Protagon A περίοδος

Στρωμένες, ανάστατες ζωές

«Ένα χαρτάκι, δυο σελίδες, εσύ σε λέξεις, ο αυχένας σου, η επανάληψη του ονόματός σου, οι αρωματισμένες σταγόνες δεν μπορεί να μου φέρουν την αλλαγή. Είναι τόσο λάθος αυτή η ορθογραφία».

Νίκη Κόλλια

Εδώ και τρεις ώρες βρίσκεσαι σε σύσκεψη. Όπου να ’ναι η σύσκεψη τελειώνει και εσύ κλείνεις τον ασημί υπολογιστή σου, βάζεις τα χαρτιά και τις σημειώσεις στη δερμάτινη τσάντα, φοράς το παλτό με τις μαύρες τελείες, σηκώνεις τους γιακάδες, προσπερνάς  διαδρόμους, ανθρώπους και γραφεία, φθάνεις στην έξοδο και βγαίνεις με φόρα.
Εδώ και τρεις ώρες γράφω σε ένα τσαλακωμένο χαρτί το όνομά σου, δίχως άρθρο, ξανά και ξανά και έτσι άναρθρη και μόνη σε τοποθετώ σε νοητά σχεδιασμένες στήλες και ύστερα φροντίζω και γεμίζω ό,τι κενά βλέπω με εσένα  και ύστερα γυρίζω σελίδα και συνεχίζω το γράψιμο μέχρι τα πίσω ονόματα να γίνουν ίσα σε αριθμό με τα μπροστινά.

Και μετά σε μετράω οριζοντίως, καθέτως, και διαγωνίως, και εκεί κάπου στη 45η συνονόματή σου με παίρνουν χωρίς λόγο τα κλάματα, χάνω το μέτρημα και φτου όλα ξανά από την αρχή. Λάθος.
Για να μην κάνω ξανά λάθος στο μέτρημα αποφάσισα να σε διαγράφω όνομα-όνομα. Τελικά είστε 191 διαγραμμένες στο χαρτί, το παίρνω, το κοιτώ και αφού σιγουρεύομαι ότι σε διέγραψα ολοκληρωτικά, τσακίζω το χαρτί στα τέσσερα, στα οκτώ και στα δώδεκα, και αυτό γίνεται μια σταλιά και ύστερα το πλακώνω με τον καφέ μου και συνεχίζω να δουλεύω. Μα κάθε τόσο αφήνω τη δουλειά, πίνω δυο γουλιές καφέ και κοιτώ αφηρημένος το χαρτάκι, αυτό είναι έτοιμο να ανοίξει, το πατικώνω με δύναμη, πίνω αμέριμνος τάχα δυο γουλιές ακόμη, αφήνω το φλυτζάνι, διπλώνω με μανία το χαρτί, και έτσι περνά η ώρα.

Και όταν ο καφές έχει φθάσει πια κάτω από τη μέση, εμφανίζεσαι πάλι εσύ, η πρώτη στις σελίδες του χαρτιού και μαζί σου φέρνεις τις σταγόνες. Είναι αρωματισμένες τούτες οι σταγόνες και μυρίζουν ακριβώς ίδια με εσένα, ξεκινούν από το πρόσωπό σου, περνούν στα μάγουλα, κατεβαίνουν το λαιμό και ύστερα έτσι όπως βγαίνεις από το χαρτί μου και κάθεσαι στα γόνατά μου μουσκεύουν το παντελόνι μου. Και κάπου εδώ είναι που σταματούν  τα ρολόγια και μαζί και οι υπολογισμοί μου.

Και τότε μου γυρνάς την πλάτη, σκύβεις ελαφρά και βγάζεις το φουστάνι σου και καθώς μυρίζω από ώρα τριαντάφυλλο, με τα χέρια σου πιάνεις τα ξανθά μαλλιά σου σα να παίρνεις το μπάνιο σου, και ’γω μένω να χαζεύω σχεδόν παραλυμένος τον κατάλευκο αυχένα σου -είναι γυμνός και επικίνδυνα λευκός σαν κρύσταλλο, είσαι λαμπερή σχεδόν αφύσικα μες το φως της μέρας- και εκεί κάπου ολοκληρωτικά παραλύω. Και μαζί με εμένα παραλύουν και όλα τα δύσκολά μου, λες και φεύγουν από μένα και πλέουν πάνω στο λευκό σου, δίχως προορισμό -άλλωστε δεν έχουν τα δύσκολα προορισμό- και ύστερα χώνονται μέσα σου και σε ακολουθώ, και κάπως έτσι κομμένος και χωμένος μέσα σου αρχίζω να αιμορραγώ.

