Protagon A περίοδος

Σώσε με, τώρα κιόλας

Κατέβηκε τις σκάλες γρήγορα. Οι πτυχώσεις του φουστανιού της άγγιξαν τα σκαλοπάτια, προσπέρασε διακριτικά κάποιους γνωστούς, βγήκε στη νύχτα του δρόμου.

Νίκη Κόλλια

«Με τις ανασφάλειές σου θα ασχοληθούμε μια άλλη φορά, τώρα δεν έχω χρόνο». Ξαναδιάβασε το μήνυμά του, τώρα πια ένιωθε μόνο λύπη, έκλεισε το κινητό, φόρεσε το γαλάζιο φουστάνι της (είναι νεραϊδένιο και της αρέσει), έβαλε τις αγαπημένες της ασπρόμαυρες γόβες με εκείνον τον υπέροχο φιόγκο, κράτησε το ασσορτί πουγκί και πήγε. Στο φουαγιέ δυο κυρίες (100 παρά κάτι) την συνεχάρησαν για το ντύσιμο, χαμογέλασε θλιμμένα, μπήκε στην αίθουσα, κάθισε, το πρόγραμμα ήταν χάλια (μέχρι και τον Άλμπρεχτ ξαναβάφτισαν Άλφρεντ), δίπλα της ένας 50ρης -μόνος του και αυτός ο δόλιος- μύωπας με κοκάλινα γυαλιά και λινό καταζαρωμένο κοστούμι, τι το ήθελε, και κείνα τα παπούτσια, ακόμη πιο τραγικά, εκρού μυτερό με ίδιου χρώματος κάλτσες. Διαγωνίως αριστερά, ωστόσο, μετά από ένα τσούρμο χαρωπές μικρούλες μπαλαρίνες, η αποζημίωση: με κοστούμι στο χρώμα της άμμου, σκουλαρίκια χρυσά, μπεζ μαλλιά, σταρένια επιδερμίδα και μια κοτσίδα αυστηρή μέχρι τους ώμους, η απόλυτη συμμετρία του στυλ και της φινέτσας, η ωραιότερη γυναικεία παρουσία της αίθουσας. Μόνη και αυτή, όλο και πληθαίνουν οι μοναχικοί θεατές, σκέφτηκε την ώρα που χαμήλωσαν τα φώτα και η εισαγωγή του Άνταμ ξεκινούσε. Το ίδιο μοναχικός και ο χορός της Ζιζέλ της αιθέριας πορσελάνινης Somova, σαν το χορό της γυναικείας ψυχής και πολλές φορές και των ερώτων της.

Ναι, η πρώτη πράξη της φάνηκε όπως πάντα βαρετή, αλλά έτσι βαρετή δεν είναι και η αρχή των ρομαντικών ερώτων; Οι γυναίκες της (ή του) αθώες, ανέμελες, ευπαθείς και ανεπιτήδευτες ενσαρκώνουν την αρχή της νεότητας και μιας ατελείωτης κοριτσίστικης χαράς που δημιουργεί έρωτες πλανεμένους για ξένους, πηγαινοέρχονται μέσα σε μια ρομαντική νεφέλη, χορεύουν μακριά από την πραγματικότητα, παθιάζονται με άνδρες που φαίνονται όμορφοι και διαφορετικοί μες τη γυναικεία φαντασία -θα μπορούσαν να είναι αληθινοί, αλλά δεν είναι γιατί οι αληθινοί έρωτες δεν είναι ρομαντικοί, είναι σκληροί και βίαιοι.

Οι μικρές μπαλαρινούλες από δίπλα της κοιτούσαν με ανοικτά στόματα τα υπέροχα pas de deux του μπαλέτου, αχ ας τους πουν όσο είναι ακόμη νωρίς οι μαμάδες τους ότι οι αληθινοί έρωτες δεν είναι ανάλαφροι. Γρήγορα ο ρομαντισμός πνίγεται στην πραγματικότητα, σαν την τελευταία εικόνα της πρώτης πράξης τούτου του μπαλέτου, όταν η Ζιζέλ ανακαλύπτει βίαια την πλάνη της -ο αγαπημένος της της είπε ψέματα- και καθώς μένει μόνη, όλο και πιο απαρηγόρητη και κατασπαρασσομένη χορεύει προς την τρέλα και αυτή αμείλικτα αποτυπώνεται στα μάτια, στο πρόσωπο, στα χέρια, στα δάχτυλα, στην ίδια την καρδιά της, που πάλεται και ταλαντώνεται μαζί με τα σηκώματα και τα ανοίγματα και τα διπλά και τριπλά πηδήματα και στέκεται μετέωρη σε εκείνες τις απίθανες arabesques, και έτσι βίαια η γυναικεία ψυχή παύει να είναι αθώα.

