Photo: Ανδρέας Ζέρβας
– Μιλάς σοβαρά; Θέλεις να μας πεις τώρα για τα «Φώτα» και τον «Φωτισμό» και την φωνή του θεού που ακούστηκε την ώρα που βαφτιζότανε ο Χριστός στον Ιορδάνη και είπε «Ιδού ο υιός μου ο αληθινός»; Την ώρα που παίζουμε χαρτιά;
– Χριστιανός είμαι ρε παιδιά, τις χαίρομαι αυτές τις γιορτές, τις «ζω». Αφού το ξέρετε, από το 89 κάθε τρείς και λίγο στο Άγιον Όρος είμαι. Αλλά και στην Αθήνα εκκλησιάζομαι στην Μονή Πετράκη, στον άγιο Φίλιππο στο Θησείο, στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον πολιούχο της Αθήνας μας, στην Σκουφά –και τα καλοκαίρια στον άγιο Νικόλα στα Καλύβια ή όπου αλλού στην Ελλάδα, ή εκτός Ελλάδας, βρεθώ.
– Άσε μας αδερφάκι μου. Έλεος. Τι θα πει «είμαι Χριστιανός»; Εσύ; Μια χαρά άνθρωπος από σπίτι, γεννημένος στην Αλεξάνδρεια, καλομεγαλωμένος, γλωσσομαθής, ταξιδεμένος, κοσμοπολίτης – πως «είσαι Χριστιανός» δηλαδή; Δε σε πιάνω. Δε μου μοιάζεις σαν αυτές τις κυρίες με τον κότσο που μοιράζουνε φυλλάδια.
– Τι δεν πιάνεις δηλαδή; Είμαι φαλακρός. Αν είχα μαλλιά μπορεί να τα έδενα και κότσο, δικαίωμά μου. Είναι πολύ απλό: Προέρχομαι από καθαρά Χριστιανική και Ορθόδοξη οικογένεια, πάππου προς πάππου. Ο Διονύσης και η Δήμητρα, της μάνας μου οι γονείς, ήτανε Κερκυραίοι και κουβαλήσανε στην Αλεξάνδρεια μαζί τους ένα εικόνισμα που ακόμα το έχω…
– Ναι, ξέρουμε. Τους τρείς αγίους των Επτανήσων.
– Ναι ρε, αυτούς : Γεράσιμος, Διονύσιος και Σπυρίδωνας. Η άλλη μου γιαγιά ήτανε από την Τήνο, είχε την Παναγία περί πολλού.
– Καθολικιά δεν ήτανε;
– Όχι ρε, η Ελισάβετ; Εντελώς Ορθόδοξη. Αλλά είχε και μια μαντόνα στο κομοδίνο της και μουρμούριζε και κάτι «Santa Maria, mater Dei, ora pronobis», μαζί με τα πάτερ-ημών και τα «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν μας τους αμαρτωλούς». Τα μισά χωριά στην Τήνο είναι Καθολικά – και σήμερα ακόμα νομίζω.
– Μα τι κάνεις; Αφού κολλάει το 9 σπαθί, γιατί δεν το παίρνεις; Που είναι το μυαλό σου;
– Θέλω να βγω να πάρω πακέτο. Σταμάτα τη γκρίνια. Ο Παππούς ο Ζαχαρίας, που λέτε, ο Σμυρνιός – με τον σταυρό στο χέρι (και ένα εικόνισμα από το Μοναστήρι του Σταυρού όπου είχε προσκυνήσει, κάπου στους Αγίους Τόπους) έφτασε στην Αλεξάνδρεια κι έγινε πλούσιος δουλεύοντας στη γη, στο εύφορο δέλτα του Νείλου. Τι να είμαι δηλαδή; Μουσουλμάνος; Δεν το καταλαβαίνω.
– Άθεος. Εγώ υπάρχουν στιγμές που πιστεύω ότι είμαι Άθεος τελικά.
– Δικαίωμα σου. Εμένα οι γονείς μου βαφτιστήκανε, έχουμε Πατριαρχείο στην Αλεξάνδρεια, παντρευτήκανε, με βαφτίσανε και μένα, κηδευθήκανε Χριστιανικά κι Ορθόδοξα. Τι πιο λογικό να είμαι κι εγώ Χριστιανός κι Ορθόδοξος;
– Δηλαδή κάτσε τώρα, γιατί το σοβαρεύεις και μου τη δίνεις, Οk; Πιστεύεις ας πούμε πως υπάρχει εκεί πάνω ένας τύπος που τον λένε Θεό και έχει μακριά άσπρα γένια και μια μέρα αποφάσισε να φτιάξει τον κόσμο κι έκανε «Φου» και φτιάχτηκαν όλα αυτά γύρω μας; Παράδεισος με Αδάμ και Εύα κανονικά;
– Ναι ρε μάπα. Πιστεύω εις έναν Θεό, Πατέρα και Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γής, ορατών τε πάντων και αοράτων. Δεν ξέρω τι μορφή έχει, δεν πιστεύω ότι έχει υλική μορφή ή ότι μοιάζει με κάτι. Είναι άϋλος.
