Η ωραιότερη είδηση αυτού του καλοκαιριού είναι η βροχή σοκολάτας που έλαβε χώρα προ ημερών στην ελβετική κωμόπολη Oλτεν, όταν μπλόκαρε το σύστημα εξαερισμού του εργοστασίου της Lindt & Spruengli. Μου θύμισε το σοκολατένιο ποτάμι που είχα την τύχη να δω στα γυρίσματα της ταινίας «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο της σοκολάτας», το 2004, σε κινηματογραφικό στούντιο λίγο έξω από το Λονδίνο. Ηταν και ο Τζονι Ντεπ εκεί, του είχα σκάσει μάλιστα ένα σβουρηχτό φιλί και ας τον συναντούσα με την επαγγελματική μου ιδιότητα. Φέτος, δεν θα του το έδινα. Και όχι μόνο λόγω κορονοϊού.
Με εξαίρεση τη σοκολατοβροχή στην Ελβετία και το θεσπέσιο μετέωρο στον ελληνικό ουρανό (το είδα!), το θέρος του 2020 είναι αυτό των Δέκα Πληγών του Φαραώ. Δίπλα στην πανδημία ήρθε να παραταχθεί σωρεία δεινών (η έκρηξη στη Βηρυττό, η «κρουαζιέρα» του Οruc Reis, οι ταραχές στη Λευκορωσία, ο Τραμπ σε άμεση επαφή με τον Υψιστο κοκ). Σε λίγο θα εμφανιστούν και οι ακρίδες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διαφημιστικές αποφεύγουν τεχνηέντως την αναφορά στο παρόν. Μια διαφήμιση της Cartier, μεσούντος του Ιουλίου, στον ξένο Τύπο έλεγε «Looking ahead to a brighter tomorrow» (σε ελεύθερη απόδοση «Προσμένοντας ένα πιο φωτεινό αύριο”). Ητοι, το σήμερα ας το πάρει καλύτερα ο διάολος.
Είναι το καλοκαίρι των… masketeers με τις πολυάριθμες φυλές του. Είναι οι πεισματικοί αρνητές του ιού (θυμίζω ότι και το AIDS είχε τους δικούς του). Οι επιδιδόμενοι στο «mask shaming» χωρίζονται σε δύο υποκατηγορίες: τους μετριοπαθείς («Βάλτε τη μασκούλα, βάλτε τώρα και τη μυτούλα μέσα») και τους vigilante («Θα φορέσει κανείς μάσκα ή θέλετε να φουρφουλιάσουμε όλοι εδώ μέσα;»). Είναι επίσης οι ταλαιπωρημένοι μασκοφόροι, συνήθως επαγγελματίες, που υποφέρουν από ημικρανίες και καμιά φορά κατεβάζουν τη μάσκα στο πηγούνι (προφανώς δεν είναι εύκολο να σερβίρεις με μάσκα καφέδες και τοστ στους 40 βαθμούς, πηγαινοερχόμενος ανάμεσα στους λουόμενους στις ξαπλώστρες και το μαγαζί απέναντι). Στην άλλη πλευρά οι drama queens, συνήθως εκείνοι που οιμώζουν ακόμη και αν φορούν τη μάσκα λίγα μόνο λεπτά. Είναι επιπλέον οι κοσμοπολίτες σταυροφόροι που επιτίθενται με νύχια και με δόντια στις «θεοσεβούμενες μπασκλασαρίες» που θέλουν να πάνε στην Εκκλησία τον Δεκαπενταύγουστο.
Αυτό είναι αδιαμφισβήτητα το καλοκαίρι που «θερίζει» τους art workers. Που οι (λίγοι τυχεροί) ηθοποιοί που ξεκινούν πχ γυρίσματα για μια νέα τηλεοπτική σειρά, κάνουν πρόβα φορώντας μάσκα, μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα του μοριακού τεστ και να καταστεί όλο το καστ «ασφαλές». Είναι το θέρος των κλειστών θεάτρων. Σημειωτέον ότι στην Βρετανία, η τελευταία φορά που έκλεισαν για τόσο παρατεταμένο διάστημα, δεν ήταν εξαιτίας της πανώλης αλλά του Πουριτανισμού (1642). Η κυβέρνηση του Ολιβερ Κρόμγουελ τα σφράγισε διότι εκμαύλιζαν συνειδήσεις. Σε μαστίγωναν αν τολμούσες να ανέβεις στη σκηνή. Ισως, βέβαια , να είναι τελικά το καλοκαίρι της ευκαιρίας να σπάσουν οι φραγμοί στην προσέγγιση του πολιτισμού, όπως τουλάχιστον έγραφε πρόσφατα στους Financial Times o θεατρικός συγγραφέας Τζέιμς Γκρέιαμ.
