Θα μπορούσε, παραδείγματος χάρη, να θυμίζει τεράστια tableaux vivants μιας αναδρομικής έκθεσης στον τέταρτο όροφο της Tate Modern, με θέα το νυχτερινό Λονδίνο. Κριτικοί τέχνης με στρογγυλά handmade βιεννέζικα γυαλιά και ανερχόμενοι νεόπλουτοι συλλέκτες έργων τέχνης με πούρα εισαγωγής και Burberry πουκάμισα έτοιμα να εκραγούν από το φαί, περιφέρονται, υποβασταζόμενοι από ένα Bellini ως ποτό υποδοχής ή ουίσκι από τα δυτικά Highlands με φυσική nobilitas, ανάμεσα σε δεκάδες βρώμικες ανθρώπινες φιγούρες-αγάλματα, προσποιούμενοι τους ξαφνιασμένους ή τους πονόψυχους λίγο πριν ανέβουν στον έβδομο όροφο για ένα δείπνο και ένα χωνευτικό εσπρεσσάκι. Θα μπορούσε να θυμίζει επίσης παιδικό παιχνίδι μέσα στον τσιμεντένιο παιδότοπο της πυλωτής της νεόδμητης πολυκατοικίας ή -για λιγότερο κλειστοφοβικές διαθέσεις- σε έναν πεζόδρομο με μηχανάκια και παρκαρισμένα αυτοκίνητα πλάι στα παραπήγματα των καφέ μια μαγιάτικη ημέρα εκδρομής, ούζου και ποικιλίας ή φραπέ στην πόλη.
«Αγαλματάκια ακούνητα, αγέλαστα και αμίλητα, μέρα ή νύχτα;» «Νύχτα, νύχτα παντού». «Βαρέθηκα να τα φυλάω, ρίξτε τα πάλι, Α Μπε Μπα Μπλομ/Του κι θε μπλομ/Α Μπε Μπα Μπλομ/Του Κι Θε Μπλομ Μπλιμ Μπλομ/ θα πας εκεί, στη Βόρεια Αμερική/Να δεις και τον ελέφαντα που παίζει μουσική/Με ένα κατακόκκινο βρακί, βγαίνω και τις φιλάς εσύ»
Δεν φορούν όλες βρακί. Τα αγάλματα-νύφες της οδού Ευριπίδου, για παράδειγμα, λίγα μόλις μέτρα από τα ανακαινισμένα γραφεία των εκδόσεων και του περιοδικού της Εστίας, της οδού Σοφοκλέους, λίγα μόλις μέτρα μακρύτερα από το παλιό με εποχές δόξας χρηματιστήριο, και της Σωκράτους, λίγα μόλις μέτρα από το Ταμείο Νομικών (εμπιστεύσου το GPS του τσιπ σου για περισσότερους αρχαίους και τα κορίτσια τους) δεν φορούν πάντα βρακί. Όσες όμως φορούν, σίγουρα προτιμούν τα κατακόκκινα. Οι μαυρούλες αυτές νύφες δεν φορούν ούτε νυφικό –λευκό ή ιβουάρ-, δεν ξέρουν καν να ξεχωρίζουν τον ταφτά από το σατέν και τη μεταξωτή οργάντζα, και τα βρακιά τους δεν είναι μεταξωτά. Αρωματίζονται όχι από μπουκάλι, αλλά ανακατώνονται με τις μυρωδιές της πιάτσας τους, και εκείνες που απέμειναν από τα πρωινά μπαχάρια, τα πλαστικά και τις ακαθαρσίες των αδέσποτων. Βάζουν λίγο κόκκινο κραγιονάκι, ένα πλαστικό λουλούδι στα μαλλιά για να είναι όμορφες (;),και σχεδόν γυμνούλες μες το κρύο ή τη ζέστη τα μεσημέρια και τα βράδια, κουνώντας όσο αντέχουν ακόμη τους γοφούς και τα στήθη τους, κάνουν το δικό τους πέρασμα από την πλατεία Θεάτρου ως και πίσω από το φωτισμένο δημαρχείο, και κάπου εκεί στα σκοτεινά πλάι στην κλειστή πια είσοδο του θρυλικού Guru, όπου όλη η Αθήνα παρέλασε κάτω για ταϊλανδέζικο, πάνω για live jazz, φτιάχνουν ένα δικό τους θέατρο δρόμου με αβάσταχτους αγκαθωτούς όρκους σιωπής γιορτάζοντας – κάθε βράδυ και με 20 ή και 30 συνοδούς, σιχαμένα αγόρια με φιμέ τζάμια – τούτο το ακριβό πέρασμα στην Ευρώπη και τα νυχτερινά βίτσια καθενός Κανένα, που κοστολογούνται με τιμοκαταλόγους της πλάκας και δεκάδες αφροδίσια και όχι μόνο νοσήματα.
