Τους φέρνω στη σκέψη μου συχνά. Ετσι ακριβώς όπως τους χάζεψα. Να περπατάνε δίπλα δίπλα, με εκείνα τα άκομψα παπούτσια και μ΄ εκείνα τα μπαστούνια, που μοιάζουν με των σκιέρ αλλά, που τα κρατάνε και περπατάνε σ΄ όμορφα βουνίσια μονοπάτια. Μα, πόσο περπατάνε!
Τους φέρνω και στην Τήνο, στην Yδρα, στα ελληνικά νησιά. Ναι, εκεί που προφανώς είχαν έρθει για διακοπές το καλοκαίρι. Να ρουφήξουν ήλιο. Και γίνονται κόκκινοι, κατακόκκινοι. Τον θυμάμαι να της χαϊδεύει το χέρι, σε εκείνο το βαρκάκι. Να της σερβίρει το κρασί, σε εκείνο το σχεδόν άδειο εστιατόριο. Το βραδινό τους στις 7 μ.μ.! Δυο τους, όχι με πολύβουες παρέες, ούτε ως στρατόπεδα γυναίκες – άνδρες. Εκείνα τα ζευγάρια των «ξένων», μεγάλης ηλικίας. Της άτιμης «μεγάλης», που καμιά φορά δεν μπορείς να ξεχωρίσεις στα χαρακτηριστικά τους, τον άνδρα από τη γυναίκα. Σαν αποχαιρετιστήρια, κατάστηθη πιστολιά, ενός άδικου πλάστη Θεού, στην ανθρώπινη ράτσα.
Ατιμο και άδικο πράγμα το γήρας! Εκείνα τα ζευγάρια «των ξένων», που δεν το έχουν και τόσο με την κομψότητα, εν αντιθέσει με τη δική μας φυλή! Αλλά το έχουν με την τρυφερότητα. Κι αυτό είναι το θέμα. Τους μελετάω συχνά. Μου αρέσουν. Ξέρουν να τιμούν τις αποχρώσεις των σχέσεων, της συντροφικότητας, της ζωής. Εν κινήσει, όχι παραδομένοι. Θαρρείς εμείς, ήμαστε καταδικασμένοι να ζούμε στο πετσί μας τα βασικά και μόνο χρώματα.
Είναι θέμα δυνατού φωτός; Είναι θέμα κλίματος; Πλασμένοι να ζούμε τα άκρα. Ή καλοκαιρίες ή τραγικές κακοκαιρίες. Που ακόμα κι αν δεν είναι τέτοιες, εμείς ηδονιζόμαστε ως «τραγικές κακοκαιρίες» να τις περιγράφουμε. Με τη δεινότητα των δικών μας μετεωρολόγων. Ή δεν βρέχει ή χαλάει ο κόσμος από πλημμύρες. Ή καλοκαίρι τον χειμώνα -αλλά ωστόσο επιθυμούμε «επιτέλους λίγο κρυάκι»- ή δυσανασχετούμε ότι έχει χιονιά Γενάρη μήνα! Τόσο εκ γενετής γκρινιάρηδες, τόσο καλομαθημένα ανικανοποίητοι. Κατ’ επέκτασιν ή είμαστε τέρμα ερωτευμένοι ή τέρμα βαριεστημένοι. Ή κόβουμε φλέβες ή ευχαριστιόμαστε χασμουρητά μπροστά στην τηλεόραση.
Οχι, δεν μιλάω για τις σαχλές προτροπές, του «Πώς να ανανεώσετε τη σχέση σας». Μιλάω για την ψυχή, που νοιώθει τη γλύκα της ευγνωμοσύνης απέναντι στον άνθρωπο «μου». Που αναμετράει, όλα όσα μπόρεσε να μας χαρίσει κάποιος κι όχι, ότι ίσως θα θέλαμε να μας είχε δώσει παραπάνω. Στα ζευγάρια που προχωράνε, όχι μοιρολογώντας τα «κάποτέ» τους αλλά λαμβάνοντας μέρος στη ζωή που παίζεται μέχρι το τελευταίο λεπτό του αγώνα της. Αναρχικοί εμείς και του γήρατος ακόμα… Πού να μας βγάλει ο άγονος θυμός απέναντι στον χρόνο; Σε πόσο πρόωρη ηλικία «συνταξιοδοτούμαστε» ως ζευγάρια στη χώρα μας;
Τους παρατηρώ συχνά, όποτε ταξιδεύω στο εξωτερικό. Εκείνα τα ζευγάρια, μιας κάποιας ηλικίας. Τρυφεροί μεταξύ τους.
Στα χρόνια ετούτα τα στυγνά και στεγνά, τα ξεδιάντροπα, τα χωρίς προσχήματα, τα φρικαλέα μοναχικά… Τους φέρνω συχνά στη σκέψη ως ευλογία και κατεύθυνση. Η τρυφερότητα. Αρα και η τρυφερή ματιά. Τι ωραίο θα ήταν, όσο μεγαλώνουμε, τόσο και πιο πολύ να… τρυφεριαζόμαστε. Πόσο το έχει ανάγκη, της ψυχής η σάρκα.