Σπάνια τα θυμάμαι χωρίς ένα τσιγάρο, τα πρώτα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού κιτρινισμένα με τα χρόνια απ’ τον καπνό, σαν κοντόχοντρα κομμάτια κεχριμπάρι. Κι ούτε είχα πολλές ευκαιρίες να τα περιεργαστώ από κοντά, μιας κι όποτε βρισκόμουν πλάι του, τα χέρια του ήταν τυλιγμένα γύρω απ’ τους ώμους μου καθώς μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά του, ή βυθισμένα στα ξανθά μαλλιά μου, χαιδεύοντάς με τρυφερά, με μια στοργή που νέος δεν είχε μάθει ακόμα να δίνει ούτε καν στον αγαπημένο του γιο, τον πατέρα μου.
Ο παππούς μου, Πέτρος Χατζόπουλος. Θυμάμαι πόσο μ’ εντυπωσίαζε όταν ήμουνα μικρός το γεγονός πως είχαμε το ίδιο ονοματεπώνυμο, σαν να ’μασταν ο ίδιος άνθρωπος σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του. Κι εκείνος ο σφραγιδόλιθος στο μικρό δάχτυλο, σφηνωμένος κι αμετακίνητος, με τα κοινά μας αρχικά χαραγμένα σαν προφητεία με δύο γράμματα. Π.Χ. Θα μπορούσε να σημαίνει και «προ Χριστού» –τόσο πανάρχαια μου φαινόταν η συγγένειά μας.
Τα χέρια του παππού μου του Πέτρου άφησαν το μολύβι πριν τελειώσει το δημοτικό –όταν παιδάκι ορφανό από πατέρα βρέθηκε με τη μάνα και τ’ αδέρφια του σε μια παράγκα του Κουλέ Καφέ, ξεριζωμένος απ’ τη γενέτειρά του τη Συληβρία, μετά την Καταστροφή– κι έπιασαν τα σύνεργα του λούστρου, έπειτα του μαθητευόμενου μαραγκού, κι αργότερα το τιμόνι ενός ταξί. Στον πόλεμο του ’40 έπιασαν όπλο και το κράτησαν κοντά τρία χρόνια, μα όταν τον ρωτούσα, μισόν αιώνα μετά, ποτέ δεν ιστορούσε τον ένδοξο βίο ενός ήρωα, ούτε μιλούσε για την πείνα που τον θέριζε κι αυτόν και τη φαμίλια του τα χρόνια της Κατοχής, διότι ως άνθρωπος απέραντα ταπεινός θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που ’χε επιζήσει ανάμεσα σε τόσο θάνατο.
Στα τριάντα του, τα χέρια του αγκάλιασαν τη γυναίκα του, τη γιαγιά μου, και λίγα χρόνια μετά κράτησαν περήφανα τους δυο του γιους –μ’ όση τρυφερότητα αναλογούσε στους άντρες τω καιρώ εκείνω –με τις παλάμες ροζιασμένες απ’ το μεροκάματο. Κι επίσης, αν και κανείς ποτέ δεν του ’χε μάθει πώς να παίζει, τα χέρια του βρήκαν μόνα τους τον δρόμο κι άρχισαν να φτιάχνουν μουσική μ’ ένα ακορντεόν. (Σου ’μοιασα σ’ αυτό, Πετράν. Κι εγώ μονάχος μου έμαθα να παίζω πιάνο).
Πενηντάρης πια, όταν ξάφνου έμεινε χωρίς δουλειά, ξενιτεύτηκε στη Γερμανία για να ζήσει την οικογένειά του, δουλεύοντας σ’ ένα εργοστάσιο. Πιο πολύ απ’ όλα θυμόταν ένα μηχάνημα που ’βαζες κέρματα και σου ’βγαζε φαΐ. Καμιά φορά σκεφτόταν ότι μες στα σωθικά του, ανάμεσα στα γρανάζια και τα ελάσματα, κρυβόταν μια μικροσκοπική μαγείρισσα σαν τη μάνα του, που μεριμνούσε για τα ξενιτεμένα ελληνόπουλα, φροντίζοντας να μη μένουν νηστικά.
Τη δεκαετία του ’80, τα γερασμένα πλέον χέρια του κυρ-Πέτρου έσφιγγαν ακόμα το τιμόνι ενός παλιού, πελώριου Ford Taunus –η περίφημη «Μαρμάρω», που ’χε χώρο για είκοσι άτομα, και τον λεβιέ των ταχυτήτων στο τιμόνι.
Καθώς ο μπαμπάς μου ήταν οδοντίατρος κι εγώ, όπως τα περισσότερα παιδιά των οδοντιάτρων, είχα γεννηθεί με κάτι δόντια για τον διάολο πεσκέσι, από μικρός θυμάμαι τα μελαψά του χέρια να αιωρούνται πάνω από το ανοιχτό μου στόμα, κρατώντας ένα σωρό εργαλεία. Και παρατηρώντας τα σκεφτόμουν πως ήταν ίδια κι απαράλλαχτα με του δικού του μπαμπά, κι αναρωτιόμουν γιατί άραγε τα δικά μου διέφεραν, κι έμοιαζαν πιο πολύ με τα μικρά, λεπτά χεράκια της μάνας μου.
Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο παππούς μου ζούσε για να δίνει. Ογδόντα τριών ετών άνθρωπος, κινούσε μέρα παρά μέρα απ’ την οδό Διαλέττη να πάει στην Εγνατία, στο άγαλμα του Βενιζέλου, που γύρω του πλήθος αλλοδαπών πουλούσανε φτηνά λαθραία τσιγάρα, καθώς κι αυτός και η γυναίκα του και η νύφη του η Κατερίνα κάπνιζαν σαν τα φουγάρα, και μ’ αυτόν τον τρόπο έκαναν οικονομία. (Και παρά τους καυγάδες, ποτέ δεν δέχτηκε δραχμή απ’ τον πατέρα μου –τα έξοδα καπνίσματος έβγαιναν απ’ την πενιχρή του σύνταξη, όπως και το δυσανάλογα γενναιόδωρο χαρτζιλίκι μου). Κι όταν τα απανωτά εμφράγματα τον σώριασαν στο κρεβάτι, απ’ όπου δεν έμελλε να σηκωθεί, η μόνη του αγωνία ήταν ποιος θα μας φέρνει τώρα τα τσιγάρα.
Τότε ήταν που, καθισμένος πλάι του, πρόσεξα για πρώτη φορά τον αντίχειρα του αριστερού του χεριού. Ήταν τόσο κοντός, και το νύχι του τόσο στενό, που το δάχτυλο έμοιαζε κουτσουρεμένο, σαν τελευταία στιγμή να ’χε βαρεθεί ο Θεός και να του το ’χε πλάσει μισό. Ώσπου μια μέρα τα χέρια έπαψαν να σαλεύουν, κι ο πατέρας μου τα σταύρωσε πάνω στο σκεβρό, ακίνητο στήθος.
Από τότε περάσαν δέκα χρόνια, που φέρανε πολλά, και μ’ οδηγήσανε αυτή τη στιγμή να σας γράφω. Κι όπως σταματώ για ν’ ανάψω τσιγάρο, το βλέμμα μου πέφτει στον αντίχειρα του αριστερού μου χεριού. Και χαμογελώ.
Είσαι ακόμα μαζί μου, παππού. Δεν μοιραζόμαστε μονάχα τα αρχικά μας.