Καλά τα λόγια, αλλά σημασία έχουν οι πράξεις.
Αυτόν τον κοινό τόπο ασπάζονται πολλοί. Κι ενώ δεν έχουν άδικο ως ένα σημείο – μιας και η ανακολουθία λόγου και πράξης ακυρώνει την αξία του πρώτου και καθιστά τη δεύτερη, μέσα απ’ την απουσία ή τη μεσοβέζικη εκτέλεσή της, εγγύηση μελλοντικής ασυμβατότητας λεγόμενων και πεπραγμένων – θα ήθελα να σταθώ λιγάκι στην πολυσχιδή έννοια του λόγου, και στο πώς αυτός συχνά συνιστά ένα είδος πράξης από μόνος του.
Εν αρχή ην ο Λόγος, εξάλλου. Η απόλυτη πράξη, η ίδια η Δημιουργία, έχει ως γενεσιουργό αιτία τα άγνωστα κι ασύλληπτα λόγια που πρόφερε ως πρόσταγμα μα κι ως ένδειξη αγάπης (διότι κάθε δημιούργημα φέρει εξ ορισμού την αγάπη του δημιουργού του) το Υπέρτατο Ον.
Όμως ας φύγουμε απ’ τη θεολογία κι ας εστιάσουμε στο πλέον χειροπιαστό: τις ανθρώπινες σχέσεις, και τη σημασία που έχει ο καλοπροαίρετος και ωφέλιμος λόγος στην επίρρωση του ανθρώπινου ψυχισμού και στη γονιμοποίηση νου και καρδιάς.
Το πιο απλό: ο έπαινος του γονιού και του δασκάλου στο παιδί. Χωρίς υπερβολές ή πληθωρικότητα που να υπονομεύουν την αξία της, η γλυκιά κουβέντα που θα πεις σ’ ένα πλάσμα που αναπτύσσεται κι επινοεί τον εαυτό του μέρα με τη μέρα, είναι μια μέριμνα εξίσου σημαντική με την παροχή τροφής και στέγης. Μιλώντας, έστω και υποκειμενικά, ως αλλοτινό πιτσιρίκι που σε κάθε μου επιτυχία, σε κάθε μου φιλότιμη προσπάθεια και σε κάθε μου κόπο να ξεπεράσω τον εαυτό μου, είχα δυο γονείς που πανηγύριζαν έξαλλα, που με έραιναν με επαίνους σαν πέταλα από ρόδα – κάτι που μ’ έκανε να διψώ για ακόμα περισσότερη αναγνώριση, κι ως εκ τούτου να τα δίνω όλα στο διάβασμα ώστε οι επιδόσεις μου στο σχολείο να επισύρουν αντίστοιχη σωρεία επαίνων – έχω να πω ότι η αυτοπεποίθηση που ανέπτυξα χάρη στα γλυκόλογα και το καμάρι των ανθρώπων που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μου υπήρξε και είναι ακόμα ανεκτίμητη, καθώς σε κάθε μου αναμέτρηση με την απελπισία και το σκοτάδι (της κατάθλιψης, λόγου χάρη, ή της οικονομικής ανασφάλειας), ο νους μου επιστρέφει στη μνήμη των ημερών εκείνων, όταν ο πατέρας μου γύριζε τη Σαλονίκη σαν μανιακός, λέγοντας σε κάθε γνωστό και άγνωστο ότι είχα περάσει ενδέκατος στην Ιατρική, ή όταν η μάνα μου, ως ενθουσιώδη επιβράβευση για την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου, είχε γράψει στον καθρέφτη του χολ με το καλό της κραγιόν ένα μήνυμα τόσο τρυφερό και θριαμβικό, που η θύμησή του με κάνει ακόμα να φουσκώνω από καμάρι και συγκίνηση. Άλλωστε, αυτός δεν είναι ο βασικός λόγος που όσοι φτιάχνουμε βιβλία ή ταινίες ή μουσική, αγωνιούμε τόσο για το κάθε μας πνευματικό παιδάκι; Η λαχτάρα, έστω κι άρρητη, της λεκτικής επιβράβευσης του κοινού μας που μας ζεσταίνει το φυλλοκάρδι και μας δίνει τη δύναμη να συνεχίζουμε;
