Στις 2 Αυγούστου του 1996 φόρτωσα τους σάκους μου σε ένα μαύρο Golf που το έλεγα Beast και έφυγα από τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Θυμάμαι ακόμα την αρχή της διαδρομής, ειδικά εκεί στο Καλοχώρι, το συναίσθημα, την έξαψη, την αγωνία και τη συγκίνηση. Και τον φόβο. Α, ναι. Εφυγα έχοντας στο μυαλό εκείνη τη δαιμονοποιημένη εικόνα της Αθήνας με το σκληρό, ανταγωνιστικό πρόσωπο. Ελεγα ότι θα επιστρέψω σε δύο-τρία χρόνια, μόλις φτιάξουν τα πράγματα στη Σαλονίκη. Ανοησίες. Σε λιγότερο από ένα χρόνο κατάλαβα ότι το σπίτι μου θα ήταν στην πρωτεύουσα.
Εγινα Αθηναίος; Αυτή είναι μία άστοχη ερώτηση που επιδέχεται δεκάδες απαντήσεις. Τι είναι, δηλαδή, ο Αθηναίος; Είναι αυτός που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πρωτεύουσα; Δεν πάει έτσι. Ακόμα και ένα παιδί που μεγαλώνει στην Κηφισιά δεν έχει καμία σχέση με ένα παιδί που μεγαλώνει στο Μετς ή στους Αμπελόκηπους. Οχι μόνο για τη μεγάλη διαφορά στο αστικό περιβάλλον, αλλά, κυρίως, για το αποτύπωμα που σου αφήνει η πόλη. Συχνά αναρωτιέμαι τι πολιτιστικό και ιστορικό αποτύπωμα καταγράφεται στη συνείδηση ενός παιδιού που μεγαλώνει σε ένα προάστιο της Αθήνας. Και κάνω την αναπόφευκτη σύγκριση με τη Θεσσαλονίκη που, όπως και αν το δεις, αφήνει χάραγμα μέσα σου. Ενα παιδί από τα Μελίσσια, τα Βριλήσσια ή τον Γέρακα μεγαλώνει σε ένα μέρος χωρίς μνήμη. Στην Κυψέλη, από την άλλη, η φόρτιση είναι μεγαλύτερη. Συγκρίνοντας πάντα με την πατρίδα μου και τις μικρότερες πόλεις, οι Θεσσαλονικείς έχουμε κοινά βιώματα και αναφορές. Στην Αθήνα η μοίρα μας γίνεται κοινή μόνο στο μποτιλιάρισμα.
Αφήνω, λοιπόν, στην άκρη τη φρίκη για την ταχύτητα με την οποία έφυγαν είκοσι χρόνια. Αυτό είναι προσωπικό και με τρομάζει. Θέλω να σας μιλήσω για την πρωτεύουσα, με τη μητροπολιτική της διάσταση. Θέλω να μετρήσω αυτά που μου έμαθε η Αθήνα.
Η Αττική θα έπρεπε να είναι ο ομορφότερος νομός της χώρας (μετά τη Χαλκιδική, εννοείται). Βουνό, θάλασσα, εξαιρετικό κλίμα και εναλλαγή τοπίου. Είναι να απορείς πώς έχουν διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό αυτά τα χαρακτηριστικά μετά την επέλαση των τελευταίων εκατό χρόνων.
Η Αθήνα δεν είναι μία πόλη. Είναι συρραφή πολλών διαφορετικών πόλεων που ενώνονται από κοινούς οδικούς άξονες. Αθηναίος δηλώνει ο κάτοικος της Γλυφάδας, το ίδιο λέει και κάτοικος του Κορυδαλλού. Καμία σχέση, από όποια πλευρά και αν το πιάσεις. Η Αθήνα είναι εδώ και δεκαετίες Μητρόπολη με τη δυτική έννοια του όρου.