Είναι μουσική τούτη η αιμορραγία  και για πρώτη φορά αν και φοβάμαι συνεχίζω να επιτρέπω στις φλέβες μου να σπάνε μία-μία και να με γεμίζουν όλο και περισσότερο καυτό αίμα. Και όσο περισσότερο αιμορραγώ, τόσο πιο πολύ σε χαϊδεύω, και ας μου έχεις γυρισμένη την πλάτη, αλλά εγώ σε έχω βρει και σε χαιδεύω κάτω από τις σταγόνες σου, πιάνω το στήθος σου, το σφίγγω όλο και περισσότερο και οι ρώγες σου σίγουρα θα έχουν γίνει κατακόκκινες και αυτές σαν αίμα, πιάνω το λαιμό σου, φθάνω στα μάτια σου και εκεί οι σταγόνες σου μπλέκονται μες τα αίματά μου και όλα μαζί μυρίζουν τριαντάφυλλο, και όλα μαζί φτιάχνουν το δικό μου ταξίδι, δίχως στολίδια,χωρίς ακορντεόν. Είμαι γεμάτος αίματα καθώς σπάω από την πίεση και ματώνω όλο και πιο κυνικά το λευκό σου.

Και τώρα χρειάζομαι ένα ποτό, βασανίζομαι από τόσο αίμα και χρειάζομαι ένα ποτό, τα χέρια μου είναι βρεγμένα από τις αρωματικές σταγόνες σου, που είναι βρεγμένες από το αίμα μου και θέλω να πιω ένα ποτό. Οι παλάμες μου γέμισαν ιδρώτα. Σε έχω αφήσει στο πεζοδρόμιο μες τα αίματά μου και με σιχαίνομαι για αυτό, αλλά το μόνο που θέλω έιναι ένα ποτάκι. Πάω στο μπάνιο, ανοίγω τέρμα τη βρύση και αρχίζω να πλένομαι με μανία. Ύστερα δίχως να σκουπιστώ παίρνω ένα ολοκαίνουριο τετράδιο, στυλό και αυστηρό ύφος και αιμορραγώντας γράφω:

«Ένα χαρτάκι, δυο σελίδες, εσύ σε λέξεις, ο αυχένας σου, η επανάληψη του ονόματός σου, οι αρωματισμένες σταγόνες δεν μπορεί να μου φέρουν την αλλαγή. Είναι τόσο λάθος αυτή η ορθογραφία». Το γράφω 100 φορές για να το καταλάβω, αλλάζω σελίδα, το ξαναγράφω, μέχρι να γεμίσω όλες τις σελίδες του τετραδίου και να μην υπάρχει πια χώρος. Και όταν τελειώνει ο ελεύθερος χώρος μου ξαπλώνω στο κρεβάτι, ξαφνικά το στρώμα μου πιέζει την πλάτη, μου φράζει την αναπνοή, μου κόβει τον ύπνο, και έτσι άυπνος υποδέχομαι το νέο μου χρόνο, και έτσι άυπνη η φαντασία μου μέσα στους τέσσερις τοίχους,  κάτω από  τα χρόνια μου που μεγαλώνουν, ανασύρει το χαρτάκι με τα 191 ονόματά σου και αρχίζω ξανά ένα βασανιστικό μέτρημα, πιο βασανιστικό από πριν.Και κάπου εκεί στο δωδέκατο όνομά σου τραβώ λέει την καρέκλα και κάθομαι απέναντί σου, αγκαλιάζω τα χέρια σου και αυτά με τραβάνε μέσα σου και με απλώνουν πάνω σε κάτι μαύρα βότσαλα που με πεθαίνουν και εκεί πάνω ανοίγεις ολόκληρη και με τρως κομμάτι-κομμάτι με τα μωβ χείλη σου, μουρμουρίζοντας άγνωστες λέξεις, παίζοντας πρωτάκουστους ήχους και ύστερα κατασπαραγμένος με σταυρωμένα τα πόδια και τα χέρια, μένω να χαζεύω την πλάτη, που την έχεις ήδη γυρίσει και με έχεις αφήσει πίσω και ξαφνικά πετάω τα ρούχα μου και με απλωτές κολυμπάω μέχρι να σε φτάσω και να σε πιάσω ξανά, μέχρι να σε δω γεμάτη κατακόκκινες σταγόνες, μέχρι να ευχαριστηθώ και πάλι τα αίματά σου, μέχρι να σε διαγράψω ξανά.

191 διαγραμμένα ονόματα και όμως να, πάλι εσύ. Σα μια τεράστια φωτεινή ταμπέλα διαφήμισης: «φίλε, έχεις ήδη μια στρωμένη ζωή, μην φαντάζεσαι άλλες».