Αποστρέφετε το βλέμμα σας, αγαπητοί επισκέπτες; Ε, ναι δίκιο έχετε σε ποιον φιλήσυχο οικογενειάρχη αρέσει άλλωστε η βρωμιά τούτων των δρόμων; Δεν κατεβαίνετε εκεί κάτω έτσι όπως έγιναν τούτα τα μέρη, λέτε, και αφήνετε μόνα τα κορίτσια του Bacon για να χαζέψετε τη διπλανή αίθουσα.
«Shadow and mouth» η επιγραφή του έργου. Στο ψηλότερο σημείο της Ερμού υψώνεται πάνω σ' ένα βάθρο από χοντρά χαλίκια και άδεια κονσερβοκούτια μια πεινασμένη Χιονάτη, είναι ένα παράξενο άγαλμα ντυμένο στα άσπρα, όχι, αυτό που φορά δεν μοιάζει σε καμία περίπτωση με νυφικό, ούτε καν με λευκό βαμβακερό νυχτικό δηλαδή, σα βρώμικο σεντόνι θα το έλεγε κανείς με κομμένο ένα μέρος του για λαιμό, ένα βρώμικο σεντόνι που αργά-αργά οδηγείται στην εξαχρείωση και τη βασανιστική πείνα. «Καθρέφτη, καθρεφτάκο μου κάνε με λαντζέρισσα σε μαγειρείο και όχι στη Σπονδή, για να τρώω με ευκολία τα αποφάγια» αυτό ζητά στην προσευχή της η άλλοτε άσπρη Χιονάτη. Με λευκή μπογιά που έχει πια μαυρίσει από τη σκόνη και τη βρώμα περιφέρει το άστεγο πρόσωπό της μέσα σε τούτη την άστεγη πόλη, νηστικό για κάμποσες μέρες, ίσως και για πολλές. Και ξαφνικά το άγαλμα βγάζει πόδια και περπατάει, κατεβαίνει όλο και περισσότερο την τσουλήθρα του ανθρώπινου εξευτελισμού και τον πάει βόλτα μια μέρα Μαγιού με ήλιο Μοναστηράκι-Θησείο, σαν δρομολόγιο του ηλεκτρικού χωρίς ανθρώπους, άδεια και βρώμικη, και εκεί ανάμεσα στα ουζερί, πλάι στο λόφο των Μουσών και τις αόρατες νύμφες, δεν είναι πια άνθρωπος, παρά μια κοιλιά με μερικά βοηθητικά όργανα, και ζητάει με το χέρι προτεταμένο τα αποφάγια σας, καλοί μου άνθρωποι, με ένα βρώμικο άσπρο χαμόγελο, «σε εσάς μιλώ που κάθεστε στα μεζεδοπωλεία και τρώτε ψωμιά, γαρίδες σαγανάκι και ποικιλίες, δώστε μου ότι σας περισσέψει». Η γυναικά-άγαλμα σκουπίζει από τα τραπέζια τα αποφάγια της πόλης όλης, υποτακτικά και χαμογελώντας στον φόβο και τη σιχαμάρα των «κανονικών» καλοφαγάδων για τους «βρωμιάρηδες ξένους αλήτες». Και ύστερα με όλα αυτά τα αποφάγια κάνει μια τεράστια αγκαλιά, οι εγκαταλελειμμένες από εσένα σάλτσες και τα κρέατα ακουμπούν πάνω στο βρώμικο τραπεζομάντιλο φουστάνι της και το βρωμίζουν ακόμη πιο πολύ, και δεν έχει μια σαλιάρα ή μια πετσέτα, και συ την σιχαίνεσαι όλο και περισσότερο. Και με το δίκιο σου, γιατί τα σεντόνια τα πλένεις στους 100 βαθμούς στο πλυντήριό σου που μιλάει και γίνονται λευκότερα από λευκά, και κυλιέσαι ευχάριστα πάνω τους και αν είσαι και ευαίσθητος πιάνεις τη μιαν άκρη τους εσύ και την άλλη η σύζυγος και κάνετε τραμπάλα το μικρό καθαρό παιδί σας λευκό και αυτό στα Prada ντυμένο. Και έτσι όπως πας αηδιασμένος να αλλάξεις αίθουσα στην άκρη τούτης δω βλέπεις έναν κινούμενο σωρό, και αν τούτη η γυναίκα-φάντασμα ήταν λιγότερο πεινασμένη και πιο δοτική θα μπορούσε να συγχρωτίζεται τον σωρό της γωνίας στο Μετρό στον Ευαγγελισμό, και ίσως μάλιστα να ταίριαζαν πολύ ως ζευγάρι βρωμιάρηδων, εκεί κατάχαμα δίπλα σε ένα ξέχειλο κάδο, και εκεί μες την αδιαφορία της πόλης προτείνει ρυθμικά ένα βρώμικο χέρι που κάνει την ίδια πάντα απελπισμένη κίνηση, ζητάει να φάει.