Eίναι ακόμα το καλοκαίρι που τα αυτονόητα έχουν εξελιχθεί σε extreme sports πχ το να μοιραστείς ένα σακουλάκι τσιπς με κάποιον ή το να απολαύσεις αγεληδόν το ηλιοβασίλεμα στην Οία της Σαντορίνης. Δεν είναι τυχαίο ότι παρακολούθησα με κομμένη την ανάσα μια φίλη που ζει στο Λονδίνο να μου περιγράφει πώς ταξίδεψε με τον σύζυγο και τα παιδιά της στις αρχές Ιουλίου από ένα εκκωφαντικά άδειο αεροδρόμιο του Χίθροου. Η λεπτομερής καταγραφή της εκτόξευσης του Challenger από αυτόπτη μάρτυρα δεν νομίζω να με συνάρπαζε περισσότερο.
Eίναι, ενδεχομένως, το καλοκαίρι που μόνο τα προσωπικά πένθη επισκιάζουν την πανδημία. «Μπα, αυτές τις μέρες την ξέχασα αυτήν» μου είπε αγαπημένη παιδική φίλη, από τις πληγείσες της θεομηνίας στην Εύβοια. Και καθώς μου διηγιόταν χωρίς μελοδραματισμούς τον τρόμο τη νύχτα της 8ης Αυγούστου (προς την 9η) με τον ουρανό λευκό από τις αστραπές και ύστερα τον πόλεμο με τις λάσπες που απείλησαν την οικογενειακή επιχείρηση («Μια εβδομάδα, 25 άνθρωποι, καθαρίζαμε»), σκεφτόμουν αυτά τα προσωπικά πένθη. Που συνεχίζουν να παρελαύνουν, απτόητα και ανηλεή, αδιαφορώντας για την COVID- 19, και θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να ταρακουνούν τους υπόλοιπους.
Και η αλήθεια είναι ότι έφερα στο μυαλό μου την αφήγηση της φίλης κάποια στιγμή που πήγα να καταληφθώ από κρίση μεμψιμοιρίας, όταν τα σκουπίδια από τη θεομηνία (μποστάνια με μελιτζάνες, τάπερ και μπάλες) κατέστησαν για κάμποσες μέρες ακατάλληλη για κολύμβηση την παραλία της Ερέτριας, όπου περνούσα τις διακοπές μου. Πώς να το κάνουμε, είναι το καλοκαίρι που καλείσαι να συμφιλιωθείς με τις μικρές καταστροφές σου, από σεβασμό για την οδύνη των άλλων.
Ναι, (ακόμα πιο πολλοί) εφέτος εκείνοι που δεν πήγαν διακοπές ή πήγαν λιγοστές. Πόσοι ηλικιωμένοι πχ δεν έμειναν εγκλωβισμένοι στην πόλη; «Πρέπει να δουλέψω» μου έλεγε τις προάλλες, με σχεδόν απολογητικό ύφος, ένας γνωστός. Για πολλούς το καταναγκαστικό break της καραντίνας εκτίναξε το άγχος για την επόμενη μέρα, η ανεμελιά του θέρους ενέχει εφέτος μία βραδυφλεγή ενοχή.
