Γεια σου! Λέξη πληθωρική. Να χωράει καλωσορίσματα, να χωράει αποχαιρετισμούς. Κι έτσι, ακόμα μια χρονιά, θέλω να καταγράψω τα δικά μου «Γεια σου», όπως τα διάλεξε η καρδιά μου.
Γεια σου στα μάτια της. Όλη, δυο τεράστια μάτια. 45 κιλά η Μπέτυ. Κι όμως αφέντευε το σπίτι της. «Σε παρακαλώ, δώσε μου από το πορτοφόλι μου 20 ευρώ. Θέλω να κεράσω το παιδί» είπε στον σύντροφό της. Και πλησίασε αμήχανα, πλην θαρρετά ο Κώστας μου, να τον κεράσει. Και δεν ήξερε, τι έκφραση να πάρει το μουτράκι του στην επαφή του με μια γυναίκα 45 κιλά και χωρίς μαλλιά. Άτιμο πράγμα ο καρκίνος. Μετά από μερικές μέρες έφυγε. Κι εκείνος, που τόσο της στάθηκε, γέμισε τον τόπο με τις φωτογραφίες της. «Τι όμορφα μάτια που είχε η γυναίκα σου!» του είπα. «Μην το συζητάς!» επιβεβαίωσε τα λόγια μου. Άραγε της το είχε πει ποτέ, εν ζωή; Πόσες λέξεις μας στερούν, τα «εξυπακούεται», των σχέσεων… Πόσο διστάζουμε, οι άνθρωποι, τις λέξεις…
Γεια σου σε όποια βιτρίνα αναγνώρισα το δεύτερο βιβλίο μου. Ανάμεσα σε τόσα και τόσα βιβλία… Το «Δεν πέθανα εγκαίρως». Και το κοίταζα σαν να ήταν δικό «μου» αλλά και σαν να ήταν «άλλου». Τι θάρρος-θράσος διαθέτει ο γραφιάς, να φανερώνει τα σώψυχά του! Καταδότης η γραφή. Γεια σου στις παρουσιάσεις και στην επαφή μου με αναγνώστες. Σ΄εκείνες τις αγκαλιές με γνωστούς-αγνώστους. Που σ΄ έχουν δέσει μαζί τους λέξεις, φράσεις. Ένα μεταφυσικά, μαγευτικά σοφό, «από το πουθενά». Όπως ορίζουμε (αφελώς) τις συνδέσεις αδελφών ψυχών.
Γεια σου σε κείνη την τελευταία παρουσίαση, στον τόπο απ΄ όπου ξεκίνησε το ταξίδι. Στην Τήνο βέβαια. Στο Μουσείο Κώστα Τσόκλη. Ένα, σαν «ξωκλήσι» της Αγίας Τέχνης. Ήταν ώρα ηλιοβασιλέματος. Κι είχε μια μελαγχολία το «Αντίο», ενός κύκλου συνεργασίας. Και ο Τσόκλης, επέλεξε ν΄ απαγγείλει το ποίημα του Καρυωτάκη. «Ήμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες». Και με τον δικό μας, κατακτημένο τρόπο, ξανά συνεννοηθήκαμε. Ωραίο έτσι το αντίο.
Γεια σου στην πασχαλίτσα που στόλισε το αφτί της Εριέττας, της εγγονής μου. Γεια σου στα ματάκια της τα πονηρά όταν μου ζητάει «Λίγο σοκολατίτσα» κι έχει το νου της, μην και μας δει η μαμά της. Γεια σου στο βλέμμα της που με συνδέει με το βλέμμα από το Ρεάκι.
Γεια σου στον Μάξιμο, τον εγγονό μου, όταν κάθεται στο τιμόνι του αυτοκινήτου μου και κάνει με το στοματάκι του «βββββ» και γω νομίζω, ότι όντως με πάει βόλτα. Κάτι βόλτες που σε πάνε τα παιδιά! Χωρίς να κουνήσεις ρούπι!…
Γεια σου στο ταξίδι μας στο Βερολίνο και στο τείχος που έπεσε για να παλεύουμε με τα «Καβαφικά» μας τείχη. Γεια σου στο τερατωδώς ευφυές, αρχιτεκτονικό δημιούργημα, του Daniel Libeskind, για το Εβραϊκό Μουσείο. Γεια σου στο Παρίσι και στους μουσικούς του δρόμου του. Γεια σου στις ανθισμένες μανόλιες στο Λονδίνο. Γεια σου στο Μουσείο Αργυροχοΐας στα Γιάννενα και στην εμπνευσμένη κ. Στάικου που είχε την ιδέα των Μουσείων. Γεια σου στις σκεπές των σπιτιών της κεντρικής πλατείας της Κρακοβίας το βράδυ. Και σε κείνο το σάλπισμα που διακόπτεται απότομα. Για να θυμίζει τον σαλπιστή που τον χτύπησε ένα βέλος και δεν έφτασε τη μελωδία του, ως το τέλος. Όλοι, εν δυνάμει, ατυχείς σαλπιστές… Κάποια μέρα, ένα βέλος.
