Βάλε μου ένα «πρέπει», να το απαξιώσω σε δευτερόλεπτα… Τέτοιος παλιοχαρακτήρας είμαι. Τσινάω στους εξαναγκασμούς και στις καθοδηγήσεις. Μόνο στο «πρέπει» που σε αφορούσε Στελάρα κώλωσα. Ίσως γιατί ήταν τόσοι πολλοί οι οπαδοί…Τι οπαδοί δηλαδή. Φανατίλες, ταγμένοι, θρησκόληπτοι. Τόσες φορές που άκουσα να σε αποκαλούν Θεό! Ο Στέλιος Καζαντζίδης…Θεός! Που ψάρωσα… Κάτι θα ξέρουν καλύτερα σκεφτόμουν. Και το εξέταζα…
Δεν σε πήγαινα Στελάρα, αλλά το προσπαθούσα. Σαν παπούτσι στενάχωρο που το πάταγα για ν΄ ανοίξει το χειριζόμουν. Φωνάρα σε αποκαλούσαν. Πώς να διαφωνήσω; Ανεβοκατέβαινες οκτάβες σαν αλαχάνιαστος έφηβος. Σκαλοπάτια όσα το Παλαμίδι. Ανηφόρες, κατηφόρες. Με το πρόσωπο χωρίς ίχνος μορφασμού. Ακοπίαστα. Αυτό το ακοπίαστα μου την έδινε…Το ατσαλάκωτο. Αλλά πρέπει να έχεις θράσος να το πεις. Και επειδή σε χαρακτήριζαν και με ένα «ξηγημένος» ήρθε η ώρα να στο εξηγήσω και να συμμαχήσω με τη μνήμη σου. Το νιώθω υποχρέωση…Καθώς είδα τη φωτογραφία σου προχθες στο Protagon σ΄ ένα κείμενο.
Ο Στελάρας σαν χθες έφυγε, έγραφε…Και ‘γω πρώτη φορά συνταίριαξα τις σκέψεις μου και με απόλυτο σεβασμό σου τις στέλνω, κι ας τ΄ακούσω! (Όταν τα βάζεις με Θεούς μπορεί να σε πάρουν στο κυνήγι δαίμονες). Λένε ότι εκφράζεις απόλυτα τον Έλληνα και την Ελλάδα. Αυτό είναι βρε Στελάρα. Να σου ανοίξω την καρδιά μου…Αυτό είναι! Κλάψα, μίρλα, άτιμη κοινωνία, αδικία.
Όλα τα Α που μπαίνουν μπροστά από τις λέξεις για να στερήσουν. Και στα τραγούδια σου έγιναν ΑΑΑΑ μακρόσυρτα να εφευρίσκουν, να χαϊδολογάνε δικαιολογίες. Όσο σε θυμάμαι βρε Στελάρα πιο πολύ αναλώθηκες στο γιατί δε δουλεύεις παρά στο να δουλέψεις…(Κι όταν λευτερώθηκες πάλι ψιλοδούλεψες). Από την άλλη, χρόνια και χρόνια, (όσο θυμάται η γενιά μου ας το καθορίσουμε) έκανες αυτό που γούσταρες. Ψάρευες και έπινες ένα ποτήρι κρασί με τα φιλαράκια σου. Κι ωστόσο ξεχείλιζες παράπονο! Βαρβάτο παράπονο…Και πάνω στο δικό σου παράπονο, κόλλησαν τα δικά τους παράπονα άνθρωποι του μεροκάματου. Κυρίως αυτοί με τα βαριά ένσημα και τα βρώμικα νύχια από τη δουλειά γιατί λέει τους εξέφραζες.
Τα τραγούδια σου, μου τόνιζαν πάντα, πρέπει να ’χεις πονέσει για να τα καταλάβεις…Όλοι έχουμε πονέσει. Αλλά νομίζω ότι για τα δικά σου τραγούδια πρέπει να ’χεις γεννηθεί πονεμένος και να μη θέλεις να ξεφύγεις από τον πόνο. Να τον πάρεις αγκαλιά να τον σεργιανάς σε κάθε βήμα… Ή μάλλον σε κάθε καρέκλα. Γιατί αυτός ο πόνος δεν ταιριάζει σε βήμα. Δεν σε πάει παρακάτω… Κι αυτό με όλο το σεβασμό δεν το γούσταρα επίσης Στελάρα. Είναι ντέρτι, είναι σακατιλίκι. Δεν είναι πληγή.
Μοιάζεις με την Ελλάδα…Τόσο πηγαίο, ακατέργαστο ταλέντο. Τόσο δώρο απλόχερα προσφερμένο από τον ουρανό. Εκεί το παρέλαβες, εκεί το άφησες…Θα σου πω κι ένα τελευταίο Στελάρα. Το ’χω γινάτι χρόνια… Ένα τραγούδι σου. Σοκαριστικά ενδεικτικό. «Θεέ μου τη δεύτερη φορά, που θα ’ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά, δεν θα ξαναγαπήσω»… Τι λες βρε Στελάρα! Αυτά να λες σε Έλληνες. Δώσε θάρρος στο χωριάτη…Λες και την έχεις σίγουρη την δεύτερη φορά, καπαρωμένη. Δεν τη ζητάς, δεν την διεκδικείς…Θεέ μου την δεύτερη φορά που θα ’ρθω… Πάει και τελείωσε δηλαδή! Στελάρα εκεί την πάτησες… Κι απ΄ την άλλη, άντε και στην χάρισε η Θεός…Πιάσε μια δεύτερη φορά για το Στελάρα… «Όσο η καρδιά κι αν λαχταρά, δε θα ξαναγαπήσω»… Τι λες ρε Στελάρα!! Τι να ταλαιπωρείσαι τότε σε διαδρομές;
Κατάλαβες τελικά βρε Στελάρα γιατί δε συμμαχήσαμε ποτέ εμείς; Με απόλυτο σεβασμός και πολλά ΑΧΧΧΧ…Το αχ της απόλυτης αποδοχής στο απόλυτο ταλέντο Και μ΄ένα sorry (ψιλοενοχής) ή μάλλον… Με ένα –με το παρντόν-.