συνειδητοποιείς ότι η στεναχώρια και ο πόνος που νιώθεις γι’ αυτούς, επικαλύπτουν τον πόνο και τη στεναχώρια των δικών σου προβλημάτων.
Ο οργανισμός μας έχει μάλλον περιορισμένη χωρητικότητα για την απελπισία και την απόγνωση. Η αντικειμενική αξιολόγηση του δράματος των προσφύγων το καθιστά μεγαλύτερο σαν πρόβλημα απ’ το δικό μας και ως μεγαλύτερο και δυνατότερο, μας κυριεύει εκτοπίζοντας το προηγούμενο. Δεν μπορείς να στεναχωρηθείς για τον ΕΝΦΙΑ, τη μείωση στη σύνταξη, τη δουλειά που δεν έχεις, τη ζωή σε μια οικονομικά τελειωμένη χώρα. Στεναχωριέσαι για τον πρόσφυγα. Κι όμως ναι, συμβαίνει. Μου συνέβη.
Και μάλλον συνέβη και σε πέντε ακόμα εκατομμύρια Ελληνες. Αν ισχύει η έρευνα του μη-κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού «διαΝΕΟσι», η μισή περίπου χώρα βοήθησε με κάποιον τρόπο τους πρόσφυγες. Η μισή ρημαγμένη, εξουθενωμένη χώρα δηλαδή, συγκινήθηκε απ’ το δράμα αυτών των ανθρώπων, παρακινήθηκε και κινητοποιήθηκε να τους βοηθήσει.
Είμαι περήφανη που η μισή μου χώρα κατάφερε ν’ αξιολογήσει σωστά τον πόνο. Είμαι περήφανη για τον Ελληνα που έβαλε το δράμα των προσφύγων πάνω απ’ το δικό του.
ΥΓ: Βλέποντας τα προσφυγόπουλα να παίζουν πάνω στα λερωμένα πλακάκια μιας πλατείας και στις λάσπες της υπαίθρου, σου έρχεται στο μυαλό η φράση του Καμύ: «Στο βάθος του χειμώνα, ανακάλυψα ότι μέσα μου υπάρχει ένα ανίκητο καλοκαίρι».