Γεια σου στην επίσκεψη στο Άουσβιτς. Πρέπει! Πρέπει! Ιδίως τα παιδιά μας. Πρέπει! Γεια σου στην γνωριμία μου με τη Βάσω Σταματίου. Την 92χρονη με το νούμερο 82224 που ζει στη Λαμία.
Γεια σου στη Λένα Παπαληγούρα για την ερμηνεία της στην «Κατερίνα». Γεια σου στον Άγγελο Αντωνόπουλο για την ερμηνεία του στα «Τελευταία φεγγάρια» του Φούριο Μπορντόν. Το ζήλεψα το κείμενο του Μπόρντον! Γεια σου στην Χριστίνα Παπατριανταφύλλου στο «Η επανένωση της Βόρειας και Νότιας Κορέας». Σίγουρα την καμαρώνει ο Ανδρέας! Γεια σου στα πλάσματα της τέχνης. Αγέρωχα, εύθραυστα, γενναία, ακριβά. Γεια σου στο Ευάκι, στο καθιερωμένο μας κρασί μετά τις παραστάσεις, όταν ψαχουλεύουμε αυτό που είδαμε.
Γεια σου στην Σέριφο και στ΄αλμιρίκια αντί ομπρέλας και ξαπλώστρας. Γεια σου στο ταξίδι μας στο «Κάποτε» που προσφέρει αυτό το νησί. Γεια σου στην Ύδρα. Σε κείνο το ξενοδοχείο που είχε τραγουδήσει η Σοφία Λόρεν το «Τι ν΄αυτό που το λένε αγάπη…Τι’ ν αυτό; Τι ν΄ αυτό;» και το τραγουδούσαμε με την Νίκη, ξανά και ξανά, κι απάντηση δεν βρήκαμε.
Γεια σου στη θάλασσα την ελληνική. Μας φαντάζεσαι χωρίς θάλασσα; Γεια σου στα νησιά γιατί μας δίνουν την ακραία τύχη, όχι του παραδείσου αλλά ακόμα και της επιλογής παραδείσου… Αχ Ελλάδα! Πόσο δεν σου αξίζουμε…
Με φαντάζεσαι χωρίς την Τήνο; Γεια σου στην πρώτη ανάσα όταν ανοίγει η μπουκαπόρτα. Και στο δωμάτιό μας «φωλιά», όταν το σημαδεύουν απ΄ όλες τις μεριές πεισμωμένοι ανέμοι. Και στα φωτισμένα καράβια που περπατάνε στον κήπο μας το βράδυ… Πίσω από την ελιά, πάνω στην ξερολιθιά, πίσω από το κουρτινάκι. Γεια σου στην γειτόνισσά μου την Νότα που λέει πάντα την ίδια φράση με τον ίδιο ενθουσιασμό «Πώς το βρήκαμε αυτό το νησί! Ευλογία Ρέα μου, ευλογία!». Γεια σου στα μεγάλα μας τραπέζια. Που μαζεύονται οι σημαντικοί μου και όλα τα κάνουμε «πολύ», γιατί τα νοιώθουμε «πολύ!». Ιδίως το γέλιο. Γεια σου στον Μαρίνο και στον Ευριπίδη και στην Αντωνία και στις κατσαρόλες τους. Γεια σου στην Τερέζα και τα σβέλτα χεράκια της να τα προλάβουν όλα. Γεια σου σε ένα ένα στα χωριά της Τήνου. Γεια σου στην ιερότητα μιας προσπάθειας. Του Tinos Food Paths. Και σε κείνον τον «Μυστικό δείπνο», στη Μονή Ουρσουλινών. Γεια σου στην πορσελάνινη κανάτα και στην λινή πετσέτα που μας έπλυνε τα χέρια, γεια σου στα μάτια των νοικοκυρών από τα «παρασκήνια», γεια σου στη συγκίνηση που ξεχείλισαν τα συναισθήματα, Γεια σου στο τελευταίο πιάτο….Χώμα και πέτρες. Τι ιδέα είχες, βρε Αντωνία! Γεια σου στη στιγμή που μοιραστήκαμε. Γεια σου στο «ΤΑΜΑ» κι ας άργησε. Γεια σου πάντα στον Παπάντωνη και στην Μεγαλομάτα. Στα γερόντια που πιάνουν στασίδι και γυρίζουν το κεφάλι σε κάθε τρίξιμο της πόρτας της εκκλησίας.
