Χτες θα γιόρταζες. Ίσως, αν η ζωή τα είχε φέρει αλλιώς, να γιορτάζαμε μαζί. Και ίσως πάλι να ’μασταν όπως και τώρα χώρια, κι εσύ εξίσου άπιαστη, εξίσου λήθη.
Θυμάμαι πώς έκανες πάντα με τα δώρα μου – από τότε που ήμουν μια σταλιά και το μόνο που είχα να σου χαρίσω ήταν ζωγραφιές μ’ έναν γελαστό ήλιο κάτω από μια στραβή γαλάζια γραμμή ουρανού, μέχρι εκείνη την καρφίτσα-μουτράκι από γύψο, με το μικρό φτερό στο ζωγραφισμένο καπελίνο, που τη φορούσες ώσπου το φτερό μάδησε και το μουτράκι έχασε τα μάτια και τα χείλη του κι απόμεινε σαν άμορφο πρόσωπο του Εγγονόπουλου, ή σαν τον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα, όταν πια δεν του ’χε μείνει άλλο πετράδι εκτός από την ξοδεμένη του αγάπη.
Μιλώντας για πρόσωπα, θα ’χα ξεχάσει ολότελα πώς ήταν το δικό σου, αν δεν μ’ αντίκριζε κάθε πρωί στον καθρέφτη, έστω κι αν τα γένια και οι ρυτίδες έχουν σκεπάσει κάπως τη μαγεία της ομοιότητας που μοιραζόμασταν άλλοτε, τότε που ο μπαμπάς έβαλε πλάι-πλάι τις φωτογραφίες μας – τη δική σου την ασπρόμαυρη του εξήντα εφτά και τη δική μου την έγχρωμη του ενενήντα τρία – και τις φωτογράφισε ξανά, κι όλοι έπαιρναν όρκο πως ήμασταν ο ίδιος άνθρωπος. Μα όσο κι αν προσπαθώ να σε αναπλάσω, το μόνο που έρχεται στον νου μου είναι το γέλιο σου όταν άνοιγα την πόρτα και μ’ έβλεπες και φωτιζόσουν σαν τον ήλιο. Αυτό, και τα κεχριμπαρένια μάτια σου, που ελάχιστα πιο σκούρα μου αντιγυρίζουνε το βλέμμα: ό,τι δικό σου, αυτά τα μάτια μου το δώσανε, γι’ αυτό και τώρα σου γράφω με τα μάτια.
Και η φωνή σου. Πάει κι αυτή. Την έσβησε ο χρόνος, και πλέον απομένει μόνο σε καταχωνιασμένα σπιτικά φιλμάκια, στιγμιότυπα που ποτέ δεν θα βρω το κουράγιο να δω, γιατί το μόνο χειρότερο απ’ το να μη θυμάμαι τη φωνή σου θα ’ταν να την ακούσω πάλι τάχα ζωντανή, και να πρέπει να την ξαναξεχάσω. Ωστόσο αυτά που πρόφερε τα ’χω όλα φυλαγμένα, τα λόγια και το ιδίωμα που χάθηκε μαζί σου, όπως και το τραγούδι που μου ’μαθες ότι είναι ο προορισμός κάθε φωνής, έστω κι αν, όπως κι εσύ, με κάθε χρόνο που περνάει το κωλοτσίγαρο μου κλέβει την ανάσα και τις ψηλές τις νότες. Νιώθω πως βραχνιάζουμε παρέα.
Έχασες πολλά. Πολλή συγκίνηση και μουσικές που γράφτηκαν μετά από σένα. Έχασες περηφάνια και χαρές κι αγάπη που σου δίνεται απ’ όσους δεν ευτύχησαν να σε γνωρίσουν, καθώς και τα φιλιά μου – αμέτρητα φιλιά, που εξακολουθώ να δίνω σε μιαν ασάλευτη εικόνα. Τι να καταλαβαίνει άραγε η εικόνα εκείνης της άλλης πολυαγαπημένης μάνας κάθε που σκύβουν και τη φιλούν; Μυστήριο.
Παιδιά δεν απόκτησα ακόμα, όμως με τρώει η απουσία τους. Κατάλαβες; Ρούφα-ρούφα το μητρικό το φίλτρο από το γάλα σου ως την τελευταία σου αγκαλιά, μ’ έμαθες ν’ αγαπώ σαν μάνα, και τώρα κοτζάμ άντρας βλέπω μωρά και θέλω να τα αρπάξω, και δεν έχω πιο μεγάλη έγνοια απ’ το ορφανό παιδί που μεγαλώνει μακριά μου, και πόσα χρόνια θα περάσουν μέχρι να ανταμώσουμε.
Δεν σου γράφω περισσότερα, μην κρίνει ο ψυχοπομπός βαρύ το γράμμα μου και λουφάρει και νομίσεις ότι έμεινες λησμονημένη τέτοιες μέρες που όλες εκεί πέρα περιφέρουν τους χρωματιστούς φακέλους και δείχνουν φωτογραφίες όλο καμάρι. Κι άλλωστε, θα τα πούμε πάλι σύντομα, ελπίζω.
Κάτι τελευταίο. Σε δεκαπέντε χρόνια -μια γενιά και μια στιγμή συνάμα- θα φτάσω τα χρόνια σου. Και μετά θα τα περάσω. Και δες περίεργα πράγματα, θα γίνω μεγαλύτερός σου. Θα καθίσεις άραγε στα γόνατά μου; Θα πηγαίνεις για ύπνο στην ώρα σου, ή θα βγεις άτιμο πλάσμα σαν εμένα και θα με εκβιάζεις με ναζιάρικες ματιές και μωρουδίσματα; Θα σου μάθω ποδήλατο, θα αγωνιώ τι κάνεις τα βράδια;
Ένα γνωρίζω μόνο: κάθε που διαβαίνω τη σκοτεινή την πόρτα και βγαίνω στο φως και το βλέμμα σου βρίσκει το δικό μου, χαμογελάμε μ’ ένα στόμα.
Κι εδώ σταματώ, γιατί νοτίσανε τα μάτια και γλιστράνε.