Είναι επίσης το καλοκαίρι που οι Rolling Stones νεκραναστήθηκαν τραγουδώντας «I’m a ghost in a ghost town» («Eίμαι ένα φάντασμα σε μια πόλη φάντασμα»). Και που είναι εξαιρετικά δημοφιλές το «τανγκό του κορονοϊού». Μιλάς με κάποιον, τηρείτε αμφότεροι την απόσταση ασφαλείας, αλλά ο άλλος ξεχνιέται και γέρνει σιγά σιγά προς τα εμπρός με εσένα να οπισθοχωρείς ανεπαίσθητα, για να μη φανείς αγενής. Σε λίγο κάνεις πίσω εντελώς απροκάλυπτα, με τον άλλο να συνεχίζει να χορεύει μαζί σου, σε έναν media vuelta βηματισμό, που κανείς δεν λέει να σταματήσει.
Είναι αδιαμφισβήτητα το θέρος των emergency alerts (προσωπικώς δεν έχω λάβει ούτε ένα), του αντισηπτικού δίπλα στην ντουσιέρα, του αλλόκοτου σερβιρίσματος των ξηρών καρπών (σε κλειστή ατομική συσκευασία στα μπαρ, ακόμα και με κουτάλι στα σπίτια!), του «Εκλεισες εμβόλιο για την απλή γρίπη στο φαρμακείο;». Και φυσικά των χαμένων αγκαλιών. Μια φίλη μου εξομολογήθηκε ότι μετά από σχεδόν πέντε μήνες έπεσε κλαίγοντας γοερά στην αγκαλιά της ηλικιωμένης μητέρας της, φορώντας βέβαια μάσκα και έχοντας γείρει το κεφάλι μέσα στην πολύτιμη αγκαλιά. Είναι το καλοκαίρι που όταν τσουγκρίζεις τα ποτήρια (όταν έχεις ήδη πιει), τσεκάρεις μήπως το χείλος του δικού σου ακουμπήσει λάθρα το χείλος από το ποτήρι του άλλου.
Είναι επίσης το θέρος που δοκιμάζεται περαιτέρω η υπομονή σου μπροστά στην απύθμενη γονεϊκή βλακεία. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους σκληροπυρηνικούς (του τύπου «Κανένα παιδί χωρίς μάσκα») που στο κάτω κάτω βγαίνουν μπροστά και απομονώνονται. Υπάρχουν και οι άλλοι, οι «μετριοπαθείς» ηλίθιοι, εκείνοι που με το παράδειγμά τους σε κάνουν να φαντάζεις υστερικός/υποχόνδριος/ψυχικά διαταραγμένος στα μάτια των παιδιών σου. Ενδεικτικό το παράδειγμα μητέρας μικρού νεαρού που κανονίζει να πάει στην Πάρο (δύο ακριβώς μέρες μετά τα έκτακτα μέτρα), με τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας να απορούν γιατί οι δικές τους μανάδες ακύρωσαν και φοβούνται. Οι μετριοπαθείς ηλίθιοι γεννήτορες προφανώς αγνοούν τι περνούν φέτος οι γονείς των νεαρών ενηλίκων, που μετά το island hopping, βγήκαν θετικοί στον ιό.
Κοιτάζω γύρω μου εδώ στας εξοχάς. Μόνο η φύση και τα παιδιά μοιάζουν ανέγγιχτα από το άπονο καλοκαίρι του 2020. Οι πιτσιρικάδες τρέχουν «μαρίδα» με πληγιασμένα γόνατα. Μια παρέα από έφηβες λιώνουν στο TikTok και ζηλεύουν μία φίλη που αποφάσισε να κάνει κερατίνη στα μαλλιά. Χαζεύω έναν μπάμπουρα που κάθε χρόνο ασελγεί πάνω στα μοβ άνθη της βουκαμβίλιας (δεν γνωρίζω φυσικά αν είναι ο ίδιος ή κάποιος απόγονός του).
Xαζεύω και τα χελιδόνια που μαζεύονται ήδη πάνω στο σύρμα. Μόνο που φέτος δεν υπάρχει η μελαγχολική προσμονή του φθινοπώρου αλλά μια αμήχανη αναμονή, ποιος ξέρει τίνος. Φτάνεις να αναπολείς τους παλιούς Σεπτέμβρηδες, δεν τον θέλεις τον καινούργιο. Γιατί προμηνύεται εξίσου, αν όχι περισσότερο σκληρός, από αυτό το πετρόψυχο καλοκαίρι.