Γεια σου στον Χαλεπά. Γιατί με πονάει η ζωή του. Η σκέψη ενός μυαλού που στριμώχνονταν. Και που όταν κάποιος τον επισκέφτηκε να του φέρει ένα βραβείο «Δες, δες Γιαννούλη τι σου φέρνω!», εκείνος απάντησε με παράπονο «Κι εγώ είπα ότι θα μου έφερνες τσιγάρα!». Μοναχικά μυαλά, που παλεύουν σε στενές κοινωνίες. Και τους τελειώνουν «τρελούς». Οι «γνωστικοί». Γεια σου στους τρελούς και στον ιερό προσωπικό τους αγώνα να είναι, οι αλλιώς.
Γεια σου στο γέλιο του. Ναι, τον είδα ερωτευμένο. Και κείνη γελούσε ερωτευμένη. Μ΄αρέσουν τα μάτια των ερωτευμένων. Γελάνε αλλιώς.
Γεια σου στην Μήδεια του Ευριπίδη, σε μετάφραση Χειμωνά, ξανά και ξανά. Γεια σου στην ανάλυση των Περσών από τον Γ. Μετζικώφ σ΄ ένα ταβερνάκι στο πουθενά και μεις να ξεσπάμε αυθόρμητα σε παλαμάκια. Γεια σου στην Μαρίνα Λαμπράκη και στις αναλύσεις της στην τέχνη. Γεια σου στους μαγευτικούς συνομιλητές.
Γεια σου στην ποιητική συλλογή «Αλγόρυθμος» του Α. Αλεξανδρίδη. Γεια σου στους ποιητές. Ηρωικές περιπτώσεις. Γιατί; Στα μυθιστορήματα, μάλιστα. Έχει σκιές ν΄ απαγκιάσεις μυστικά. Στα ποιήματα; Καταηλιού! Μακάρι να βρω το κουράγιο, να παραδώσω κάποτε τα ποιήματά μου. Θέλει κότσια.
Γεια σου στα πολιτικά όντα που μίκρυναν το μυαλό μας και μας ρούφηξαν ενέργεια παραπάνω απ΄ότι αξίζουν. Γεια σου σ΄όσους εξ αυτών αντιλαμβάνονται, ότι ηθική είναι η πρακτική. Και δεν έρχονται για να μας σώσουν, έχοντας αφήσει άσωστο τον εαυτό τους.
Γεια σου στο protagon και στο ότι εξακολουθώ να νοιώθω καλά με τον εαυτό μου, ότι ανήκω στο δυναμικό του και εκτιμώ τους «γείτονές» μου. Γεια σου σε όποιο κείμενο κοντοστάθηκα στον πολτό του ίντερνετ. Πόσοι λίγοι, σε τόσους πολλούς!
Γεια σου σε όσους έμειναν ακριβοί και σ΄όσους μου γαργάλησαν το ρουθούνι της σκέψης.
Γεια σου στο αυτοκίνητο που παρήγγειλε. Έκανε λέει, πρώτη φορά το κέφι του. Κι είναι τόσο δα μικρούλι. Κόκκινο, κατακόκκινο, όπως αυτά που παίζουν τ΄ αγοράκια. Μ΄αρέσει να τον δω «αγοράκι», αυτόν, τον εκ γενετής μεγάλο. Θα παντρευτούμε όταν μεγαλώσει;
Γεια σου στους φίλους που μοιραστήκαμε στιγμές. Στον Άμπυ, στην Ιωάννα, στον Λεωνίδα, στην Άννα, στη Δήμητρα, στην Αθηνά, στην Νίκη, στην Άντα, στον Τάσο, στον Δημήτρη… Σε όσα είπαμε κι σ΄ όσα δεν είπαμε. Σε όσα συνεννοηθήκαμε, με μόλις, ένα βλέμμα.
Γεια σου στο Βεττάκι μου, που ήθελα να τη γνωρίζω ακόμα κι αν δεν την είχα μαμά.
Γεια σου στην τελευταία σκηνή του χρόνου. Σε κείνο το ξενοδοχείο της Μάνης. Εκεί στο τέρμα της γης, όπως το είχαν φανταστεί οι αρχαίοι. Κι ήταν όλοι τους εκεί. Ο Γιάννης, η Λίλα, ο Αρίστος, ο Κώστας, ο Γιώργος, η Εριέττα, ο Μάξιμος. Κι ήμασταν μαζί. Κι ήταν ζεστά. Και μελετούσα τα μάτια του καθενός χωριστά. Και τ΄ αγαπούσα βαθιά. Πολύ βαθιά. Εκεί, στο τέρμα της γης, στο τέρμα ψυχής.
Καλή χρονιά!