Αυτό δεν λέγεται γιορτή, πες τo καλύτερα μιντιακή πολιορκία, έφοδο της κινητής και σταθερής τηλεφωνίας. Eνας ανελέητος βομβαρδισμός από μηνύματα στο Viber, στο Instagram και SMS «ενόσω ήσασταν κατειλημμένος». Αφήνω πια τα mail στον υπολογιστή, τις ηλεκτρονικές ευχές στο Facebook. (Ολα τα ξέρει, πότε γεννήθηκες, πότε γιορτάζεις, πότε… μην πω, και δίνει σύρμα -βρήκαμε μαλλιά να ξάνουμε- σε καρφώνει θες δε θες).
Ναι, μας έχουν κατακλύσει από παντού τα ηλεκτρονικά δίκτυα κι έχουμε πιαστεί στα πυκνά τους δίχτυα. Βαράνε όλα μαζί από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός, πώς να τα προλάβεις; Κάμποσοι μάλιστα ξεκινούν με προεόρτιες κλήσεις. Ωσπου ν’ ανταποκριθείς στο σταθερό, ακούγεται το κινητό και τούμπαλιν. «Κλείνω, κλείνω», λες και τον αφήνεις σύξυλο τον πρώτο• (Τι αγένεια κι αυτό! Σε παίρνει ο άλλος, ανοιχτόκαρδα, να σου ευχηθεί και του κλείνεις το τηλέφωνο στη μούρη).
Μερικές φορές μιλάς και με τα δυο (ένα στο κάθε αυτί) και το μπέρδεμα δεν περιγράφεται. Κι άμα είσαι αρχάριος στα multimedia όπως ελόγου μου, κλάψ’ τα Χαράλαμπε.
Αλλά και το Skype πού το βάζεις; Ακούγεται το κυματιστό κουδούνισμα στον υπολογιστή (χτυπάει ασταμάτητα με πείσμα καλογερικό) και κατεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες του γραφείου.
Δεν προλαβαίνω, γιατί έχει ήδη απελευθερωθεί το σταθερό και κάποιος βρίσκει ευκαιρία να μπουκάρει. (Οσο υποψιάζομαι πως φίλος ή γνωστός με σιχτιρίζει γιατί βουίζουν οι γραμμές, φουντώνουνε οι ενοχές μου). Αρχίζω με χαμόγελα, μετρημένα όμως γιατί θυμάμαι τον ανεκδιήγητο «Ω, γέροντα» και μου ’ρχεται αναγούλα. Μα ούτε τότε μένω σε χλωρό κλαρί. Καταφθάνει επίσκεψη ο γείτονας. Εφοδος εξαπίνης, ante portas.
Του κάνω νεύμα με το χέρι «πέρνα, πέρνα» κι ενώ με το αυτί κολλημένο στο ακουστικό μισακούω τι μου λένε απ’ την άλλη άκρη κι ανοιγοκλείνοντας το στόμα μου «κάτσε, κάτσε» οδηγώ τον γείτονα προς το καθιστικό –είναι κι άλλοι εκεί, μπροστά στην τηλεόραση και με περιμένουν-.
Βαράνε όλα μαζί από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός, πώς να τα προλάβεις; Κάμποσοι μάλιστα ξεκινούν με προεόρτιες κλήσεις. Ωσπου να ανταποκριθείς στο σταθερό, ακούγεται το κινητό και τούμπαλιν
Ε, κάποια στιγμή ζαλίζομαι. Τα κλείνω όλα, κι «αφήστε μήνυμα στον τηλεφωνητή». Τουλάχιστον να προλαβαίνουν όσοι με καλούν να πούνε δυο κουβέντες. Μην παίρνουνε και ξαναπαίρνουν δίχως αποτέλεσμα. Καλύτερα λοιπόν στον τηλεφωνητή…
Ας πούμε ότι γιόρτασες κι εφέτος! Eτσι κρεμασμένος στα τηλέφωνα απ’ το πρωί και τρέχοντας αλαφιασμένος από την κουζίνα στην εξώπορτα κι απ’ το σαλόνι στο γραφείο, πέφτεις να κοιμηθείς ξεθεωμένος με το κεφάλι σου καζάνι. Eχει τελειώσει η γιορτή και μοιάζει να ’χεις τρέξει μαραθώνιο.
Παρόλα αυτά, είσαι γεμάτος. Ευχαριστημένος που τόσοι φίλοι σε τιμούν και σε θυμούνται. Αν και το ξέρεις ότι όλα αυτά τα ευχετήρια λόγια των γιορτών μπορεί να είναι από καρδιάς και αληθινά, έως συμβατικά και τυποποιημένα, καλοδεχούμενα όλα.
Aλλωστε εσύ δεν μένεις σε τύπους και συμβάσεις. Κι ούτε περνάει ποτέ απ’ το μυαλό σου πως όσοι δεν τηλεφωνούν, δεν σε εκτιμούν ντε και καλά! Iσα-ίσα, ακόμα και μέσα στη σιωπή ή την αντισυμβατικότητα (κυρίως τότε) μπορεί να τρέφουμε οι άνθρωποι τα πιο γνήσια αισθήματα, τις πιο λεπτές ευαισθησίες.
Ομως με τόσο πολλούς, τόσο καλούς γνωστούς και φίλους κι αναγνώστες σου άγνωστους, δεν την γλυτώνεις με ένα μόνο «ευχαριστώ», λέω στον εαυτό μου. Δεν γίνεται να τη βγάλεις καθαρή δίχως ένα τραταμέντο έστω, ένα κέρασμα. Σαν την παλιά εποχή.
Ας θεωρηθεί αυτό το κείμενο, λοιπόν, το ηλεκτρονικό μου φίλεμα, το μιντιακό μου φοντανάκι.