Τα χρήματά μου, το συνάλλαγμά μου

Ο βράχος μου, ο Πακτωλός και το χρυσάφι μου. Αυτόν που κληρονόμησα απ’ τους δικούς μου, η τύχη μου κι ο τοίχος μου. Πέφτω μέσα του, μπαίνω μέσα σου και αναδύομαι με το χρυσό το νόμισμα στο στόμα.  

Θοδωρής Γκόνης

Ο βράχος μου, τα πατρικά μου χτήματα, η μητρική μου γλώσσα.   

Με τα μάτια κλειστά, με το κερί των συντρόφων του Οδυσσέα στ’ αυτιά, τη δεξιά παλάμη να μετρά τον πυρετό στο μέτωπό μου, θα καθίσω πάνω στον βράχο μου.

Θα βάλω τη γλώσσα στο αλάτι το χοντρό, σαν το αγριοκάτσικο το καλοκαιρινό, να ξεδιψάσω. Θα βυζάξω τις φλέβες, τις κατεβασιές, τα νερά του, θα πάρω τους εφτά τους δρόμους του.

Ο βράχος μου, τα χρήματά μου, το συνάλλαγμά μου.

Με τη διχάλα του ποδιού μου καρφωμένη πάνω του, θα προχωρήσω, θ’ ανέβω σκαλί- σκαλί τη σκάλα του μέχρι την κορυφή, θα πάρω τις παλίνδρομες διαδρομές του, θα σταθώ στα σταυροδρόμια του να λύσω το αίνιγμα, θα περπατήσω, θα κρεμαστώ στους γκρεμούς του, θα μαζέψω το μέλι του, μελισσοκόμος και μέλισσα.

Ο βράχος μου κι αυτό που κρύβει κάτω του. 

Τον κήπο με τα τριαντάφυλλα τα εξηντάφυλλα και την πηγή με το νερό το δροσερό. 

Ο βράχος μου, ο Πακτωλός και το χρυσάφι μου. 

Αυτόν που κληρονόμησα απ' τους δικούς μου, η τύχη μου κι ο τοίχος μου, σ’ αυτόν επάνω σκάβω-γράφω το τραγούδι μου. Πέφτω μέσα του, μπαίνω μέσα του και αναδύομαι με το χρυσό το νόμισμα στο στόμα.         

Ο βράχος μου, οι νεκροί μου και η γλώσσα μου, αυτοί που μ’ έφεραν ως εδώ, αυτοί ήρθαν και μου στάθηκαν, γιατί ο κόσμος ο παλιός της πέτρας, σηκώνεται, βγάζει φτερό και έρχεται, είναι το σπίτι σου κι αυτό ποτέ δεν σε εγκαταλείπει.