– Τι δηλαδή; Πνεύμα;
– Ναι αφού είναι Ένας- τριάς η εν μονάδι όμως – έχει τρείς υποστάσεις. Τι κουνάς το κεφάλι, προσπαθώ να σου εξηγήσω. Και η μία του υπόσταση, η μία του «μορφή» αν θές, είναι το Άγιο Πνεύμα.
– Και αφού είναι πνεύμα πως έχει φωνή και μιλάει μια στον Μωϋσή, μια στην βάφτιση, μια στη Μεταμόρφωση – και όπου αλλού του καπνίσει; Η φωνή βγαίνει από κάτι υλικό, δεν μιλάνε τα πνεύματα.
– Ποιος το λέει αυτό; Που ξέρεις εσύ αν μιλάνε τα πνεύματα; Αφού δεν μιλάνε τα πνεύματα γιατί ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην εισαγωγή του στην «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» λέει ότι η μεγαλύτερη κοινωνία είναι η κοινωνία των πνευμάτων;
– Εννοεί των πνευματικών ανθρώπων.
– Όχι. Μιλάει για την κοινωνία όλων των πνευμάτων, ζωντανών και ενσαρκωμένων αλλά και των ασωμάτων. Αλλιώς θα έγραφε «των διανοουμένων» ή, όπως λες, «των πνευματικών ανθρώπων».
– Δικά σου νοητικά άλματα. Άρτζι-μπούρτζι.
– Είναι σαφέστατος: «Η κοινωνία των Πνευμάτων». Τι κοροϊδεύεις; Άμα βλέπεις όμως Φελίνι και Τζουλιέτα Μασσίνα την καταλαβαίνεις την «Ιουλιέττα των Πνευμάτων». Στον Κανελλόπουλο κολλάς.
– Εντάξει, δεν θα μας αφήσεις να παίξουμε μια παρτίδα συγκεντρωμένοι αν δεν πεις τα δικά σου. Λέγε λοιπόν.
– Τι να πω; Πήγε ο Χριστός να βαφτιστεί…
– Ο Χριστός εντάξει, λένε ότι είναι ιστορικό πρόσωπο, υπήρξε. Πρέπει να ήταν και μεγάλη προσωπικότητα, δεν το αμφισβητεί κανείς.
– Πώς να το αμφισβητήσει; Αφού όλος ο πολιτισμένος κόσμος μετράει «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν». Ακόμα και στο πιο μικρό χωριό των περιοχών της γής που μεταμορφώθηκαν μέσα σε 20 αιώνες σ’ αυτό που λέμε «εξελιγμένη ανθρωπότητα», θα βρεις μια εκκλησία μ’ ένα σταυρό στην πόρτα.
– Εντάξει, είπαμε, ο άνθρωπος δεν ήταν τυχαίος. Αυτός κι ο Μεγαλέξανδρος…
– Ο Μεγαλέξανδρος δεν ήταν ο Θεός. Μη τα μπερδεύεις. Ο Χριστός ήτανε –είναι – ο ίδιος ο Θεός, το Άγιον Πνεύμα, ενσαρκωμένο μέσα στη μήτρα της Παρθένου.
– Ε, να, εδώ είναι που μου τα χαλάτε κάτι ζηλωτές σαν και του λόγου σου. Οk, λέμε, ήταν τεράστια προσωπικότητα αλλά δεν καλύπτεσαι, τον θές να είναι «ο ίδιος ο Θεός».
– Ναι ρε φίλε. Αφού αυτό πιστεύω, τι θες να γίνει δηλαδή, να συμφωνήσω μαζί σου ντε και καλά; Καμία σχέση ο Μεγαλέξανδρος ή οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος με τον Χριστό. Ο Χριστός, στο ξαναλέω, είναι η ανθρώπινη μορφή που πήρε ο Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, επί Ποντίου Πιλάτου πλανητάρχου συγκεκριμένα, για να πλησιάσει τον άνθρωπο, να γίνει άνθρωπος και να μιλήσει στη γλώσσα του, να υποστεί τα βάσανά του, να κινδυνεύσει – και να του μεταφέρει ένα πολύ βασικό μήνυμα που θα μπορούσε να τον αλαφρύνει από τα βάσανά του : «Τεκνία, αγαπάτε αλλήλους».
– Και βέβαια δεν γεννήθηκε όπως γεννηθήκαμε όλοι – σπέρμα και ωάριο. Έγινε εξαίρεση και γεννήθηκε από γυναίκα παρθένα. Καλά τα λέω;
– Ναι, από μια 15χρονη παρθένα που έμαθε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ πως είναι έγκυος –και θα γεννήσει τον Θεό τρισδιάστατο, σε μορφή ανθρώπινη. Γιατί σου κάνει εντύπωση; Ότι θέλει κάνει ο Θεός, ο Δημιουργός, αυτός που τα έφτιαξε όλα και τα έχει συντονίσει τόσο αρμονικά, γαλαξίες, παράλληλα σύμπαντα, ήλιους, πλανήτες, μικρόκοσμο, μακρόκοσμο, όλο το πακέτο –όλο αυτό που κάπως έγινε.
