Παίδες ξέρετε πως δεν γουστάρω να περιαυτολογώ, αλλά όπως πάντα και πάλι είχα δίκιο. Η μάνα(τζερ) είχε πράγματι πάει για γλυκά στου Πολ. Μόνο που της βγήκαν ξινά τα γλυκά διότι όπως λέει και ο Νίτσε life sucks! (Εκτός από το Νίτσε το λέει και η Μαφάλντα, οπότε ισχύει, καρατσεκαρισμένο) Μόλις πάτησε λοιπόν το πόδι της στο κατώφλι του δωματίου μας κατάλαβε αμέσως ότι όλα όσα σχεδίαζε ήταν έτοιμα να πέσουν στο κεφάλι της. (Δεν τη λυπάμαι παίδες γιατί όταν έριχνα εγώ μερικές κακοτοπιές που με βρήκαν στο νόμο του Μέρφι, αυτή με έβριζε ισχυριζόμενη ότι τέτοιος νόμος δεν υπάρχει και τον έχουν βγάλει απ΄την κοιλιά τους κάτι κοπριτάκια σαν κι εμένα. Μα προκαλείτε τον Μέρφι μαντάμ; Δεν είναι έξυπνο… Είναι γνωστό ότι εκνευρίζεται εύκολα και σας πάει καλικούτσα για ένα εξάμηνο μετά!)
Πρώτη την εντόπισε η καραμπίτσω φυσικά (ο δικός μας ο γόης είχε προσωρινά τυφλωθεί από την δική του εκτυφλωτική γοητεία.)
-Μπέμπα τι σύμπτωση ε; είπε η Μαρκέτογλου με ύφος ανάρμοστο. Είχε ξεχάσει ότι είχε σουρθεί άρον άρον στο κρεβάτι του πόνου για να παραλάβει τον άτυχο γιο της και συμπεριφερόταν λες και συνάντησε μια συμμαθήτριά της (από το κρυφό σχολειό) σε βερνισαζ του Φασιανού. Τόσο πειστική ήταν που έβλεπα ήδη τους ξεμαλλιασμένους ποδηλάτες του μετρ να κόβουν βόλτες στον τοίχο απέναντι (Επειδή μάλιστα έχω το κληρονομικό χάρισμα της μαντείας και προέβλεπα το σύστριγγλο που θα γινόταν, ευχόμουν να κατεβούν απ΄τον τοίχο και να με πατήσουν να τελειώνουμε.)
Η Μπέμπα (πόσο έχεις μεγαλώσει) είχε όμως πάρει ήδη ανάποδες και ξέχασε και τους γάμους και τις ευγένειες και τα πάντα. Διότι σου λέει όλα κι όλα. Δεν τη χαλούσε να πηγαίνει με πουτάνες ο νταντυ όσο το ήξεραν μόνο οι πουτάνες κι αυτός. Ήταν και ένα είδος κοινωνικής δικαίωσης στο κάτω κάτω. Εδώ σου λέει ο καβαλιέρε τις μίσθωνε με τη ντουζίνα τις ανήλικες στην Ιταλία, δεν δικαιούμεθα κι εμείς μία ελαφρώς σιτεμένη; Δικαιούμεθα! Όχι όμως και να τη ρεζιλέψει στον κοινωνικό της περίγυρο ο πέφτουλας! Αυτό δεν θα το άφηνε να περάσει. Όρθωσε λοιπόν το ανάστημά της ( μπέμπα έχεις γίνει άλλη τόση) και πλησίασε να αντιπαρατεθεί με το 1 και 80 του τοτέμ. (ο πατέρας μου ήταν ευκολάκι. Θα τον έλιωνε αργότερα με την ησυχία της)
-Ωραία σύμπτωση, βρυχήθηκε. Έστειλα το παιδί (εμένα εννοούσε) να το διευκολύνετε επαγγελματικά (τη μπίτσω εννοούσε) κι εσείς μου το στείλατε στο νοσοκομείο! (τον Άλεξ εννοούσε)
-Μα, ψέλλισε ο Άλεξ.
-Σώπα εσύ, τον έκοψε η μάνα(τζερ) στο φτερό. Τώρα μιλάμε οι μεγάλοι. Εσύ να φχαριστάς το θεό που γνωρίζω τη… φουκαριάρα τη μάνα σου (έτσι! Ταπείνωσε, ταπείνωσε μάμι) και δεν σου κάνω μήνυση.
Τότε του ήρθε έμπνευση του δικού μας του Μπερλουσκόνι να αναλάβει να κάνει τον μεσολαβητή. Έκανε ένα νεύμα στη μέγαιρα να μην απαντήσει και πλησίασε με κατευναστικό χαμόγελο το στεφάνι του που ήταν έτοιμο να βγάλει αφρούς.
-Μα αγάπη μου (ανάθεμά σε ρε πατέρα. γελάσαμε πάλι!) που ξέρεις ότι δεν έφταιγε η δικιά μας; (Τιιι; Ρίχνει τα βάρη σ΄εμένα το οπορτούνι; Με θυσιάζει ο Αβραάμ;)
-Σωστά. Ποιός οδηγούσε; τσιμπάει η μέγαιρα το δόλωμα του μαλάκα του φλερτόζου. Δεν τον είχε κόψει ακόμα ότι είναι τέρμα παπαρολόγος.
