Τώρα που το ψωμί ξανάγινε πικρό ας φτιάξουμε τα παράθυρά μας, κρεμάσανε, γεράσανε, χάσκουν ξεδοντιασμένα, ας τα καλαφατίσουμε, ας τα βάψουμε, ας τ’ ανοίξουμε διάπλατα, κουρτίνες και πανιά, να δούμε, να θαυμάσουμε την ομορφιά, τις σκάλες, τις πύλες, τις πόρτες, τις πορτάρες, το απέναντι μπαλκόνι και το κορίτσι που στεγνώνει τα μαλλιά στον ήλιο του Γενάρη του΄60, το χαμόγελό του, τα λακκάκια του τα δυο, την Ιζαμπώ, τα κάστρα πάνω κάτω δεξιά κι αριστερά, τα μάτια, η θάλασσα, τα φρύδια και το μέτωπο, τ’ αγάλματα, το άλογο του Στρατηγού, του Κυβερνήτη το μειδίαμα, τα Πέντε Αδέλφια, το Ιτς Καλέ με τα φραγκόσυκα, τα σίδερα, τις φυλακές, τα αίματα, τα ψέματα και τους φυλακισμένους.
Περσίδες, στόρια και παντζούρια χλιμιντρίζουνε, χτυπάνε, ξεφλουδίζουνε στα κρύα, στις βροχές, στον άνεμο. Τζάμια σπάζουν, τσακίζονται και πρόσωπα κρυμμένα, χαμένα, πίσω τους ραγίζουν και κοιτούν απαρηγόρητα κι αναστενάζουν. Φωνάζουν, πετάνε πέτρες, ονόματα παλιά, στον βράχο, χαραγμένα, σβησμένα απ’ τον καιρό κι από τη σκόνη, κουνούν και σείουν τα χεράκια τους κι είναι τα μάτια τους, το φως, που τρεμοσβήνει μέσα στο μαύρο και στο χιόνι.
Γι’ αυτό απ’ το πρωί, απ’ τα χαράματα φτιάξαμε, στήσαμε αυτές τις σκαλωσιές και τις εργολαβίες και πολεμάμε και ανεβήκαμε και κρεμαστήκαμε στις πολεμίστρες και στις ντάπιες και τα βάφουμε, τα φτιάχνουμε τα τέσσερα παράθυρά μας, για να τ’ ανοίγουμε να βλέπουμε και να κοιτάμε απέναντι την ομορφιά, πώς κάνει πόλεμο για το ψωμί και την ελευθερία.