Κλείσαμε τα τριάντα. Δεν το γιορτάσαμε, παρά μονάχα με αναμνήσεις. Έτσι κι αλλιώς, το ότι ζούμε ακόμα είναι από μόνο του ένα θαύμα. Κι ας έχουμε γεμίσει μικρά μαύρα στίγματα μούχλας, σαν κηλίδες σε γέρικα χέρια. Το ότι μας χαρίστηκε τούτη δω η κόχη, και η δυνατότητα να αναπολούμε το παρελθόν, είναι ό,τι περισσότερο θα μπορούσαν να ζητήσουν δυο ηλικιωμένα πλέον βατραχοπέδιλα.
Είμαστε καταχωνιασμένα σε μια χοντρή πλαστική σακούλα (το άτρωτο σπιτάκι μας) στο βάθος ενός παταριού. Το σπίτι όπου βρίσκεται το πατάρι, το πατρικό του αλλοτινού μας ιδιοκτήτη, τώρα το νοικιάζουν άλλοι άνθρωποι, που αγνοούν την ύπαρξή μας και τον ρόλο που παίξαμε στη ζωή του μικρού Πέτρου πριν από τρεις δεκαετίες. Καλύτερα έτσι. Καμιά φορά τις ακριβές μνήμες δεν θες να τις μοιράζεσαι, αλλά να τις κοιτάζεις μόνος σου, στα σκοτεινά, σαν πολύτιμο πετράδι με δικό του φως και ζεστασιά.
Μας αγόρασε ο πατέρας του Πέτρου το καλοκαίρι του 1983 απ’ τον Λαμπρόπουλο στην Τσιμισκή, επειδή το χτυπητό πορτοκαλί μας χρώμα του τράβηξε την προσοχή σαν κάτι χαρούμενο και ζωηρό, που ανοίγει την όρεξη για περιπέτειες. Λίγες μέρες μετά, η τριμελής φαμίλια του αναχώρησε για τρεις βδομάδες διακοπές στην Ουρανούπολη της Χαλκιδικής, όπου και σκόπευε να μας παρουσιάσει στον γιο του, και να τον απεξαρτήσει απ’ τα μπρατσάκια.
Ο μικρός μας ιδιοκτήτης ήταν κατενθουσιασμένος – με την παραθαλάσσια μονοκατοικία όπου θα έμεναν, με τον πελώριο και φιλικό σαν πλάσμα παραμυθιού σκύλο της σπιτονοικοκυράς, με την ψιλή άμμο της παραλίας, καθώς και με το ίδιο το όνομα Ουρανούπολη, που τον έκανε να σκέφτεται ότι δεν βρισκόταν ακριβώς στη γη, αλλά σ’ ένα μέρος μαγικό, όπου αρκεί να ανοίξεις τα χέρια και θα πετάξεις στο ατέλειωτο γαλάζιο του ουρανού όπως στα όνειρα που έβλεπε και δεν ήθελε να ξυπνήσει.
Όταν όμως ο μπαμπάς του, κατόπιν συνωμοσίας με τη μαμά – που είχε πετάξει τα μπρατσάκια πριν φύγουν απ’ τη Σαλονίκη – του ανακοίνωσε πως τώρα που είχε γίνει πια μεγάλο αγόρι (τη χρονιά εκείνη είχε κλείσει τα τέσσερα) θα έπρεπε να μάθει να κολυμπάει χωρίς τα φουσκωτά μπλε σωσιβιάκια που τον κρατούσαν στην επιφάνεια, ο Πέτρος κοίταξε τη θάλασσα με δισταγμό. Πώς θα τα κατάφερνε;
Τότε οι γονείς του τον πήραν απ’ το χέρι, με τον Τσάρλι (τον σκύλο-κολλητό) ν’ ακολουθεί κατά πόδας, πήγαν ως την ακροθαλασσιά, κι εκεί, αφού φόρεσαν τα δικά τους βατραχοπέδιλα – μαύρα του μπαμπά, ροζ της μαμάς – του εμφάνισαν το δώρο του, εμάς τα δυο, τσίλικα ακόμα απ’ το μαγαζί και με έντονη τη μυρωδιά του λάστιχου, κι αφού τον βοήθησαν να μας φορέσει, μπήκαν και οι τρεις μαζί στη θάλασσα, κολυμπώντας χέρι-χεράκι ως εκεί που κανείς τους δεν πάτωνε.
Και ξαφνικά, ως εκ θαύματος, ο Πέτρος, αφήνοντας τα χέρια των γονιών του και κουνώντας τα πόδια του, διαπίστωσε πως όχι μόνο επέπλεε αβίαστα, αλλά ότι μπορούσε να κολυμπά πιο γρήγορα από ποτέ – μ’ ένα τίναγμα των ποδιών, και με τη βοήθεια του υπέροχου δώρου του, μπορούσε να διασχίσει αποστάσεις που με τα μπρατσάκια του έπαιρναν την τριπλάσια ώρα, και χωρίς να είναι αναγκασμένος να πλατσουρίζει σαν μωρό ή σαν κουτάβι που χτυπά πανικόβλητο τα μπροστινά του πόδια.
Κι όσο κολυμπούσε πανευτυχής γύρω απ’ τους γονείς του, κάνοντας τα πρώτα του μακροβούτια και φτάνοντας με μιαν ανάσα στο βυθό για να μαζέψει άμμο στις μικροσκοπικές του χούφτες, ένιωθε σαν ήρωας της μυθολογίας, γιος μιας γοργόνας κι ενός Τρίτωνα, που απολαμβάνει τη φιλοξενία του βασιλιά Ποσειδώνα. Κι από εκείνη τη μέρα αγάπησε πραγματικά τη θάλασσα, μ’ όλη του την ψυχή, σαν κάτι που όχι μόνο δεν ήταν ξένο ή απειλητικό μα που ενυπήρχε εντός του σαν άσβεστη μνήμη του σώματος, από τότε που, μια σταλιά πλασματάκι, έπλεε στην περίκλειστη θάλασσα της μήτρας.
Αυτός ήταν ο σύντομος αλλά σπουδαίος ρόλος μας και η ιστορία μας, που ποτέ δεν παλιώνει και πάντα ζεσταίνει τη λαστιχένια μας καρδιά. Ο Πέτρος μας φόρεσε άλλα δύο χρόνια, ώσπου το πόδι του μεγάλωσε, και πλέον συνέχισε να κολυμπά χωρίς βοηθήματα.
Όμως δεν είναι και λίγο, να χαρίσεις σε κάποιον ελευθερία κι αγάπη.
Τι άλλο να ζητήσεις απ’ τη ζωή;