– Φυσικά κάπως έγινε. Όχι πάντως από τον κύριο με την γενειάδα.
– Είπαμε, ξέχνα τον κύριο με την γενειάδα. Βάλε στο νου σου μια πολύ δυνατή, ασύλληπτα πολύπλοκη και ακόμα ανεξερεύνητη, αόρατη από τα δικά μας μάτια, ενέργεια.
– Που έχει φωνή και την ώρα που πάει ο «υιός του» να βαφτιστεί μιλάει από τον ουρανό και λέει «νάτος, αυτός είναι ο γυιός μου και να τον ακούτε γιατί είναι σαν και μένα, είναι εγώ, είμαι αυτός, είμαστε ένα». Δύο σε ένα που λέει κι’ η διαφήμιση.
– Τρία σε ένα: Πατήρ, υιός και Άγιο Πνεύμα.
– Αφού βλέπεις ότι μαζεύω κούπες γιατί τους δίνεις την ντάμα, τρελάθηκες;
– Δεν μπορώ να μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα και να μετράω και τις κούπες συγχρόνως. Μπερδεύομαι.
– Πες μας λοιπόν τι είναι τα άγια Θεοφάνεια να ησυχάσουμε. Δεν αρχίζουμε άλλη παρτίδα αν δεν τελειώσεις με τα κηρύγματα σου.
– Κήρυγμα; Σου έκανα εγώ κήρυγμα; Ωραία, βρίσε με κιόλας. Αφού το ξέρω ότι όλο με αυτά τα Βουδιστικά, τα Ινδουϊστικά, τα πως τα λένε τελοσπάντων ασχολείσαι – και με τα τσάκρας σου. Σ΄ενόχλησα ποτέ που μυρίζει όλο το σπίτι αυτά τα στικάκια που καίς άμα κάνεις διαλογισμό; Σου είπα τίποτα; Δεν σέβομαι αυτό που πιστεύεις;
– Γιατί εγώ σου είπα ποτέ τίποτα για τα λιβάνια σου; Live and let live. Ο καθείς και τα όπλα του.
– Δεν λέγονται λιβάνια, μοσχοθυμιάματα είναι. Και εν πάση περιπτώσει δεν οδηγεί πουθενά αυτή η συζήτηση.
– Να μην ξεχάσουμε να πάρουμε τον Φώτη αύριο, γιορτάζει.
– Ε, να μην πάμε και μια βόλτα μέχρι την Δεξαμενή όπως κάθε χρόνο;
– Εντάξει, θα πάμε, αυτό έλειπε. Υπάρχουν και παιδιά, τι θα έχουνε να θυμούνται. Είναι υπέροχα όλα αυτά με τους ασημένιους σταυρούς και τα παλληκαράκια που βουτάνε μες στο κρύο…
– Ε, ναι αυτά θυμάται κανείς. Μου λες για την Αλεξάνδρεια, πηγαίναμε στον Ελληνικό Ναυτικό Όμιλο με τους παππάδες του Πατριαρχείου μας και τον Πατριάρχη, όλη η Ελληνική κοινότητα…
– Εμείς στη Πάτρα στην παραλία, εκεί μπροστά στο εργοστάσιο του Λαδόπουλου, ήταν εργάτες εκεί και οι δυό γονείς μου και μέναμε ακριβώς από πίσω… Φτωχικά αλλά όμορφα χρόνια. Και τι μένει; Να, κάτι τέτοια…. Μαγικές στιγμές. Θυμάμαι τον ξάδερφό μου τον μεγάλο που είχε βουτήξει με εκείνο το σώβρακο το «ατθίς», δεν είχαμε λεφτά για μαγιό και τέτοια τότε… Και τον έπιασε τον σταυρό και μετά τον σηκώσαμε όλοι μαζί στα χέρια και τον πήγαμε ως το σπίτι που είχε φτιάξει γλυκό η θεία μου… Τι μου θύμισες.
– Μαζεύω ατού ρε μεγάλε, τα καρό είναι ατού – και πετάς το δέκα το καρό; Το δέκα το καλό;
– Την Ουρανία μην ξεχάσουμε να πάρουμε αύριο, είναι ακόμα στην ανάρρωση, τράβηξε κι’ αυτή πολύ κουπί.
– Τι δουλειά έχει η Ουρανία;
– Ε, δεν γιορτάζει;
– Γιορτάζει η Ουρανία στα Θεοφάνεια;
– Βέβαια γιορτάζει! Κάθε χρόνο τέτοια μέρα «ανοίγουν οι ουρανοί». Ξέχασες;
– Δεν παίζω άλλο. Βαρέθηκα. Πάω λίγο να googlάρω «Θεοφάνεια» να τα φρεσκάρω λίγο… Είναι ωραία η παράδοσή μας.
– Και ευτυχώς, στη νέα εποχή, ότι απορία έχεις κατ’ ευθείαν στον δορυφόρο και η απάντηση έρχεται καρφί.