Αλλά ο απόηχος του ρομαντισμού της νεανικής γυναικείας ψυχής ξαναβγαίνει μες τη νύχτα της δεύτερης πράξης, υφαίνεται σε ένα μακρύ ατελείωτο πέπλο –που είναι ταυτόχρονα νυφικό το στολίδι και σάβανο- και καθώς χορεύει ανάμεσα στις φυλλωσιές, το βραδινό φως και την ομίχλη, κατεβαίνει όλο και πιο βαθιά στον Άδη, τον υποδέχονται παλιές αγαπημένες ντυμένες σε ολόλευκες tutus ως το γόνατο που πέθαναν προδομένες πριν το γάμο, είναι οι ίδιες γυναίκες που στην πρώτη πράξη ήταν γλυκές και απαλές, μα τώρα στέκουν σκληρές και αμείλικτες απέναντι στους άνδρες, γυρεύουν εκδίκηση, έχουν χάσει την εμπιστοσύνη. Οι γυναίκες της δεύτερης πράξης μιλούν για το πόσο δύσκολο είναι να εμπιστευτείς ξανά τον άλλον και τις συνέπειες αυτής της έλλειψης πίστης. Οι άνδρες παραδίνονται στη λευκότητά τους, τις ικετεύουν, αλλά αυτές δεν μπορούν να πιστέψουν σε αυτούς και τους έρωτες. Είναι λες και ζουν σε διαφορετικούς κόσμους, αιχμάλωτος ο καθένας της δικής του αγωνίας, ανίκανος να την υπερβεί.

Στην τελευταία εικόνα του οριστικού αποχαιρετισμού και του θανάτου ο άνδρας και η γυναίκα δεν ενώνονται. Και καθώς ο εντελώς βοηθητικός και ευνουχισμένος Άλμπρεχτ ραίνει τη Ζιζέλ με κρινάκια, αυτή γίνεται όλα τα κρίνα της γης, αυτός χαμένος στη σκέψη του φοβάται για τη ζωή του, τόσο μικρός και τόσο λίγος για άλλη μια φορά μπροστά της, οι γυναίκες θα ορίσουν το πεπρωμένο του, αλλά η Ζιζέλ μεταφυσική και ακόμη πιο αιθέρια, ξεχωρίζει ακόμη μια φορά ανάμεσα στις άλλες γυναικείες ψυχές, γιατί έχει κερδίσει μια σπάνια αρετή, είναι γενναιόδωρη και έτσι σώζει τον άνδρα, του χαρίζει τη ζωή και λίγο πριν την αυγή γεμίζει από μόνη της τη σκηνή και τις γυναικείες καρδιές της πλατείας.

Κατέβηκε τις σκάλες γρήγορα. Οι πτυχώσεις του φουστανιού της άγγιξαν τα σκαλοπάτια, προσπέρασε διακριτικά κάποιους γνωστούς, βγήκε στη νύχτα του δρόμου. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, πιο δυνατά δεν γινόταν αλλά δεν την ένοιαζε, άνοιξε το κινητό, σχημάτισε τον αριθμό, δεν τον άφησε να τελειώσει τη φράση του, «μου αρέσεις τρελά και το ίδιο τρελά με πνίγουν οι ανασφάλειές μου. Δεν θέλω έναν ρομαντικό έρωτα, ούτε υπηρέτες. Θέλω μόνο να είσαι γενναιόδωρος και να με σώσεις. Αν σου αρέσω σώσε με τώρα κιόλας από τη μοναξιά και τις ανασφάλειες μου, που είναι πολλές και βαραίνουν μονάχα εμένα. Θες;»
 
Βγήκε στη λεωφόρο, βρήκε γρήγορα ταξί, θα τον περίμενε στο αεροδρόμιο όσο ώρες χρειάζονταν μέχρι να έρθει η πτήση του, φθάνει μόνο που ερχόταν.

-Δυναμώνετε τη μουσική παρακαλώ; παίζει ένα τραγούδι που μου αρέσει, είπε και έμεινε να χαζεύει τα φώτα της νύχτας.