Οσα χρόνια και αν ζεις στην Αθήνα, μπορείς να κάνεις τουρισμό μέσα στα όρια ή λίγο πιο πέρα από την ποδιά της. Τα δυτικά προάστια είναι και τα πιο γοητευτικά. Εχει σημεία που λες ότι έφυγες και είσαι στην ελληνική επαρχία.
Η ζωή στην Αθήνα είναι πιο γρήγορη, πιο ακριβή, πιο κουραστική, αλλά και πιο ενδιαφέρουσα από οποιαδήποτε άλλη πόλη της χώρας. Αν όμως είσαι ένας άνθρωπος που κινείται μόνο μεταξύ σπιτιού και δουλειάς, καλύτερα να μη ζεις στην Αθήνα. Εκ των πραγμάτων, οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν στην Αθήνα, θα περνούσαν καλύτερα κάπου αλλού.
Οι άνθρωποι γίνονται καλύτεροι επαγγελματίες στην Αθήνα παρά στην περιφέρεια. Γίνονται επίσης και πιο σκληροί. Λένε ότι η μεγάλη πόλη αποξενώνει. Ομως εδώ θα γνωρίσεις τύπους που δεν μπορούσες καν να φανταστείς ότι υπάρχουν.
Μπορεί να κάνεις μήνες να δεις τους φίλους σου. Και αυτό δεν θεωρείται και τόσο περίεργο.
Για κάποιο μεταφυσικό λόγο νομίζεις ότι όλοι εδώ είναι από την Πελοπόννησο ή από τη Λαμία.
Το μποτιλιάρισμα είναι κάτι που συνηθίζεται. Επίσης στις περισσότερες περιοχές της πρωτεύουσας βρίσκεις να παρκάρεις πολύ πιο εύκολα από ότι σε οποιαδήποτε περιοχή της Θεσσαλονίκης. Η έννοια του «κοντά» και του «μακριά» γίνεται υποκειμενική. Απόσταση που στη Θεσσαλονίκη τη θεωρείς μακρινή, εδώ είναι «δίπλα».
Η Αθήνα σου προσφέρει, αν θέλεις, κάλυψη και ανωνυμία. Μπορείς να αλλάξεις τη ζωή σου χωρίς να αλλάξεις πόλη. Μπορείς να κρυφτείς, αν χρειάζεται.
Ο Πειραιάς έχει ατμόσφαιρα και λαϊκό χρώμα που αξίζει να το δεις και να το αισθανθείς.
Χρόνο με τον χρόνο στην πόλη μπορείς και βρίσκεις όλο και περισσότερα πράγματα. Από ψυχολόγο για τη γάτα σου μέχρι συμβούλους για τη διαχείριση των τσάκρα σου. Η πρωτεύουσα ενσωματώνει με μεγαλύτερη ταχύτητα χαρακτηριστικά μητροπόλεων της Δύσης.
Ο κόσμος δεν ασχολείται με τα ποδοσφαιρικά με την ένταση που ασχολούνται στη Θεσσαλονίκη. Ούτε υπάρχει σε ανάλογη έκταση αντίστοιχος φανατισμός. Παρέες ΠΑΟΚτσήδων βλέπουμε ματς σε καφετέριες. Εχω κυκλοφορήσει ουκ ολίγες φορές με φανέλα ή κασκόλ. Κανένας δεν δίνει σημασία.
Εχω ζήσει το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου στη Θεσσαλονίκη και όταν την επισκέπτομαι βιώνω κάτι πολύ περίεργο. Είμαι σε έναν τόπο που αγαπώ, που γνωρίζω καλά, αλλά ταυτοχρόνως αισθάνομαι και λίγο ξένος. Το σπίτι μου δεν είναι πια εκεί. Είναι τα περισσότερα από τα χρόνια μου, αλλά όχι η ζωή μου. Ομως όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, τόσο του λείπει η πατρίδα του. Ας λένε για το αττικό φως. Τώρα τελευταία κατάλαβα ότι τίποτα δεν είναι πιο ζεστό και πιο γλυκό, από ένα βροχερό, χειμωνιάτικο απόγευμα Κυριακής στην Εγνατία.