-Κανείς! Είπαμε και τα δυο μ΄ένα στόμα σα βλαμμένα. Αυτό παίδες προκάλεσε ένα γενικευμένο σεισμό. Κανείς μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί να κάνει αυτήν την ερώτηση. Είχαμε πετάξει μέσα στη γενική σύγχυση ένα «μας εμβόλισαν απ΄το πλάϊ» και είχαμε ξεμπερδέψει. Τα νέα δεδομένα όμως έπεσαν με πάταγο στο πεδίο της μάχης. Όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω μας. Ο ξανθός έγινε κόκκινος από ντροπή κι εγώ πράσινη από το κακό μου (συμπληρωματικά χρώματα, βλέπετε πόσο ταιριάζουμε…)
-Δηλαδή ήσασταν σταματημένοι στη μέση του δρόμου; Καλά ηλίθια είστε; Μας την έπεσε με τη μία η μάνα(τζερ) που της χαλάσαμε την επιχειρηματολογία.
-Όχι, είπα εγώ κοφτά. Ο ξανθός έσκυψε απλά το κεφάλι.
-Και τι κάνατε; Ρώτησε η μανούλα του πλησιάζοντάς τον απειλητικά.
-Μάντεψε, είπα κοιτώντας στα μάτια τον μπαμπακούλη μου.
Ο θεομπαίχτης πήγε να κάνει τρίπλα για να μας σώσει και καλά. Δεν είχε πάρει πρέφα ότι δεν θέλαμε να σωθούμε.
-Σας έσβησε; Είπε με νόημα.
-«Όχι μας άναψε», είπα εγώ με πολύ καλύτερο νόημα. «Κληρονομικότης βλέπεις…» (Αφού πας γυρεύοντας άκου τα γεροτράγο!)
Οι δυο συμμαθήτριες (του Ομέρ Βρυώνη) σιώπησαν αμηχάνως μόλις έπιασαν το υπονοούμενο. Χα! Το ξερα εγώ. Ήταν τόσο αποφασισμένες να στηρίξουν την πρόσοψη της ζωής τους που μόλις απειλούσες ένα μικρό ξεβράκωμα τις ακύρωνες αμέσως.
-Τέλος πάντων, είπε βιαστικά η δικιά μου. Ότι έγινε έγινε. Ελπίζω να μην ξαναγίνει. Εσύ θα ρθείς στο σπίτι αύριο. Εσύ θα μεταφερθείς σήμερα στο θάλαμο των ανδρών. Τα κανόνισα όλα. Λοιπόν πάμε; είπε στον πατέρα μου αγνοώντας εντελώς την αντίζηλο.
-Μα, είπε αυτός κοιτάζοντας μια τη (ξένη) σκύλα , μία τη (δική μας) Χάρυβδη.
Δεν τον άφησε να το ξεχειλώσει. Επειδή ήξερε με τι ξεμωραμένο είχε να κάνει , τον άρπαξε αγκαζέ και τον έσουρε κανονικά μέχρι την πόρτα.
-Ε… χάρηκα…, πέταξε εκείνος στην εμβρόντητη από τις εξελίξεις καλή του.
-Χάρηκες που στείλανε το παιδί σου στο νοσοκομείο; Ακούστηκε να τον καρφώνει αλύπητα η Χάρυβδη καθώς εξαφανίζονταν στα βάθη του διαδρόμου.
Και ξαφνικά χιόνισε. Λίγο η παγερή σιωπή, λίγο ο κατάλευκος γύψος νόμισα πως θα σκάσει μύτη καμιά πολική αρκούδα εκεί πέρα μέσα.
-Αγάπη μου τηλεφωνώ τώρα αμέσως σε ιδιωτικό νοσοκομειακό για να μεταφερθείς τώρα αμέσως στο ΥΓΕΙΑ. Δεν πρόκειται να αφήσω εγώ το μοναχογιό μου στο χαμαιτυπείο αυτό.
-Σας παρακαλώ μη μιλάτε έτσι για το Εθνικό Σύστημα Υγείας γιατί αυτή τη στιγμή είναι σε ευαίσθητη φάση αναγέννησης από τον κύριο Λομβέρδο, πέταξα τη γνωστή μαλακία μου εγώ έτσι, για να σπάσω τον πάγο. Με αγνόησε. Έβγαλε απλώς το κινητό της και ρύθμισε τα πάντα με 3 τηλεφωνήματα. Τα φράγκα παίδες και νεκρούς ανασταίνουν, πόσο μάλλον στραβούς. Κοίταξα τον δικό μου. Είχε μια ήρεμη απελπισία στο μάτι (λέω μάτι γιατί ένα ήταν το δραστήριο. Το άλλο το είχα βουλώσει εγώ).
-Που θα σε ξαναβρώ; με ρωτούσε με τα μάτια (σόρι με το μάτι. Ένα ήταν είπαμε)
-Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες 3 του Σεπτέμβρη να περνάς, του απαντούσα με τα μάτια (δύο). Που πάει να πει, φέξε μου και γλίστρησα μεγάλε. Όταν τα βάζεις με την πραγματικότητα, ο έρωτας είναι σαν την επανάσταση και τα θαύματα: Κρατάει μόνο 3 μέρες!
(όμως ποτέ μην υποτιμάτε τον έρωτα και το ΠΑΣΟΚ παίδες. Θα το λεγε κανείς σας το 2004 πως σήμερα θα είχαμε Γιώργο πρωθυπουργό; Δεν θα το λεγε. Αλλά αυτόν έχουμε! Ή τον Στρος Καν; Μπερδεύτηκα τώρα. Η διάσειση θα είναι…)