Ή ας πιάσουμε τον έρωτα, και τη συμβίωση. Δεν φαντάζεστε, λοιπόν, παρά τα δέκα χρόνια που ’χουμε ζήσει μαζί με τον καλό μου, και που έχουν κάνει τα γλυκόλογα κομμάτι της καθημερινής μας ρουτίνας όπως η αναπνοή, πόση χαρά εξακολουθεί ακόμα να μου δίνει μια τρυφερή προσφώνηση, μια στοργική κουβέντα ή ένα γραπτό μήνυμα-εκδήλωση λατρείας κι αποθύμιας όταν τύχει να βρισκόμαστε μακριά. Δεν τις χορταίνω τις ευεργετικές αυτές λέξεις, κι ας τις έχω ξανακούσει εκατοντάδες, χιλιάδες φορές.
Κι αν κρίνουμε εκ του αντιθέτου αποτελέσματος, θα δούμε και πάλι την τεράστια σημασία της ενθάρρυνσης και του εγκωμίου, στο πρόσωπο της θλίψης, της ανασφάλειας ή ακόμα και της δυστυχίας που προξενεί η έλλειψή τους. Πόσες και πόσες νοικοκυρές δεν δυστύχησαν επειδή ο αδιάκοπος μόχθος τους περνούσε απαρατήρητος, επειδή δεν άκουγαν ένα απλό κι ωστόσο πολύτιμο «Γεια στα χέρια σου!» για το φαΐ που με τόση φροντίδα ετοίμαζαν. Και πόσοι άνθρωποι δεν βολοδέρνουν μια ζωή στο χείλος της απόγνωσης και της αυτομομφής επειδή στα χρόνια που τον είχαν ανάγκη περισσότερο, δεν έλαβαν απ’ τους τροφοδότες της καρδιάς τους τον καλό λόγο που θα βοηθούσε στην οικοδόμηση ενός χαρακτήρα σθεναρού, αισιόδοξου, που δεν παραιτείται στα δύσκολα;
Ας το σκεφτούμε, λοιπόν. Εγώ το σκέφτομαι συνέχεια. Το πόσο μπορεί ένα απλό «Ευχαριστώ», ειπωμένο με χαμόγελο σε κάποιον που ίσως απλώς να κάνει τη δουλειά του μα που μας παρέχει μιαν υπηρεσία απαραίτητη, να δώσει μιαν αχτίνα ελπίδας στη δύσκολη μέρα του, κάνοντάς τον να πιστέψει στην αξία της εργασίας και του ίδιου του εαυτού του, που κάθε μέρα κι ώρα και στιγμή βομβαρδίζεται απ’ το άγχος του βιοπορισμού και την αίσθηση ενός αναπόδραστου αδιεξόδου;
«Έλα, αγάπη μου.», «Τι κάνει το μωρό μου;», «Χόρτασες άγγελέ μου;», «Την ευχή μου να ’χεις, γιαβρί μου.». Φράσεις απλές κι αυθόρμητες και σχεδόν μηχανικές, που ωστόσο μπορούν να ξορκίσουν το φάσμα μιας ζόρικης φάσης ή μιας ακόμα πιο ζόρικης ζωής.
Ευάλωτοι ως παιδιά παραμένουμε στον πυρήνα μας. Κι έτοιμη, με την πρώτη σταλαγματιά καλοσύνης, να ανθίσουμε και να καρποφορήσουμε και να γευτούμε – φευγαλέα ή διαρκή – την ευτυχία που τόσο λαχταράμε.