«Να αλλάξουμε αίθουσα καλέ μου, προτιμώ τους ζωγράφους που ζωγράφιζαν ευτραφείς και ροδοκόκκινους βασιλείς καβάλα στα άλογα, σε σκηνές κυνηγιού, γάμων και βαφτίσεων, έστω οικογενειακής ραστώνης με σκυλιά και τσάγια» λέει η σύζυγος του συλλέκτη και μπαίνει στην επόμενη αίθουσα. Όπου βλέπετε μπροστά σας ένα ζευγαράκι… και αγαλλιάζει για λίγο η ψυχή του νεοέλληνα, που αγαπά τόσο τα μαγιάτικα ζευγάρια του Ελύτη που ρίχνουν ανάσκελα και δαγκώνουν το Μάη κάτω από τις μαργαρίτες και πίσω από δεντράκια στα αλώνια. Κοιτάξτε τους όμως καλύτερα, μην χαίρεστε, τούτο το ζευγαράκι είναι αλλιώτικα μεθυσμένο και ο ύπνος τους δεν μυρίζει τετρακόσια ρόδα, ούτε πυρκαγιά, το ζευγαράκι σέρνεται, τρυπιέται όπου μπορεί και βρίσκει πια να τρυπηθεί και ύστερα πέφτει ανάσκελα, δεν έχει μπράτσα, δεν έχει δύναμη να κρατηθεί, και σπαράσσεται, εκεί στη μέση του δρόμου, λίγο πριν περάσει το 2,το 4 ή το 11 τρόλεϊ, μπρος στο μουσείο με τα προϊστορικά αγάλματα, κάτω από τον Απόλλωνα, την Ήρα, το Διαδούμενο και την Ειρήνη με τον Πλούτο που κοσμούν αγέρωχα ξανά το στηθαίο του. Μα τούτο τα ζευγαράκι δεν βλέπει ως εκεί πάνω, το πολύ-πολύ να διακρίνει εκείνο το κεφάλι από χαλκό μες το Πολυτεχνείο, σίδερα και πανό μονάχα τους χωρίζουν… ο πόνος υπάρχει ακόμη.
Τελευταία αίθουσα, τελευταίος τίτλος «Πολλές φορές» γκρίζες φιγούρες «πάγωσαν» σε διαφορετικές στάσεις ντυμένες με τα ίδια βρώμικα ρούχα, και τον ξεφτισμένο γιακά σηκωμένο ψηλά. Έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά προσώπου, φτιαγμένα από το ίδιο καλούπι ενός κεραμικού Art Nouveau που είχε βρει ο γλύπτης σε μια έρημη γη. Όλοι τους έχουν ένα χωρίς ήχο κλάμα, τα μισόκλειστα σβησμένα μάτια τους, τα χέρια που μοιάζουν με άδεια γάντια αφημένα στο πλάι και οι ρεαλιστικές στάσεις σαν μόλις τούτοι δω οι άνθρωποι-αγάλματα να πάγωσαν από το μαγικό ραβδί μιας μάγισσας, καθώς είναι έτοιμοι να μπήξουν τα κλάματα με κάτι σπαρασσόμενο που μόνο αυτοί είδαν.
Και συ ο ξένος πίστευες ότι θα ήταν πολύ απλό, όμως είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Μπροστά σου απλώνεται ζωντανή η εικόνα ενός φανερά τρελού κόσμου. Και εσύ ζεις σε μιαν επιχρυσωμένη αθλιότητα, βρες έναν καθρέφτη και κοιτάξου: ο επισκέπτης αιμορραγεί, όχι τα πτώματα.