Πέμπτη 25.11.10. Βγαίνω από το σταθμό του μετρό στο Σύνταγμα, άρτι αφιχθείς στη πρωτεύουσα. «Επαρχιώτης στο Σύνταγμα, τι να ζητάει;» παραφράζοντας το Νιόνιο. Κοιτάζω γύρω μου και παραξενεύομαι. Λίγος κόσμος, απρόσμενα μεγάλη ησυχία, η Πανεπιστημίου χωρίς αυτοκίνητα! Από το βάθος, πίσω από τα φωτισμένα πολυκαταστήματα, ακούγονται αχνά κάποια φωνές. Άλλη μια διαδήλωση, μέρος πια της καθημερινότητας στο κέντρο. Περπατώ γρήγορα στο άδειο πεζοδρόμιο, περνώ δίπλα από άνδρες των ΜΑΤ που περιμένουν νωχελικά στις γωνίες στηριγμένοι στις ασπίδες τους να περάσει η ώρα να τελειώσει η βάρδια, οι φωνές από τη διαδήλωση χάνονται σιγά σιγά, ακούγεται όμως καθαρά ο θόρυβος από το ελικόπτερο της αστυνομίας που κόβει βόλτες. Σκιάζομαι…
Περίεργα συναισθήματα γεννούνται. Κοιτώ λοξά τους λίγους άλλους διαβάτες, το ίδιο κάνουν κι εκείνοι. Μια χροιά απροσδιόριστου φόβου πλανάται στον αέρα. Οκτώμιση το βράδυ με ανοικτά μαγαζιά τέτοιες καταστάσεις; Δεν πάμε καλά.
Στρίβω στην Πεζμαζόγλου και φτάνω έξω από τη στοά του Θεάτρου Τέχνης. Κοιταζόμαστε με τη γυναίκα μου και χωρίς δεύτερη σκέψη μπαίνουμε. Άλλος κόσμος μέσα στη στοά! Ηρεμία, ευγενικά πρόσωπα, καθαρά βλέμματα.
Στο θέατρο παίζει «Το Δείπνο» της Μόιρα Μπουφίνι. «Αυτή δεν είχε γράψει το Τζόρνταν;» ρωτά η γυναίκα μου. Της γνέφω καταφατικά. «Μια μαύρη κωμωδία – θρίλερ, πάνω στην ανερχόμενη μεσοαστική τάξη που μας οδηγεί τα τελευταία χρόνια, σε περίεργα δείπνα, μέσω υπαρξιακής και κοινωνικής κρίσης, σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου» γράφει το φυλλάδιο. Ενδιαφέρον ακούγεται. Κατεβαίνουμε στο υπόγειο. Είχα χρόνια να πάω. Μικρές έως ανύπαρκτες οι αλλαγές. Ακόμα και εκείνη η ελαφρά μυρωδιά υγρασίας που νιώθεις όταν φτάνεις στα μισά της σκάλας παραμένει αναλλοίωτη σε πείσμα του χρόνου.
Είμαι στο φουαγιέ και παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου. Σα να βλέπω πολλές «γνωστές» φάτσες. Η συγκεκριμένη παράσταση έχει κάτι το ξεχωριστό. Δεν ψάχνω τι, δε με νοιάζει. Μου αρέσει που συμβαίνει και είμαι εκεί. Μου αρέσει που ξεχωρίζω κάποιες «ιστορικές» μορφές του θεάτρου δίπλα μου. Μου αρέσει που περιστοιχίζομαι από ευγενικές φυσιογνωμίες. Περιεργάζομαι τις δεκάδες φωτογραφίες από παλιές παραστάσεις. Αναγνωρίζω με χαρά, κάποιες από αυτές που είχα παρακολουθήσει. Γλυκιές αναμνήσεις από τα παλιά, κυρίως από την εποχή των φοιτητικών μου χρόνων, όταν ακόμα τα ιδανικά και οι θεωρίες είχαν λόγο ύπαρξης.
Ακούγεται το πρώτο κουδούνι και μπαίνουμε στην αίθουσα. Συγκίνηση στη θέα του χώρου! Λίγη αναμονή και η παράσταση αρχίζει. Η αρχή είναι μάλλον αδιάφορη. Το κακό είναι ότι όλη η παράσταση συνεχίζει και τελειώνει εντελώς αδιάφορα. Κρητικός είμαι, κριτικός δεν είμαι, έχω όμως τον κοινό νου να ξεχωρίσω το ενδιαφέρον από τη σούπα. «Το δείπνο» λοιπόν μάλλον σερβιρίστηκε σε βαθύ πιάτο.
Παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου. Οι περισσότεροι έχουν έρθει με καλές προθέσεις και προσπαθούν να πιαστούν από κάτι, από μια ατάκα έστω, για να βρουν θετικά στοιχεία. Σε αρκετές περιπτώσεις διακρίνεις τον αυτοεξαναγκασμό στην προσπάθεια να γελάσει κάποιος, υποτίθεται σε κωμωδία ήρθε. Τσάμπα η προσπάθεια. Ο ηλικιωμένος κύριος που κάθεται απέναντι μου, χτυπάει ένα υπνάκο στο φτερό. Τον σκουντάει η γυναίκα του και επανέρχεται, μάλλον προσωρινά.
Κάποτε η παράσταση τελειώνει και φεύγω απογοητευμένος. Όταν το σημείο που βρήκα σαν το πιο ενδιαφέρον της παράστασης, ήταν τα πολύ στιλάτα μποτάκια που φορούσε η Μυρτώ Αλικάκη, τι να πεις; Κρίμα. Αλλά έτσι δεν είναι η τέχνη; Με τα πάνω της και τα κάτω της. Αλλωστε αυτό που δεν άρεσε σε μένα, μπορεί να ενθουσιάσει εσάς.
Ξαναβγαίνουμε στο δρόμο με ανάμεικτα πια συναισθήματα. Από τη μια η απογοήτευση από την παράσταση που δεν «τράβηξε», από την άλλη όμως μια βαθιά εσωτερική αγαλλίαση σαν αυτή που σου προσφέρει ένας χώρος που από μόνος του παράγει ιδέες και συγκινήσεις.
Η κυκλοφορία οχημάτων στη γύρω περιοχή έχει πάλι ξεκινήσει. Στα πεζοδρόμια ανεβοκατεβαίνει κόσμος. Η πανεπιστημίου στη φυσιολογική της μορφή, σα να μην άλλαξε ποτέ τίποτα. Εδώ είναι η και μεγάλη διαφορά των αστικών κέντρων από την επαρχία. Όλα γίνονται πολύ, πολύ, πιο γρήγορα. Ε, ας γίνονται…