Protagon A περίοδος

Στα στέκια της Αιόλου

Συλλογίζομαι, όσες κρίσεις και να ’ρθουν, η ευεργεσία ενός ήλιου χειμωνιάτικου μεσημεριού θα παραμένει πάντα γενναιόδωρη. Χωρίς καμιά περικοπή. Στις πλατείες, σε δρόμους που διασώζουνε το ύφος τους και μέτρα ανθρώπινα, θα χτυπάει η καρδιά της πόλης.

Κώστας Λογαράς

Έρχονται χιόνια και βροχές και χαμηλές θερμοκρασίες, λέει. Από σήμερα. Όμως, προχτές και το Σάββατο χάρμα η Αιόλου, η Ερμού ( πιο ’δω απ’ του «Γαβριηλίδη» πιο πέρα από το «Πόλις») ως ψηλά επάνω, γύρω απ’ την Ακρόπολη. Η Αθήνα φωτεινή μ’ έναν ήλιο ζωντανό που ζέσταινε τα πρόσωπα, λάμπρυνε τις προσόψεις των σπιτιών κι έκανε ακόμα πιο θερμή τη φωνή του κοριτσιού – και το βλέμμα της – που τραγουδούσε Χατζιδάκι και Ξαρχάκο· στο πλάτωμα γύρω απ’ την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης. 

Φίσκα τα μπαράκια, τα καφέ, τα ουζάδικα· ο κόσμος λιάζονταν σαν τα σαλιγκάρια. Ένα σκύλος ράθυμος απολάμβανε με μάτια μισόκλειστα το φλάουτο του κοριτσιού ( ή μήπως την οχλοβοή του κόσμου;) 

Συλλογίζομαι, όσες κρίσεις και να ’ρθουν, όσες κακουχίες κι αν περάσουμε, η ευεργεσία ενός ήλιου χειμωνιάτικου μεσημεριού θα παραμένει πάντα γενναιόδωρη. Χωρίς καμιά περικοπή. Στις πλατείες, σε δρόμους που διασώζουνε το ύφος τους και μέτρα ανθρώπινα, θα χτυπάει η καρδιά της πόλης: εδώ θα συναντάς τους φίλους, θα διασταυρώνεσαι με άγνωστους ανθρώπους, θα δίνεις ραντεβού με πρόσωπα οικεία και θα κουβεντιάζεις πίνοντας καφέ και τσίπουρα. (Γιατί από τα χρόνια της καλοζωίας και μετά, απομακρυνθήκαμε οι περισσότεροι στα πέριξ. Εγκλωβιστήκαμε σε μια άγονη ιδιωτεία ζώντας τα προσωπικά και τα συλλογικά μας αδιέξοδα). 

Ενώ εκεί, στα υπαίθρια στέκια, αισθάνεσαι ότι η ζωή της πόλης – κι η δική σου – εξακολουθεί να συνεχίζεται κανονικά. Άγνωστοι άνθρωποι και φυσιογνωμίες άγνωστες, που όμως κάτι σου θυμίζουν πιθανόν, καλλιεργούν μιαν αίσθηση ομήγυρης. Ότι δεν είσαι μόνος σου. Δεν την υφίστασαι μονάχος τη διαβρωτική – και ψυχοφθόρα – απειλή που ’χει φωλιάσει τα τελευταία χρόνια στα μάτια ολονών. Ούτε ότι το ζόρι αυτό (κοινωνικό, πολιτικό ή οικονομικό) το τραβάς μονάχα εσύ. Η κοινωνία, λες, είναι εδώ και μοιράζεται τους φόβους της, τις αγωνίες και τις αντιφάσεις της. Αυτή τη βεβαιότητα και την ασφάλεια τη βρίσκεις στα υπαίθρια καταφύγια, στα στέκια της αποσαθρωμένης, κατά τα άλλα, κοινωνικής ζωής. Κοντά στους άλλους. (Όπως ακριβώς συμβαίνει σ’ έναν δυνατό σεισμό, που αναζητάς την ασφάλεια στον ανοιχτό ορίζοντα, όχι στους επικίνδυνους τοίχους του σπιτιού σου).

Όχι, όχι. Ο συνωστισμός και η ευφρόσυνη ατμόσφαιρα σε χώρους ζωτικούς (του Κέντρου ή της Περιφέρειας) δεν είναι πάντα ένδειξη αδιαφορίας για τα τεκταινόμενα. Ούτε, ντε και καλά, τεκμήριο επιστροφής στην ανέμελη καλοζωία.

Έχω την αίσθηση πως ανιχνεύουμε δειλά-δειλά τις ξεχασμένες συνήθειες του συλλογικού μας βίου· ότι επιστρέφουμε και πάλι στον κοινωνικό μας χώρο. Ξαναγυρνάμε ίσως στους κοινούς μας τόπους. Ποτέ δεν έρχεται ένα κακό χωρίς να φέρνει πίσω του μία μικρή ευεργεσία. Που πρέπει να την δει κανείς. Γιατί η όποια ισορροπία μας στηρίζεται σε τούτη τη συνείδηση των καθημερινών πραγμάτων.