Ο λαός της Θεσσαλονίκης, δια του τότε προέδρου της ΔΕΘ, εκδότη της «Μακεδονίας», Γιάννη Βελλίδη, υποδέχεται τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην Εκθεση | Φωτογραφία Αρχείου
Απόψεις

Τα ξωτικά της Εκθεσης

Τους έβλεπα πίσω από τον Πρωθυπουργό στα εγκαίνια. Και μετά έξω από νυχτερινά κέντρα, στις εισόδους ξενοδοχείων, πίσω από υπουργούς. Και το πρωί έσβηναν σαν ίσκιος. Χάνονταν. Δεν έμαθα ποτέ ποιοι είναι...
Κώστας Γιαννακίδης

Πρώτη φορά τους παρατήρησα όταν ήμουν παιδάκι, την εποχή που τα θυμάσαι όλα σε ασπρόμαυρο φιλμ. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν η βάση της βεντάλιας και εκείνοι άνοιγαν από πίσω του. Και ήταν τόσοι πολλοί που ο μακαρίτης ο Γιάννης Κυριακίδης, ο φωτογράφος, φαινόταν πάνω στη σκάλα του σαν ναύτης σκαρφαλωμένος στο κατάρτι, σε μία θάλασσα από μαύρα κουστούμια.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στη ΔΕΘ το 1977. Πίσω του διακρίνεται πλήθος ακολούθων…

Ηταν βέβαια και με τον Ανδρέα. Τα μαύρα κουστούμια λιγόστεψαν. Χωρίς σακάκι, με πουκάμισο με γιακά-φτερά. Λες και τον κυνηγούσε μελίσσι καθώς έμπαινε στην Εκθεση από την πύλη της ΧΑΝΘ και ανέβαινε ως το «Αλεξάνδρειο» για να αποθεωθεί. Υπό τις αυστηρές οδηγίες, εννοείται, του Γιάννη Κυριακίδη.

Και μετά με τον Μητσοτάκη ξαναέβαλαν τα μαύρα κουστούμια. Πήγαινε μπροστά ο «δεινόσαυρος» και έκαναν εκείνοι την ουρά του. Ενας-ένας θα περνούσαν κάτω από τη σκάλα του Κυριακίδη. Τους είχε και ο Σημίτης. Και ο Κώστας ο Καραμανλής. Μετά χάθηκαν.

Ο Ανδρεας, ως Πρωθυπουργός, στην Εκθεση

Στο δείπνο, στο Μακεδονία Παλλάς, η θέση τους ήταν κάπου στη μέση της αίθουσας. Χωρίς τις κυρίες τους -δεν ξέρω μπορεί να μην είχαν ποτέ κυρίες. Με ακριβούς ασημένιους ή και χρυσούς αναπτήρες. Δεν έκοβαν το κουβέρ χειρουργικά, όπως απαιτούν οι καλοί τρόποι. Το τσιμπούσαν και μετά το φόρτωναν βούτυρο για να βουτήξουν μέσα το χρυσό δόντι. Προτιμούσαν το ψάρι από το κρέας. Προφανώς επειδή είναι πιο ελαφρύ και διατηρούσε ακμαία τη βουλιμία μπροστά στο μπουφέ της δεξίωσης, στο Κυβερνείο. Γαρίδες, καναπεδάκια, κεφτεδάκια, κοτόπουλο πανέ, με θέα προς την πόλη. Εκείνο το βράδυ δεν ήταν οι γλάροι το πιο λαίμαργο πλάσμα στον Θερμαϊκό.

Τους έβλεπες και μετά. Εξω από νυχτερινά κέντρα, στις εισόδους ξενοδοχείων, σε νταραβέρι με καμιά βίζιτα, πίσω από υπουργούς, μαζί με γενικούς γραμματείς. Και το πρωί έσβηναν σαν ίσκιος. Χάνονταν. Σαν ξωτικά που βγαίνουν στη Σαλονίκη μία φορά τον χρόνο. Και ποτέ, μα ποτέ, δεν κατάλαβα να μάθω ποιοι είναι και πώς μπορείς να γίνεις ένας από αυτούς.